Ιστορίες μικρών κόσμων
Γράφει η Εύη Καρκίτη
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ, Η ΠΡΟΣΟΧΗ ΜΑΣ ΠΑΕΙ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΛΑΖΑΡΟ. ΩΧΡΟΣ, ΣΑΒΑΝΩΜΕΝΟΣ, ΜΕΤΑΦΕΡΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟΦΟΡΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ, ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ ΜΠΕΡΔΕΜΕΝΟΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΑ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΥ ΕΧΕΙ ΣΥΜΒΕΙ: ΝΑ ΕΧΕΙ ΥΠΑΡΞΕΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ, ΝΑ ΞΕΡΕΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ. ΚΑΙ ΙΣΩΣ ΝΑ ΑΝΑΡΩΤΙΕΤΑΙ, ΠΡΙΝ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ, ΑΒΕΒΑΙΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ, ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ, ΑΡΑΓΕ, ΝΑ ΓΥΡΕΥΕΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΕΔΩ.
Απ’ όλα
τα βιβλικά θέματα που πέρασαν και τροφοδότησαν την τέχνη (πολλά από τα οποία θα δούμε τις μέρες που έχουμε μπροστά μας μέχρι το Πάσχα), θα μπορούσα να σταθώ σε δύο.
Το πρώτο είναι η προδοσία. Βαθιά ανθρώπινο θέμα. Ο Ιούδας ουδέποτε φιλούσε υπέροχα, εξάλλου… Το φιλί του είναι δαγκωματιά και η προδοσία γίνεται ο πρώτος σταθμός στα μαρτύρια που πρόκειται να ακολουθήσουν. Η προδοσία αποτυπώνεται συνήθως σε πολυπρόσωπες συνθέσεις. Διακατέχονται από έντονα δραματικό τόνο. Τα σπαθιά των αρχιερέων και των πρεσβύτερων που έχει έρθει να συλλάβουν τον Ιησού μοιάζει να χώνονται βαθιά στον ανοιξιάτικο ουρανό. Σαν τίποτε να μη μπορεί να τα συγκρατήσει. Λάμπουν απειλητικά κάτω από το φεγγάρι. Οι κινήσεις, οι γυρισμένες πλάτες, τα πλήθη που χάνονται σε μια πρώιμη προοπτική στέλνουν ξεκάθαρο μήνυμα: κάτι ξεκινά τώρα. Αξίζει να μάθεις τι θα γίνει παρακάτω.
Το δεύτερο είναι, βέβαια, η ανάσταση του Λαζάρου. Δεν ξέρεις στ’ αλήθεια πώς να σταθείς απέναντι σε κάτι που μάλλον ξεπερνάει τα ανθρώπινα. Δοκιμάζει τη λογική. Οι καλλιτέχνες εκείνοι πριν από τον Τζιότο (ο οποίος μάς έχει χαρίσει μια ανησυχητική προδοσία και μια αξεπέραστη ανάσταση Λαζάρου), που αποτύπωναν θέματα από τις Γραφές, όπως μας διαμηνύει ο Γκόμπριχ, άκουγαν τους μοναχούς. Εκείνοι τους προέτρεπαν να συλλογιστούν πάνω σ’ αυτές τις ιστορίες. Να αφήσουν τον εαυτό τους να τις οραματιστεί.
Ο Τζιότο
αυτό το αλλάζει. Μας δίνει μια ανάσταση με πολλά συμβάντα, παραμέτρους και διαστάσεις. Ολοένα και περισσότερες, καθώς ο χρόνος κυλά, καθώς οι αντιλήψεις για τη ζωή και τον θάνατο αλλάζουν διαρκώς, μετακινούνται διαρκώς. Μέσα σε μια τέτοια σύνθεση μπορούμε, πλέον, να δούμε τόσο πολλά, που ενδεχομένως ξεπερνούν τις προθέσεις του ίδιου του καλλιτέχνη. Ίσως κάποιος να συμβούλεψε και τον Τζιότο να αφεθεί σ’ αυτήν την ιστορία. Και να οραματιστεί πάνω σ’ αυτήν. Το πιο πιθανό, μάλιστα, είναι και να το έκανε. Όμως, εκείνος την αφηγήθηκε από την πλευρά του ανθρώπου.
Απ’ όλες
τις βιβλικές ιστορίες, σίγουρα αυτή του Λάζαρου είναι η πιο δύσκολη. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πως, πράγματι, τη σκέφτηκες σωστά. Στη σύνθεση του Τζιότο, πάντως, επαναλαμβάνεται (αλλά πιο κομψά, ίσως και πιο διακριτικά) το γνωστό μοτίβο. Καθώς ο Λάζαρος βγαίνει από τον τάφο, κάποιοι κλείνουν τις μύτες τους. Στο δικό του έργο, λεπτά υφάσματα φράζουν τις ευαίσθητες μύτες, ενώ κάποιοι έχουν πέσει ήδη στα γόνατα, συγκλονισμένοι από το θαύμα. Τα χέρια τους υψώνονται προς τον ουρανό. Ίσως να θέλουν να τρέξουν κάπου – να το πουν όλο αυτό. Όλο αυτό, που είναι τόσο δύσκολο να το πιστέψει κάποιος.
Και την προσοχή να μην την τραβά καν ο Ιησούς. Μπροστά σε ένα τέτοιο έργο τέχνης, η προσοχή μας πάει απευθείας στον Λάζαρο. Ωχρός, σαβανωμένος, μεταφέροντας την αποφορά του τάφου, στέκεται απόλυτα μπερδεμένος. Δεν είναι δα και λίγο αυτό που του έχει συμβεί: να έχει υπάρξει ζωντανός, να ξέρει πώς είναι να είσαι πεθαμένος. Και ίσως να αναρωτιέται, πριν κάνει το πρώτο, αβέβαιο βήμα του, τι μπορεί, άραγε, να γυρεύει και πάλι εδώ.