Editorial
Γράφει ο Άγγελος Ν. Βάσσος
angelos@citymagthess.gr
ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΙΔΑΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΓΙΑ ΝΑ ΖΕΙΣ; ΣΙΓΟΥΡΑ ΟΧΙ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΟ ΚΑΘΑΡΗ ΠΟΛΗ (ΑΠΕΧΕΙ ΜΑΚΡΑΝ…), ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΠΟΧΟΥΜΕΝΩΝ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΠΕΖΟΥΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΙΚΗ ΣΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ (ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ). ΕΧΕΙ, ΕΝ ΟΛΙΓΟΙΣ, ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ. ΚΙ ΟΜΩΣ: ΑΥΤΗ Η ΙΔΙΑ ΠΟΛΗ ΕΧΕΙ ΥΠΕΡΟΧΕΣ ΓΩΝΙΕΣ, ΕΧΕΙ ΚΟΥΖΙΝΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ, ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΠΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΠΝΕΕΙ, ΕΧΕΙ ΜΟΥΣΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ. ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΕΣ, ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΟΜΟΡΦΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ. ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΙΣ ΔΟΥΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ, ΟΙ ΝΤΟΠΙΟΙ; ΦΥΣΙΚΑ – ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ.
Θα ξεκινήσω αφηγούμενος μιαν ιστορία που αφορά στον κουμπάρο μου και στον αδελφό τού κουμπάρου μου, η οποία διαδραματίστηκε πριν από αρκετά χρόνια (σίγουρα προ πανδημίας). Ο κουμπάρος μου είναι Μεσολογγίτης, έχει εμπειρία Θεσσαλονίκης όμως, καθώς η Οδοντιατρική τού ΑΠΘ ήταν η πρώτη σχολή στην οποία πέρασε ως νέος φοιτητής, πριν πάρει την επόμενη χρονιά μεταγραφή στην αντίστοιχη σχολή τής Αθήνας. Ο κουμπάρος μου έχει άποψη για τη Θεσσαλονίκη – πρόλαβε να τη ζήσει, να την περπατήσει (ημέρα και νύχτα), να τη γνωρίσει σε κάπως μεγαλύτερο βάθος. Την επισκέπτεται, άλλωστε, τακτικά. Ο αδελφός του, πάλι, δεν είχε εμπειρία τής πόλης. Ανέβηκε πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη πριν από μερικά χρόνια. Και θυμάμαι ακόμη την αντίδρασή του όταν, αργά το βράδυ, μετά από βόλτα στην περιοχή των Λαδάδικων, στρίψαμε από τη λεωφόρο Νίκης (κινούμενοι προς τα ανατολικά) στην Αριστοτέλους. Και ήταν αυτή ακριβώς η νυχτερινή, φωτισμένη Αριστοτέλους, με τις κιονοστοιχίες και το θεατράλε σκηνικό της, που του έβγαλε μιαν αβίαστη κραυγή θαυμασμού (και που έκανε τη φωτογραφική τού κινητού του να πάρει φωτιά).
Ομολογώ ότι δεν είχα καταλάβει από την αρχή τον λόγο τής αντίδρασής του. Βλέπετε, η Αριστοτέλους (της ημέρας ή της νύχτας) ήταν για εμένα –όπως υποθέτω και για τους περισσότερους Θεσσαλονικείς– η «δική μας» Αριστοτέλους. Την περπατάμε καθημερινά, τη βλέπουμε και την ξαναβλέπουμε τόσο συχνά κινούμενοι στο κέντρο τής πόλης, που έχει σταματήσει να ερεθίζει τον αμφιβληστροειδή μας. Η ρουτίνα αφαίρεσε την πατίνα τής μαγείας – και, κάπως έτσι, αυτό που στο ασυνήθιστο μάτι είναι χάρμα οφθαλμών, για εμάς, τους ντόπιους, είναι «business as usual».
Γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Πολύ απλά, επειδή το τελευταίο διάστημα προσπαθώ να ξαναδώ την πόλη μας με τα μάτια τού ξένου. Όσοι κυκλοφορείτε στο κέντρο, αλλά και σε ορισμένες περιφερειακές συνοικίες τής Θεσσαλονίκης αποκλείεται να μην έχετε παρατηρήσει τα πλήθη τουριστών που κατακλύζουν την πόλη. Τους βλέπεις (φυσιογνωμίες διαφορετικές, που σίγουρα διαφέρουν από τη δική μας «κοψιά»), κυρίως όμως τους ακούς. Ειδικά αν περπατήσετε στα λεγόμενα «τουριστικά» σημεία, θα ακούσετε Αγγλικά, Γερμανικά και Εβραϊκά, γλώσσες βαλκανικές με το δικό τους, χαρακτηριστικό ηχόχρωμα, ακόμη και Τουρκικά (που ομολογώ ότι δεν άκουγα τόσο συχνά τα τελευταία χρόνια, μετά την «έκρηξη» επισκεψιμότητας στα μέσα τής δεκαετίας τού 2010). Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κυκλοφορούν μαγεμένοι από την πόλη που επισκέπτονται – δοκιμάζουν τις νοστιμιές της, φωτογραφίζουν τις γωνιές της, γελούν, βολτάρουν, συζητούν υψηλόφωνα, απολαμβάνουν τον καιρό και τον τόπο. Είναι χαρούμενοι. Ίσως επειδή βλέπουν στη Θεσσαλονίκη αυτό που η συνήθεια δεν επιτρέπει σε όλους εμάς, τους ντόπιους, να εκτιμήσουμε.
Και εκεί είναι, πιστεύω, το μυστικό. Είναι η Θεσσαλονίκη η ιδανική πόλη για να ζεις; Σίγουρα όχι. Δεν είναι η πιο καθαρή πόλη (απέχει μακράν…), δεν είναι η πιο εύκολη στην κυκλοφορία εποχούμενων, δεν είναι φιλική στους πεζούς, δεν είναι φιλική στο ποδήλατο (παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται). Έχει, εν ολίγοις, τεράστια περιθώρια βελτίωσης.
Κι όμως: αυτή η ίδια πόλη έχει υπέροχες γωνιές, έχει κουζίνα μοναδική, έχει μια παραλία που της επιτρέπει να αναπνέει, έχει μουσεία, πολιτισμό, αξιοθέατα. Έχει πολλές, εξαιρετικά όμορφες πλευρές. Μπορούμε να τις δούμε κι εμείς, οι ντόπιοι; Φυσικά – αρκεί να προσπαθήσουμε να δούμε για λίγο τη Θεσσαλονίκη με τα μάτια τού ξένου.