Mina tastes
Γράφει η Μίνα Αποστολίδη.
ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΠΤΑΧΡΟΝΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ, ΟΙ ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΙ ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΣΑΚΑΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΠΙΓΙΟΝ, ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΒΙΑΣΤΗ «ΑΣΤΙΚΗ ΕΛΕΓΚΑΝΤΣΙΑ» (ΛΟΓΩ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ, ΣΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ), ΕΚΑΝΑΝ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΘΡΥΛΙΚΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΣ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ. ΑΝΥΠΟΜΟΝΩ ΝΑ ΞΑΝΑΝΟΙΞΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΒΡΕΘΩ ΕΚΕΙ.
Είχε μουσική; Δεν θυμάμαι… Θυμάμαι όμως την καλή ενέργεια με το που περνούσες το κατώφλι του. Τους σερβιτόρους με την άσπρη στολή, το γιλέκο, το σακάκι και το μαύρο παπιγιόν που με ευγένεια κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα τραπέζια (τα ντυμένα με άσπρα, λινά, κολλαριστά τραπεζομάντηλα) με τους δίσκους τους, σαν ακροβάτες, να σερβίρουν τα φαγητά και να σκύβουν με ενδιαφέρον από πάνω σου, για να ρωτήσουν αν όλα είναι όπως τα ήθελες. Αυτό είναι το εστιατόριο «Όλυμπος Νάουσα» στη μνήμη μου, ως παιδιού 7 χρόνων που ήμουν, όταν πήγα για πρώτη φορά. Πώς έφτασα συνειρμικά να μοιράζομαι αυτές τις μνήμες; Ίσως κάποιες πρόσφατες φωτογραφίες στο account τής «Citymag» στο Instagram (citymagthess) με τίτλο «αστική ελεγκάντσια». Ίσως ότι πέρσι τέτοια εποχή βρισκόμουν στο «Botín» τής Μαδρίτης, που είναι το παλιότερο εστιατόριο στον κόσμο (τετρακοσίων χρόνων), όπου οι ιδιοκτήτες έχουν φιλική σχέση με τους πελάτες τους (όπως ο κ.Θωμάς) και όπου οι σερβιτόροι είναι ώριμοι κύριοι με στολή και συμπεριφορά αντίστοιχη με εκείνη του κ.Πέτρου (του αρχισερβιτόρου) και των συναδέλφων του, ενώ τα φαγητά και τα γλυκά είναι το ίδιο αληθινά και νόστιμα. Ίσως και τα δύο μαζί, με μια νοσταλγία γι’ αυτήν την πηγαία φινέτσα και ποιότητα, που σήμερα σπανίζει.
Τα πιάτα τού «Όλυμπος Νάουσα», του εστιατορίου που άφησε εποχή στην πόλη μας και που σε περίπου έναν χρόνο θα ξανανοίξει, ήταν επηρεασμένα από την πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης. Ανατολίτικα, ελληνικά, ευρωπαϊκά: χουνκιάρ μπεγιεντί, κρέας κοκκινιστό με κάστανα, πολλές διαφορετικές πίτες, πουρές σπανάκι, σνίτσελ με πατάτα πουρέ, συναγρίδα με αθηναϊκή μαγιονέζα και γλυκά όπως πουτίγκα, γαλακτομπούρεκο, παγωτό με σιρόπι σοκολάτας, μον μπλαν… Θυμάμαι σαν να ήταν χθες την πρώτη φορά που πήγα: μεσημέρι, καλοκαίρι τού ‘77, μας είχε κάνει εκεί το τραπέζι η θεία μου, Ιωάννα Μανωλεδάκη, μαζί με την κόρη της, Χριστίνα, μετά από έναν πολιτιστικό περίπατο στην πόλη. Έτσι λοιπόν, μετά την πρώτη μας ξενάγηση στο αρχαιολογικό μουσείο και μία επίσκεψη στο αγαπημένο μας βιβλιοπωλείο Ρεντζή, είχαμε καταλήξει στο «Όλυμπος Νάουσα», πεινασμένες και διψασμένες.
Στα μάτια τού επτάχρονου παιδιού, οι σερβιτόροι με τα άσπρα σακάκια και το παπιγιόν, σε συνδυασμό με την αβίαστη «αστική ελεγκάντσια» (λόγω ποιότητας στη συμπεριφορά, στο φαγητό και στο περιβάλλον), έκαναν εκείνη την πρώτη μου επίσκεψη στο θρυλικό εστιατόριο της πόλης μας να μείνει στη μνήμη μου με αγάπη και χαμόγελο για την εμπειρία εκείνης της ημέρας. Ανυπομονώ να ξανανοίξει και να βρεθώ εκεί.