Υπάρχει λόγος
Γράφει ο Τάσος Ρέτζιος
Καμιά φορά οι σκέψεις πηγαίνουν πίσω, δεκαετίες 1980 και 1990, όταν –ας το συμφωνήσουμε για την οικονομία της συζήτησης– τα πράγματα άλλαζαν γρήγορα, οι κοινωνίες μεταβάλλονταν και νέα πολιτισμικά και κοινωνιολογικά πρότυπα ξεπρόβαλλαν. Συμπεριφορές, δεδομένα, καταστάσεις αλλάζανε, λέγαμε, γρήγορα και με ορμή.
Μονάχα που το βλέμμα μας σήμερα κοιτάζει αυτήν την «ορμή» μέσω της διαμεσολάβησης των οθονών και του διαδικτύου. Πράγμα που σημαίνει ότι την ανέχεται μόνον ως μια ρετρό ανάμνηση, κάτι για το οποίο ίσως δεν αξίζει να αφιερώσει κάποιος και πολλές αναλύσεις – άλλωστε, τι έχει μείνει από τότε ή, καλύτερα, τι έχει διαμορφώσει σήμερα το τότε; Ακόμη και τα τότε τάματα στην ευδαιμονία, που ίσως να έχουν εκκολάψει τον κυνισμό τού σήμερα, δεν φαίνονται ικανά να εισχωρήσουν στις κοινωνιολογικές μας αναλύσεις. Σύμφωνοι: ελάχιστα πράγματα δεν έχουν σύνδεση με το παρελθόν τους, αλλά εδώ, σήμερα, μοιάζει να βρισκόμαστε σε μια ξένη συνθήκη, σε μια πρωτόγνωρη συμφωνία, στην οποία, εκόντες άκοντες, έχουμε όλοι συμπεριληφθεί.
Ο ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΧΩΡΑΕΙ (ΔΕΝ ΧΩΡΑΕΙ ΗΔΗ) ΠΟΛΛΟΥΣ – ΗΔΗ, ΜΙΑ ΕΛΙΤ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ, ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ, ΤΗΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΗΜΗΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΝΕΙ ΔΟΥΛΙΤΣΑ ΚΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ. ΜΕ ΕΝΑΝ ΛΟΓΟ, ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΠΙΑ ΝΑ ΤΑ ΑΛΛΑΖΕΙΣ ΟΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΝΟΥΝ ΙΔΙΑ, ΟΠΩΣ ΜΑΘΑΜΕ ΣΤΟΝ ΓΑΤΟΠΑΡΔΟ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΛΑ ΑΦ’ ΕΑΥΤΩΝ. ΤΕΛΕΙΑ.
Η εύκολη ανάλυση θα εστιάσει στην κοινωνία της γρήγορης πληροφορίας, στο ανεξέλεγκτο των social media, στην τοξικότητα που κάθε πληκτρολόγιο εγγενώς μεταφέρει. Ακόμη κι έτσι, αυτά είναι χθεσινά νέα και μάλλον θα πρέπει να συνηθίσουμε ότι μ’ αυτήν ακριβώς την ταχύτητα (και προσεχώς με ακόμη μεγαλύτερη) θα ζούμε, θα λειτουργούμε και θα πρέπει και να σκεφτόμαστε. Πλάι στην τοξική χρήση, η βιοηθική, η τεχνητή νοημοσύνη, οι μηχανές φέρνουν και άλλα δεδομένα και, κυρίως, άλλους ανθρώπους. Όλο και πιο συχνά, όλο και περισσότεροι θα μένουν πίσω από αυτές τις ταχύτητες, δεν θα μπορούν να παρακολουθούν τις αλλαγές (που, όμως, θα είναι κάτι σαν προϋπόθεση επιβίωσης στο μέλλον) και, φυσικά, θα αντιδρούν με στασιμότητα, με περιχαράκωση, με εχθροπάθεια, φθόνο, μίσος και βία. Δυστυχώς για τους ίδιους, όμως, αυτά δεν θα γεννήσουν κάποια επανάσταση ή νέα δεδομένα: απλώς, θα φέρουν ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο και περιθωριοποίηση.
Ο νέος κόσμος δεν θα χωράει (δεν χωράει ήδη) πολλούς – ήδη, μια ελίτ της πληροφορίας, των αλλαγών, της προσαρμοστικότητας και της περίφημης ανθεκτικότητας κάνει δουλίτσα και παιχνίδι. Με έναν λόγο, δεν πρέπει πια να τα αλλάζεις όλα για να μένουν ίδια, όπως μάθαμε στον Γατόπαρδο, αλλά να αλλάζουν όλα αφ’ εαυτών. Τελεία.
Με αυτά ως δεδομένα, πώς άραγε να φανταστούμε τον μικρόκοσμό μας για το άμεσο μέλλον; Σε ποιες υποσχέσεις πρέπει να δώσουμε βάση και τι προσδοκίες να αναδείξουμε; Μήπως αυτή η συνεχής αλλαγή, πέρα από την… ακριβή προσαρμοστικότητα, φέρνει κι έναν ξεδιάντροπο ωφελιμισμό, έναν ατομικισμό χωρίς όρια; Κι αν οι πρόσφατες κοινωνικοποιήσεις με πετσέτες, χώρους και δικαιώματα κερδίζουν μάχες, τι στ’ αλήθεια μπορεί να συμπληρώσει κανείς στο «για να…»; Το ήδη τραγικό, πάντως, είναι ότι τη φράση «μισό λεπτό, να το σκεφτούμε» δεν μπορούμε πια να τη χρησιμοποιήσουμε: μας λείπουν και ο χρόνος και η σκέψη…