Υπάρχει λόγος

Γράφει ο Τάσος Ρέτζιος.
ΓΙΑ ΠΟΤΕ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ ΜΕ ΣΚΑΦΟΣ ΕΜΕΙΣ, ΠΟΥ ΖΑΛΙΖΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΡΝΟΥΣΑΜΕ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΜΕ. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΛΑΒΑΜΕ ΗΤΑΝ ΟΤΙ ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΟΝΤΙΑ ΔΕΝ ΠΑΝΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΞΕΣΤΟΥΣ, ΟΛΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ – ΕΝΔΙΑΜΕΣΩΣ, ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ, ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΚΑΙ ΦΙΛΟΤΙΜΟ.
Τέτοιες εποχές είχαμε ήδη ξεχυθεί στα beach bars, είχαμε φτάσει εγκαίρως με τα SUV και τις ανανεωμένες ζάντες, τσίτα τα αυτοσχέδια ρεμίξ, η σαμπανιέρα είχε ήδη κάνει κράτηση στην ξαπλώστρα, το διακριτικό «D&G» στην επιμελώς ατημέλητα αφημένη πετσέτα και οι πιθανότητες ο διπλανός ξένος να θεωρήσει ότι το μοχίτο είναι το εθνικό μας ποτό, πολλές. Το κέφι πάνω στην υπαίθρια μπάρα προαιρετικό, αλλά η πόζα απαραίτητη. Υποσχόμενα βλέμματα και ζαρώματα (όσο αντέξουν μέχρι να ανοίξει το στόμα), κέφι, κέφι, κέφι, φίλοι μου αγαπημένοι. Εντάξει… Ήταν και οι οικογένειες, παιδιά ολόγυρα σε τρέντι εστιατόρια, όπου δέσποζε η κυριαρχία τού φιλεταρισμένου σολομού με ιρλανδική σος, εκεί όπου το σουβλάκι βαφτίζεται «μπουκίτσες χοιρινού». Πάντοτε με υποκοριστικά πορευόμασταν: «Θα μου φέρετε ένα ακόμη ποτάκι;», «Έχουμε κλείσει τραπεζάκι», «Σε τι τιμούλα το έχετε;» (όχι, αυτό δεν το ρωτούσαμε, εξάλλου κάθε πράγμα είχε την τιμή του).
Για πότε βρεθήκαμε με σκάφος εμείς, που ζαλιζόμαστε με τα κύματα και περνούσαμε τα καλοκαίρια στο χωριό, δεν το καταλάβαμε. Αυτό που καταλάβαμε ήταν ότι πλούτος και αρχοντιά δεν πάνε με τους άξεστους, όλο και κάποιο μεγάλο καλοκαιρινό γεγονός θα μας περιμένει – ενδιαμέσως, μπουζούκι, λουλούδι και φιλότιμο. Αλήθεια: παλιά ακουμπούσαν το σώμα τους στην άμμο, ευτυχώς τώρα ούτε το στρώμα τής ξαπλώστρας δεν πατάνε… «Μη φάμε βαριά το μεσημέρι, καμιά παπαρδέλα με φούνγκι και σαλάτα θαλασσινών». «Να φορέσεις την άσπρη μπλου μαρίν που σου πήρα το βράδυ, θα βγάλει ψυχρούλα». «Πάμε κάπου ρομαντικά; Έχει ένα ωραίο παραθαλάσσιο μπαρ στην άκρη τού κόλπου, ελπίζω να βρούμε να δέσουμε». «Πάει και το καλοκαίρι, τελείωσε… Πού έγραψες φέτος το παιδί; Ναι, καλά είναι εκεί – μπαλέτο, φωνητική και σαξόφωνο απαραιτήτως. Αλλού είναι τα προβλήματα: πώς να χωρέσω τον καταρράκτη τού φενγκ σούι στην πλευρά τού σαλονιού; Θα κρύψω τον Τσαρούχη. Ίσως να βγαίνει και σε μικρότερο, ποιος ξέρει…». «Σπα, νύχια και beauté να θυμηθώ – σε τι αποχρώσεις βγαίνει το κραγιόν, είπαμε;».
«Τελικά, όλα αυτά μου θυμίζουν εκείνη την τρομερή βραδιά, που είδα το Όσκαρ ντε λα Ρέντα μου φορεμένο από άλλη – καλύτερα τώρα, με την κρίση. Να σοβαρευτούμε, να μην έχουμε αγωνίες και άγχη, καλύτερα…».










