Ιστορίες μικρών κόσμων
Γράφει η Εύη Καρκίτη
ΚΑΘΩΣ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΜΕ, ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΟΥΜΕ ΤΙΣ ΔΕΥΤΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ, ΠΟΥ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΜΑΣ ΣΠΡΩΧΝΟΥΝ ΝΑ ΚΑΘΙΣΟΥΜΕ ΚΑΠΩΣ ΠΑΡΑΜΕΡΑ ΣΤΟ ΠΑΡΤΙ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ. ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ. ΙΣΩΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΒΑΘΟΣ Η ΧΑΡΑ. ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΜΑΣ ΝΑ ΑΞΙΖΟΥΝ, ΕΠΕΙΔΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΕΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ.
Εδώ και πολλά χρόνια (τόσα που δυσκολεύομαι, πλέον, να τα μετρήσω), την περίοδο των γιορτών θα διαβάσω πάντοτε τη νουβέλα τού Τζέιμς Τζόυς «Οι νεκροί». Ο αείμνηστος μεταφραστής της, Άρης Μπερλής, αποδίδει στον πληθυντικό αριθμό εκείνο το συνταρακτικό που συμβαίνει στις λιγότερες από εκατό σελίδες τής νουβέλας (με την οποία κλείνουν οι περίφημοι «Δουβλινέζοι»), την οποία ο Τζόυς έγραψε σε ηλικία 25 ετών, συνθέτοντας, όπως γράφτηκε, το πρώτο τραγούδι του της εξορίας. Και αυτή είναι μία μόνον ερμηνεία και μία μόνον ιστορία από το πλήθος των προσλήψεων και των επεξηγήσεων που ακολουθούν τους «Νεκρούς».
Ακόμη κι αν κάποιος δεν έχει διαβάσει τη νουβέλα, με μια απλή αναζήτηση θα διαπιστώσει ότι η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια γιορτή κατά τη χριστουγεννιάτικη περίοδο, στην οποία το ζεύγος των Κόνρόυ καταφθάνει καθυστερημένο, μέσα σε πολύ πυκνή χιονόπτωση. Ωστόσο, αυτή η απλή εκκίνηση εξελίσσεται και καταλήγει σε κάτι τόσο πυκνό και σύνθετο, που πραγματικά αξίζει –χωρίς οποιαδήποτε υπερβολή– να επιστρέφει κάποιος στο διήγημα αυτό ολόκληρη τη ζωή του και πάλι να μην του φτάνει, για να ξεκλειδώσει την περίπλοκη δομή, τις κρυφές αλληλοαναφορές των στοιχείων, την πολύπλοκη μηχανή που μοιάζει να κινεί την αφήγηση, τις μυστικές «πόρτες» που επιτρέπουν σε κάποιον να εισχωρήσει στο εσωτερικό της.
Ο Τζων Χιούστον θα διαλέξει αυτήν την ιστορία για να πει το «αντίο» του στον κόσμο, επιλέγοντας τον Ντόναλ ΜακΚαν για τον ρόλο τού Γκάμπριελ Κόνρόυ, που φέρει το βάρος να μεταφέρει τον συνταρακτικό μονόλογο στο φινάλε, στο οποίο διατηρούνται ακριβώς τα λόγια τού συγγραφέα: «…άκουγε το χιόνι να πέφτει απαλά σ’ όλη την πλάση, κι απαλά να πέφτει, σαν τον ερχομό τού έσχατου τέλους, πάνω σε ζωντανούς και σε νεκρούς».*
Αμέτρητα κείμενα υπάρχουν για το πώς μια καιρική συνθήκη (και η ατμόσφαιρα που αυτή διαμορφώνει) έρχεται για να συμβάλει σε μια διήγηση, να τεκμηριώσει έναν κόσμο, να της προσδώσει αληθοφάνεια μέσω ενός κοινού βιώματος. Αυτό, όμως, που συμβαίνει στους «Νεκρούς» αποτελεί μέρος μιας πολύπλοκης εικονοποιίας. Ο Τζόυς μοιάζει να μας ωθεί να πατήσουμε με γυμνά πέλματα πάνω στο χιονισμένο τοπίο, νιώθοντας το κρύο, τον άγριο άνεμο της χειμωνιάτικης νύχτας, τη διαπεραστική της ένταση. Μέσα στο χιόνι καθίσταται δυνατή η συνθηκολόγηση με τη θνητότητα, η σπαρακτική αποδοχή της, με την οποία καλούμαστε να αναμετρηθούμε σε κάθε γέννηση και σε κάθε θάνατο – συνεπώς, μέσα και σ’ αυτό το κλίμα των Χριστουγέννων, που επιθυμούμε πάντοτε να περάσουμε με χαρά και εξωστρέφεια.
Ωστόσο, καθώς μεγαλώνουμε, είναι δύσκολο να αποφύγουμε τις δεύτερες σκέψεις, που κάποια στιγμή μας σπρώχνουν να καθίσουμε κάπως παράμερα στο πάρτι. Δεν είναι πάντοτε ανεπιθύμητες. Ακριβώς το αντίθετο. Ίσως να είναι και ο μόνος τρόπος για να έχει ένα βάθος η χαρά. Εκείνο το βάθος που κάνει τις ημέρες μας να αξίζουν, επειδή αναγνωρίζουμε πόσο πολύτιμες μας είναι. Ευχές για χαρούμενα Χριστούγεννα.