Ιστορίες μικρών κόσμων
Γράφει η Εύη Καρκίτη
«ΟΛΑ ΛΥΝΟΝΤΑΙ ΒΑΔΙΖΟΝΤΑΣ» ΜΑΣ ΔΙΑΜΗΝΥΕΙ Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΒΕΡΝΕΡ ΧΕΡΤΖΟΓΚ, ΒΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ, ΑΛΛΟΚΟΤΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΣΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ. ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΛΥΝΟΝΤΑΙ ΟΛΑ ΒΑΔΙΖΟΝΤΑΣ, ΑΛΛΑ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΒΑΔΙΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ – Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟ ΝΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΕΣ.
Τέλη Νοεμβρίου τού 1974, ο σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτζογκ δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο του που του είπε ότι η σπουδαία ιστορικός κινηματογράφου Λόττε Άισνερ ήταν βαριά άρρωστη και επρόκειτο να πεθάνει. Χωρίς να χάσει λεπτό και κηρύσσοντας έναν ανήκουστο πόλεμο στον Χάρο, αποφάσισε να πάει από το Μόναχο στο Παρίσι, με την ακλόνητη πίστη ότι η Λόττε θα έμενε ζωντανή, αν κάλυπτε την απόσταση αυτή με τα πόδια.
Δεν ξέρω αν κάποιος στην ιστορία των ανθρώπων έχει κάνει ένα πράγμα πιο τρελό απ’ αυτό, με έναν τόσο παράλογο στόχο. Η «Οδοιπορία στον πάγο Μόναχο-Παρίσι, 23 Νοεμβρίου-14 Δεκεμβρίου 1974» είναι το ταξιδιωτικό βιβλίο που άφησε πίσω της αυτή η περιπέτεια – κυκλοφορεί και στα Ελληνικά, από τις εκδόσεις «Alloglotta».
Ας μην περιμένει κάποιος ένα ύφος όπως εκείνο του Ζέμπαλντ, με το ζύγιασμα της μνήμης, της ιστορίας, το βάρος τής κληρονομιάς, τον στοχασμό στον πυκνό αέρα τού παλιού κόσμου. Τα περπατήματα του Χέρτζογκ έχουν κάτι το παράφορο, μεταφέρουν έναν θυμό. Περπατάει και βλέπει βιαστικά τη ζωή να κινείται, ο κόσμος, καθώς τον διασχίζει, είναι θρυμματισμένος και θλιμμένος, κοιμάται όπου βρει. Οι αρβύλες του τον χτυπούν, τα πόδια του σταδιακά παραμορφώνονται, αλλά εκείνος συνεχίζει, επειδή δεν υπάρχει ταλαιπωρία που δεν μπορεί να αντέξει, αν είναι να μείνει ζωντανή εκείνη. Ενώ τα πόδια του βγάζουν φλόγες, συνεχίζει να περπατά και να συναντά πόλεις, δρόμους, σπίτια, αποθήκες, γέφυρες, λόφους, χωράφια, λάσπη, τη μελαγχολία τού ευρωπαϊκού χειμώνα. Βλέπει τα φώτα των πόλεων να σβήνουν και να ανάβουν, συναντά έναν σωρό ανθρώπους, με τους οποίους δεν είναι πάντοτε εύκολο να συνδεθεί, βλέπει δάση και τα διασχίζει. Είναι εκείνα τα ίδια δάση, εκείνα που γέννησαν τους θρύλους, του μύθους, τους φόβους τής Ευρώπης, εκείνα που έγιναν κομμάτι τής ταυτότητάς της.
Φτάνοντας στο Παρίσι, θα βρει τη Λόττε Άισνερ ζωντανή, θα καθίσει δίπλα της στο κρεβάτι τού νοσοκομείου και απλώς θα απλώσει τα πόδια του. «Ευχαριστώ» θα της πει. Για εκείνον, όλο αυτό ήταν «το ένα εκατομμύριο βήματα εξέγερσης ενάντια στον θάνατο της Άισνερ», τα οποία πραγμάτωσαν κάτι από το καλλιτεχνικό του όραμα, πιστεύοντας ότι το βάδισμα μπορεί να μας διδάξει ό,τι η τέχνη δεν μπορεί.
«Όλα λύνονται βαδίζοντας» μας διαμηνύει, βάζοντας και τη δική του, αλλόκοτη σφραγίδα στη μυθολογία τής περιπλάνησης. Ίσως δεν λύνονται όλα βαδίζοντας, αλλά αξίζει να βαδίσει κάποιος – ο κόσμος έχει τον δικό του τρόπο να αποκαλύπτεται στους περιπατητές.