Ιστορίες μικρών κόσμων
Γράφει η Εύη Καρκίτη
ΑΝΗΚΟΝΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΥΧΕΡΟΥΣ ΠΟΥ ΕΦΤΑΣΑΝ ΣΤΟΝ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΣΘΕΝΗΣΟΥΝ, ΜΕΤΑΦΕΡΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΥ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΖΩΝΤΑΣ ΣΕ ΠΡΟΑΣΤΙΟ, ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΑ ΟΤΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2020 ΕΧΩ ΒΡΕΘΕΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΣΟ ΛΙΓΕΣ ΦΟΡΕΣ, ΠΟΥ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΙΣ ΜΕΤΡΗΣΩ ΣΤΑ ΔΑΚΤΥΛΑ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΖΟΥΣΑΝ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΜΑΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ Η ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΤΟΥΣ ΞΑΝΑΣΥΝΑΝΤΗΣΩ. ΙΣΩΣ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΥΤΟ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΝ ΜΕ ΕΥΚΟΛΙΑ. ΑΛΛΟΙ ΠΑΛΙ ΟΧΙ, ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΑΝ ΝΙΩΘΟΥΝ ΑΒΟΛΑ ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΤΟΥΝ. ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ, ΤΟ ΣΚΛΗΡΟ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΚΛΗΡΟ. ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ.
Σε ένα από τα εξώφυλλα του «New Yorker», το θρυλικό περιοδικό (είναι γνωστό ότι κατάφερε να αποτυπώσει το βίωμα της πανδημίας με εντυπωσιακή ακρίβεια και αμεσότητα) επιχειρεί να χαρτογραφήσει την επόμενη, δύσκολη μέρα, δηλαδή τη στιγμή που οι πόρτες ανοίγουν και κάποιος πρέπει να επιστρέψει στη ζωή. Ακόμη κι αν η ημέρα τής οριστικής νίκης τής πανδημίας δεν έχει ακόμη φτάσει, ακόμη κι αν παραμένει αινιγματική και μετέωρη ανάμεσα σε τραύματα και προσδοκίες, το «New Yorker» παραδέχεται ότι το πρώτο βήμα είναι δειλό και φοβισμένο, επειδή, ναι: αυτό που μας συνέβη ήταν τελικά πολύ σοβαρό.
Στο εξώφυλλο της 24ης Μαΐου, ο Γκιουρμπούζ Ντογκάν Εκσίογλου αναπαριστά μιαν οικογένεια, τα μέλη τής οποίας μοιάζουν με σκιές μικροσκοπικές, να έχουν μόλις ανοίξει μια πόρτα μαύρη και θεόρατη, για να δουν από πίσω μια πελώρια, απέραντη πόλη: τη δική τους πόλη. Ακόμη κι εμείς, που έχουμε συνηθίσει σε πολύ μικρότερα μεγέθη από τη Νέα Υόρκη ή την Κωνσταντινούπολη, στην οποία μένει ο καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε το εξώφυλλο, ακόμη κι αν γνωρίζουμε τη Θεσσαλονίκη σχεδόν στην παραμικρή γωνιά της, ίσως τα πρώτα βήματα σ’ αυτήν να έχουν μιαν αβεβαιότητα και η πόλη κάτι το ανοίκειο – φορέας και η ίδια φόβου και προσδοκίας, ένα πεδίο στο οποίο το βίωμα του εγκλεισμού, της ασθένειας, της καραντίνας ξεχύνεται με όλες τις συνδηλώσεις και τις αντιθέσεις στους δρόμους, στα σημεία, στις πλατείες, στα στέκια, σε κάθε τι το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ο τόπος στον οποίο ζούμε τις ζωές μας.
Ανήκοντας στους τυχερούς που έφτασαν στον εμβολιασμό χωρίς να ασθενήσουν, μεταφέροντας το μεγαλύτερο μέρος τής επαγγελματικής μου δραστηριότητας στο διαδίκτυο και ζώντας σε προάστιο, διαπίστωσα ότι από τον Μάρτιο του 2020 έχω βρεθεί στο κέντρο τής Θεσσαλονίκης τόσο λίγες φορές, που μπορώ να τις μετρήσω στα δάκτυλα. Από την άλλη, η πόλη και οι άνθρωποί της ζούσαν μέσα μου και τώρα μάλλον είναι η στιγμή να τους ξανασυναντήσω. Ίσως κάποιοι αυτό να μπορούν να το κάνουν με ευκολία. Άλλοι πάλι όχι, ακόμη κι αν νιώθουν άβολα να το παραδεχτούν. Έτσι κι αλλιώς, το σκληρό βίωμα της πανδημίας δεν ήταν για όλους το ίδιο σκληρό. Γι’ αυτό και δεν είναι εύκολος για τους πάντες ο δρόμος τής επιστροφής. Για μερικούς είναι ζήτημα απλό, για κάποιους άλλους μια μακρά διαδικασία που περνά από πολλά στάδια, με καθένα από αυτά να έχει την αξία, τη σημασία του, ενσταλάζοντας κάτι από τα διδάγματα αυτής της περιόδου – επειδή, εκτός από σκληρή, η πανδημία ήταν και βαθιά διδακτική και αποκαλυπτική.
Η επιστροφή έτσι κι αλλιώς δεν είναι αγώνας δρόμου. Όποιος θέλει τον χρόνο του, ας έχει την κατανόησή μας. Δεν μας χρειάζονται άλλοι πανικοί. Χορτάσαμε πλέον από τέτοιους.