Υπάρχει λόγος
Γράφει ο Τάσος Ρέτζιος
ΚΑΘΕ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, ΜΙΑ (ΕΞΗΝΤΑΡΑ ΤΗΝ ΚΑΝΩ) ΠΩΛΗΤΡΙΑ ΣΕ ΜΑΓΑΖΙ ΒΓΑΙΝΕΙ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ, ΚΑΘΕΤΑΙ Σ’ ΕΝΑ ΣΤΕΝΟ ΠΕΖΟΥΛΑΚΙ, ΑΝΟΙΓΕΙ ΕΝΑ ΑΛΟΥΜΙΝΟΧΑΡΤΟ, ΚΑΤΙ ΤΡΩΕΙ, ΜΕΤΑ ΣΤΡΙΒΕΙ ΤΣΙΓΑΡΟ, ΑΝΕΒΑΖΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΨΗΛΑ, ΞΕΦΥΣΑΕΙ. ΜΕ ΜΑΧΑΙΡΙ ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ, ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΜΕΣΑ, ΒΙΑΣΤΙΚΑ ΜΙΣΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΤΣΙΓΑΡΟ, ΠΑΤΗΜΕΝΟ ΜΕ ΤΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙ, ΣΧΕΔΟΝ ΤΡΕΞΙΜΑΤΑΚΙ, ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ…
Κάθε απόγευμα, μια τρομαγμένη οικογένεια (να πούμε «λαθρομεταναστών» ή μήπως δεν είναι politically correct πλέον;) κάθεται σ’ ένα πεζούλι τού ανήλιαγου στενού στο κέντρο τής πόλης και τρώει σπόρια. Τα τσόφλια κάτω, παρατήρηση, αμέσως μετά ένας φοβισμένος πατέρας να σκύβει στα τέσσερα και να τα μαζεύει. Σκεφτείτε: ένας πατέρας να σκύβει να μαζεύει τα τσόφλια μπροστά στα παιδιά του. Κι αυτά να μαζεύουν ταπείνωση, απόρριψη και βλέμματα γεμάτα μίσος – κι αν αργότερα τα ξεράσουν με βία και οργή, να είναι ένοχα εκ γενετής…
Κάθε πρωί, ένας ηλιοκαμένος μεσήλικας παίρνει ένα μικρόφωνο συνδεδεμένο με ηχεία και τραγουδάει ό,τι ξέρει, παράφωνα και λίγο συνεσταλμένα. Κάποια μέρα (ο ήλιος έκαιγε απελπισμένα και τα ρούχα κολλούσαν στο δέρμα) του αποσύνδεσαν τα καλώδια, του έσκισαν το καπέλο, δεν θυμάμαι αν τον έφτυσαν, αλλά θυμάμαι ότι τα μάζεψε όχι τρομαγμένα, αλλά σίγουρα βιαστικά και ένοχα.
Κάθε μεσημέρι, μία (εξηντάρα την κάνω) πωλήτρια σε μαγαζί βγαίνει για λίγο από το μαγαζί, κάθεται σ’ ένα στενό πεζουλάκι, ανοίγει ένα αλουμινόχαρτο, κάτι τρώει, μετά στρίβει τσιγάρο, ανεβάζει το κεφάλι ψηλά, ξεφυσάει. Με μαχαίρι οι σκέψεις, φωνές από μέσα, βιαστικά μισό και παραπάνω τσιγάρο, πατημένο με το παπούτσι, σχεδόν τρεξιματάκι, επιστροφή…
Κάθε βράδυ βγαίνει από το γραφείο και ξεσφίγγει τη γραβάτα, βάζει το κλειδί στην πόρτα τού αυτοκινήτου του, κάθεται, πιάνει το τιμόνι και απλώς κοιτάζει μπροστά, για ώρα. Δεν κατάλαβε πότε πέρασε από δίπλα, «τσακ» άκουσε μόνο και είδε τον καθρέφτη να κρέμεται – έχει μάθει να μην αντιδρά, είναι «όργανο του κατεστημένου», έστω κι ο μισθός του είναι σε τριψήφιο νούμερο.
Τους φαντάστηκα μεσάνυχτα στο κατώφλι μου, τον τρομαγμένο και σκυμμένο στα τέσσερα να μαζεύει τσόφλια πατέρα, τον μεσήλικα με το βιαστικά μαζεμένο μικρόφωνο, την πωλήτρια με το μισό αγχωμένο τσιγάρο, τον υπάλληλο του κατεστημένου με τους σπασμένους καθρέφτες… Στην πραγματικότητα, το πρωί το πεζούλι ήταν άδειο, αλλά τα τσόφλια δεν τα είχε μαζέψει κανείς…