The guest editor
Γράφει η Αθηνά Περιστεροπούλου*
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗ ΜΟΥ ΕΜΕΙΝΕ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΗΜΕΝΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ, Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗΣ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ, ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΟΤΑΝ Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΗ. ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΚΑΙ Η Β.Λ. ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΠΤΕΡΥΓΑΣ. ΝΟΝΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΑΞΙΑΚΗ ΜΟΥ ΠΥΞΙΔΑ. Η ΦΙΛΙΑ ΜΑΣ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΛΕΣ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝΤΑΙ ΑΚΟΜΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΕΠΙΒΙΩΣΕΙ, ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΒΑΣΙΣΤΕΙ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΙ Η ΣΚΗΝΗ ΜΙΑΣ ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗΣ. ΟΠΟΙΑ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ.
Την πρώτη φορά
που οι γονείς μου με έστειλαν κατασκήνωση ήμουν μόλις πέντε ετών. Ο προορισμός ήταν το Μεταξοχώρι Λάρισας, η διάρκεια τρεις ημέρες και ο φορέας υλοποίησης το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών. Στόχος της διοργανώτριας αρχής ήταν να καθοδηγήσει τις κατασκηνώτριες, μέσα από φαράγγια και δύσβατα μονοπάτια, σε ένα ξέφωτο, ώστε να μάθουν να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις προκλήσεις της ζωής. Στόχος των γονιών μου ήταν η εξασφάλιση λίγων ημερών χωρίς τη γκρίνια και τη ζήλια που είχε επιφέρει η έλευση νέου απογόνου.
Το μόνο που θυμάμαι
ξεκάθαρα από εκείνη την κατασκήνωση –πέρα από τη βαθιά απορία «Μα, γιατί δεν με θέλουν οι γονείς;» και «Τι ήρθε τώρα αυτός ο αδερφός;»– είναι η πτώση ενός κοριτσιού σε ένα από τα φαράγγια. Ευτυχώς, προσγειώθηκε σε δέντρο και τη γλύτωσε με λίγες μόνο γρατζουνιές. Το συμβάν, ωστόσο, διατάραξε εντελώς το πρόγραμμα των ομάδων και άλλαξε τις ισορροπίες και τις προτεραιότητες. Ουδείς ασχολήθηκε με τα σοκαρισμένα νήπια και την υπαρξιακή τους κρίση, επειδή όλοι φρόντιζαν την πληγωμένη οδηγό. Δεν πιστεύω ότι αυτή η εμπειρία ήταν καθοριστική για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής της ή των υπολοίπων από εκεί και έπειτα…
Μετά από εκείνο
το καλοκαίρι και για τα περίπου 7 επόμενα χρόνια, οι γονείς προτίμησαν άλλη κατασκήνωση. Ο προορισμός ήταν το Στόμιο Λάρισας, η διάρκεια τρεις εβδομάδες και ο φορέας υλοποίησης η Χριστιανική Εστία. Στόχος της διοργανώτριας αρχής ήταν να εμφυσήσει στις κατασκηνώτριες τις αρχές του Χριστιανισμού, πασπαλισμένες με μια αίσθηση αντιχριστιανικής πειθαρχίας. Στόχος των γονιών μου ήταν η εξασφάλιση λίγων ημερών χωρίς τη γκρίνια και την απαιτητική συμπεριφορά που είχε επιφέρει η πρόωρη ανάπτυξη (κάπου στο ενδιάμεσο, ήρθε και άλλος απόγονος).
