Θεσσαλονικίτιδα
Γράφει η Ναυσικά Γκράτζιου
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ ΗΣΥΧΟΣ, ΑΡΓΟΣ, ΦΙΛΟΞΕΝΟΣ. ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΕΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ ΓΙΑ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥΣ ‘Η ΠΟΛΥ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΥΣ, ΠΟΥ ΑΠΟΖΗΤΟΥΝ ΗΣΥΧΙΑ ΚΑΙ ΓΑΛΗΝΗ. ΕΙΔΙΚΑ ΤΟΝ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΑ ΟΤΙ Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ ΑΝΗΚΕΙ: ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΗΤΑΝ ΚΛΕΙΣΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΞΑΠΑΝΤΕΣ ΦΕΥΓΑΤΟΙ. ΗΤΑΝ ΛΙΓΟ ΑΓΡΙΕΥΤΙΚΑ, ΒΕΒΑΙΑ, ΜΕ ΟΛΗΝ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ, ΑΛΛΑ ΕΚΕΙ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΥΚΟ ΠΥΡΓΟ, ΒΡΗΚΑ ΤΗΝ ΠΙΟ ΚΕΦΑΤΗ ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΣΤΡΩΣΕΙ ΚΑΡΟ ΒΕΛΕΝΤΖΕΣ ΣΤΑ ΧΟΡΤΑΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΑΡΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΚΙΘΑΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑΠΕΡ ΜΕ ΚΕΦΤΕΔΑΚΙΑ. ΚΟΛΛΗΣΑ ΚΙ ΕΓΩ ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ.
Υπήρξε ένα καλοκαίρι, που το πέρασα ολόκληρο στη Θεσσαλονίκη, λόγω διαφόρων περίεργων συγκυριών.Αρχικά το θεώρησα κάτι σαν συμφορά, αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν ένα από τα πιο απολαυστικά και ουσιαστικά καλοκαίρια τής ζωής μου.
Οι συνθήκες δεν ήταν εύκολες, αφού τα σχέδια των διακοπών είχαν ανατραπεί λόγω επείγοντος θέματος υγείας, που απαιτούσε μια μικροεπέμβαση. «Καπάκι» έσκασε και μια ακριβή βλάβη στο αυτοκίνητό μου, οπότε η φυσική και η οικονομική μου κατάσταση αποφάσισαν για εμένα να ξεμείνω αυγουστιάτικα στο σπίτι μου. Έτσι, αφού πρώτα βεβαιώθηκα ότι τα κλιματιστικά τού σπιτιού λειτουργούσαν σωστά και η συνδρομή στο Netflix ήταν πληρωμένη, άρχισα την αστική οργάνωση: έψαξα να βρω ποιες θεσσαλονικιώτικες πισίνες διαθέτουν ώρες για το κοινό και κατέληξα στην πισίνα κεντρικού ξενοδοχείου, που προσέφερε μηνιαία συνδρομή σε συμπαθητικές τιμές και πρόσβαση όλες τις ώρες. Έτσι, έκανα τα μπανάκια μου υπέροχα – και όπως πήγαινα νωρίς το πρωί, δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Κατά τις 10 έπαιρνα και το καφεδάκι μου, το οποίο έπινα με τη Θεσσαλονίκη «πιάτο», απολαμβάνοντας ησυχία, δροσιά και πολυτέλεια.
Κάπως έτσι ανακάλυψα τη χαρά τού να κάνω τουρισμό στην ίδια μου την πόλη. Σε αυτό, φυσικά, συνέτεινε πολύ το γεγονός ότι βρισκόμουν σε άδεια, οπότε δεν είχα επαγγελματικές υποχρεώσεις ή πιεστικά ραντεβού και προθεσμίες για να με αγχώνουν. Ορίζοντας τον χρόνο μου αποκλειστικά σύμφωνα με τις επιθυμίες μου και τις εμπνεύσεις τής στιγμής, βρήκα έναν σωρό ωραία πράγματα να κάνω, από αυτά που δεν σκέφθηκα (ή δεν προλάβαινα) να κάνω κι ας ήταν πάντοτε δίπλα μου.
Κατ’ αρχήν, επισκέφθηκα όλα τα μουσεία. Και, όταν λέω «όλα», το εννοώ. Μιλάμε για πάνω από είκοσι – αν βάλουμε και τα μικρά, πάνω από τριάντα. Άρα, είχα «δουλειά» κάθε μέρα. Επίσης, κάθισα σε όλα τα καφέ και τα μπαράκια που είχα βάλει στο μάτι, τα οποία, στη διάρκεια της εργάσιμης χρονιάς, ουδέποτε προλάβαινα να επισκεφθώ. Ομοίως και σε όλα τα εστιατόρια που μου είχαν συστήσει, απολαμβάνοντας γεύσεις, περιβάλλοντα και εξυπηρετήσεις. Από τα καλύτερα που ουδέποτε είχα κάνει (αλλά εκείνον τον Αύγουστο το έκανα ξανά και ξανά) ήταν να πάρω το καραβάκι από το λιμάνι τής Θεσσαλονίκης για την Περαία και το Μπαξέ Τσιφλίκι – μια εμπειρία ξεχωριστή. Χάρηκα τη θάλασσα και το ψιλό μαριδάκι τού Θερμαϊκού στις παραθαλάσσιες ταβερνίτσες, εκεί όπου η καρέκλα στην οποία κάθεσαι «φλερτάρει» με το κυματάκι (πόσο μοναδική αίσθηση είναι να πηγαινοέρχεσαι στη Θεσσαλονίκη διά θαλάσσης, με το αεράκι να σου χαϊδεύει το πρόσωπο, αποφεύγοντας τα μποτιλιαρίσματα, την κάψα, τα νεύρα και τη μάταια αναζήτηση για παρκάρισμα. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι τον Αύγουστο στη Θεσσαλονίκη βρίσκεις παρκάρισμα όπου θέλεις, αφού η συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών μας την εποχή αυτή ψάχνει για παρκάρισμα αλλού, όπως στην Καλλιθέα, στην Καψόχωρα, στον Νέο Μάρμαρα και σε άλλες χαλκιδικιώτικες πολίχνες).
Ο Αύγουστος στην πόλη είναι ήσυχος, αργός, φιλόξενος. Ένα ονειρεμένο μέρος για μοναχικούς ή πολύ κουρασμένους, που αποζητούν ησυχία και γαλήνη. Ειδικά τον Δεκαπενταύγουστο αισθάνθηκα ότι η πόλη μού ανήκει: τα πάντα ήταν κλειστά και απαξάπαντες φευγάτοι. Ήταν λίγο αγριευτικά, βέβαια, με όλην αυτήν την ερημιά, αλλά εκεί, κάτω από τον Λευκό Πύργο, βρήκα την πιο κεφάτη παρέα τού κόσμου, που είχε στρώσει καρό βελέντζες στα χορτάρια τού Βασιλικού Θεάτρου, αράζοντας με κιθάρες και τάπερ με κεφτεδάκια. Κόλλησα κι εγώ στην παρέα τους και πέρασα τον καλύτερο Δεκαπενταύγουστο της ζωής μου. Και, όταν οι ηλιοκαμένοι από τον ήλιο τού Αιγαίου φίλοι μου με ρωτούσαν πώς πέρασα το καλοκαίρι μου και πού πήγα, απαντούσα με ειλικρίνεια: «Πήγα στη Θεσσαλονίκη, την ωραιότερη πόλη τού κόσμου». Όταν θέλει…