Ιστορίες μικρών κόσμων
Γράφει η Εύη Καρκίτη
ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΑΝ ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ, ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΠΕΡΑΣΕ, ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΣΕΙ, ΘΑ ΕΧΕΙ ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΝΑ ΕΠΙΔΕΙΞΕΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΔΟΞΑΣ. ΘΕΡΙΝΕΣ ΝΤΙΣΚΟΤΕΚ ΜΕ ΣΠΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΜΠΕΛΕΣ ΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΕΡΙΧΝΑΝ ΦΩΣ ΣΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΑ ΒΡΑΔΙΑ, ΚΑΜΠΙΝΓΚ ΜΕ ΑΔΕΙΟΥΣ, ΠΛΕΟΝ, ΤΟΥΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΜΕΝΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΚΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΟΧΟΣΠΙΤΑ, ΑΦΗΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΕΔΩ ΚΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ ΑΠΟ ΠΡΟΧΕΙΡΕΣ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΤΑΒΕΡΝΕΣ, ΣΚΙΣΜΕΝΕΣ ΤΕΝΤΕΣ, ΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΠΡΟΣΦΕΡΑΝ ΣΚΙΑ. ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΣΠΙΤΙΑ ΑΦΗΜΕΝΑ ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, ΠΟΥ ΙΣΩΣ ΚΑΠΟΙΟΣ, ΚΑΠΟΤΕ, ΝΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕ Σ’ ΑΥΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΑ, ΑΛΛΑ ΤΕΛΙΚΑ Ο ΔΕΣΜΟΣ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΙΣΧΥΡΟΣ.
Πριν από μερικά χρόνια, είχα φτιάξει μια σειρά φωτογραφιών σε τόπους και σημεία, τα οποία έχουν μια ζωή εποχιακή και εφήμερη, που ζουν μόνο το καλοκαίρι, παρακμάζουν τον χειμώνα και έχουν αμέτρητες ιστορίες να αφηγηθούν ως τόποι παραθεριστικοί – δηλαδή, σημεία που έχουν συνδεθεί με τις ωραίες και ξένοιαστες ημέρες των ανθρώπων. Το ενδιαφέρον μου γι’ αυτά ήταν –και ως έναν βαθμό παραμένει– τόσο μεγάλο, που μερικοί φίλοι μου το έχουν στο μυαλό τους και κάνουν κι εκείνοι τις δικές τους λήψεις, στέλνοντάς μου στο Messenger τα νοσταλγικά τους ευρήματα.
Θα περίμενε κάποιος ότι τους τόπους αυτούς θα τους αγαπούσαν πιο πολύ και πιο βαθιά εκείνοι που περιστασιακά τους κατοίκησαν, ότι με κάποιον τρόπο θα τους φρόντιζαν, ίσως και θα τους διατηρούσαν ζωντανούς.
Εντελώς παράλογη σκέψη, θα μου πείτε – και θα έχετε δίκιο, καθώς ακόμη και οι παραθεριστικοί τόποι, όση ξενοιασιά κι αν πρόσφεραν τουλάχιστον σε κάποιους, κάνουν τους κύκλους τους, η μόδα τους περνά, τους σαρώνει ο χρόνος, αφήνουν ίσως κάποιες αναμνήσεις και τελικά παρακμάζουν, όπως κάθε τι, για να αναδειχτεί στη θέση τους κάτι πιο φρέσκο, μοντέρνο, περιπετειώδες και ελκυστικό.
Ολόκληρη η ελληνική επικράτεια είναι σπαρμένη με ερείπια οριστικά χαμένων καλοκαιριών, αντιμνημεία καλοπέρασης και ευτυχίας ίσως, με όποιον τρόπο κι αν την ορίζει κάποιος αυτήν.
Ακόμη κι αν ένας παραθεριστικός τόπος, του οποίου ο καιρός πέρασε, κατάφερε με κάποιον τρόπο να επιβιώσει, θα έχει κι αυτός να επιδείξει τα ίχνη μιας εποχής δόξας. Θερινές ντισκοτέκ με σπασμένες ταμπέλες που κάποτε έριχναν φως στα καλοκαιρινά βράδια, κάμπινγκ με άδειους, πλέον, τους οριοθετημένους χώρους για τις σκηνές και τα τροχόσπιτα, αφημένες από εδώ κι από εκεί πλαστικές καρέκλες από πρόχειρες παραθαλάσσιες ταβέρνες, σκισμένες τέντες, που κάποτε πρόσφεραν σκιά. Ακόμη και σπίτια αφημένα στο έλεος του χρόνου, που ίσως κάποιος, κάποτε, να επένδυσε σ’ αυτά οικονομικά και συναισθηματικά, αλλά τελικά ο δεσμός τους δεν ήταν και τόσο ισχυρός.
Όπως κάθε ερείπιο, έτσι κι αυτά μας λένε μιαν ιστορία. Δεν είναι απαραίτητα μελαγχολική ή δύσκολη – ίσα ίσα που οι παραθερισμοί σχετίζονται με μια κάποια σχετική ευημερία, με το ιδεώδες ενός χρόνου ελεύθερου και, ακόμη περισσότερο, με την ίδια την ελευθερία. Αφηγούνται την ιστορία οικογενειακών διακοπών, νωχελικών απογευμάτων με παγωτό σε μπαλκόνι, παιδιών να τρέχουν με ποδήλατα σε χωματόδρομο, χορών με τις επιτυχίες τής εποχής σε ανοιχτά νάιτ κλαμπ, ιστορίες πρώτων ερώτων και ερωτικών εμπειριών, την ιστορία για κάποιες φιλίες που άντεξαν –ή όχι– μέσα στον χρόνο.
Είναι τα ίχνη των ανθρώπων που τα κατοίκησαν, μια εκδοχή καλής ζωής που δεν πέρασε σε κάποιο βιβλίο ιστορίας, αλλά που έχει κι αυτή τη θέση της στον τρόπο με τον οποίο καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας, τον κόσμο μέσα στον οποίο βρεθήκαμε. Είναι μια σύνδεση με όλα εκείνα που σάρωσε ο χρόνος και, στην πιο αισιόδοξη εκδοχή τους, με τις νέες ελπίδες που φύτεψε στη θέση τους.