Από εκείνα τα καλοκαίρια
θυμάμαι πολλά. Όπως την υποχρεωτική νηστεία κάθε Τετάρτη και Παρασκευή – αν, δε, η κατασκηνωτική περίοδος συνέπιπτε με μία εκ των δύο νηστειών του θέρους, η αυστηρότητα της νηστείας αποτελούσε άνετα αιτία κλήσης της… Κοινωνικής Πρόνοιας. Η ηλιαχτίδα μέσα σ’ αυτήν τη σκοτεινιά ήταν η νηστίσιμη Μερέντα, λαχταριστή και εθιστική. Δεν είχε σημασία αν την τρώγαμε λαίμαργα με το κουτάλι, μέχρι τελικής πτώσης. Το σημαντικό ήταν να μην είναι αρτύσιμη. Δεν πιστεύω ότι, μεγαλώνοντας, η παρερμηνεία αυτή έκανε καλό στην αντίληψη του απαγορευμένου, ουδείς ωστόσο παρέκκλινε από τους κανόνες, για κανένα κόστος (με εξαίρεση τη φίλη Α.Ν., η οποία έβρισκε ευκαιρία στις εξόδους για θαλάσσιο μπάνιο να αγοράζει χαρτομάντηλα, που «μεταμορφώνονταν» σε γαριδάκια με τυρί).
Το φαγητό –νηστίσιμο και μη–
ήταν πάντοτε νόστιμο. Ο λόγος ήταν οι μαμάδες, οι θείες, οι γιαγιάδες και οι άλλες κυρίες που προσέφεραν εθελοντικά τις μαγειρικές τους υπηρεσίες στην κουζίνα. Μπαινοβγαίναμε συχνά στο μαγειρείο, για να μυρίσουμε τα καζάνια και να τσιμπολογήσουμε στα κρυφά – αλλά, κυρίως, για να δούμε πώς συνεννοούνται μεταξύ τους: ποια ήταν η αρχηγός, ποια έφερνε αντιρρήσεις, ποια επικρατούσε. Τίποτα από αυτά δεν καταφέρναμε να διακρίνουμε. Θυμάμαι μια διάχυτη χαρά, πειράγματα, πνεύμα συνεργασίας και κέφι. Εθελοντισμός στο μεγαλείο του. Δεν πιστεύω ότι η κουζίνα αποτελούσε συνειδητά μέσο διδαχής της προσφοράς στο εγχειρίδιο σπουδών της κατασκήνωσης, πετύχαινε ωστόσο σκοπούς πέρα από τους προφανείς. Όπως και οι περισσότερες κουζίνες, άλλωστε.
Οι σκηνές
ήταν επτά. Δύο στη δεξιά πλευρά (για τις μεγαλύτερες κοπέλες) και άλλες πέντε αριστερά. Στη μέση υπήρχε ένας δρόμος που οδηγούσε στο εκκλησάκι όπου πηγαίναμε κάθε πρωί για πρωινή προσευχή, κάθε απόγευμα στον εσπερινό και κάθε Κυριακή στη θεία λειτουργία. Τις δύο πτέρυγες τις χώριζαν περισσότερα από έναν δρόμο. Στην αριστερή πλευρά, τα κορίτσια ανακάλυπταν ακόμη τον εαυτό τους. Στη δεξιά, τα κορίτσια ασχολούνταν περισσότερο με θέματα της εφηβείας και αναζητήσεις κάθε είδους. Αρχηγός της κατασκήνωσης ήταν η Β.Κ. (η δική μας Miss Trunchbull) και επιβλέπουσα αρχή ο Κ.Α. (ο δικός μας Dumbledor). Και οι δύο ανύμφευτοι και αφοσιωμένοι στον Θεό. Η δεξιά, λοιπόν, πλευρά, στην οποία ανήκα εγώ, ήταν πεπεισμένη ότι υπήρχε μεταξύ τους υποβόσκουσα φλόγα και έφτιαχνε ιστορίες για να απασχολείται. Η αριστερή, στην οποία ανήκε η φίλη Β.Λ., είχε άλλες ανησυχίες. Ενδιαφερόταν περισσότερο για τους κανόνες υγιεινής στην τραπεζαρία και τη διατήρηση της τάξης και του δικαίου στην ομάδα και λιγότερο για τα ρομαντικά σενάρια. Δεν πιστεύω ότι υπήρχε αγεφύρωτη απόκλιση μεταξύ τους… Με έναν τρόπο μαγικό, κάθε απόγευμα οι δύο πλευρές κατέληγαν να παίζουν μπάσκετ με τις (υποχρεωτικές) μακριές φούστες και τα (προαιρετικά) σαμπό στο (υποτυπώδες) γήπεδο. Συμπερίληψη στο μεγαλείο της.
Πέρα
από το πολύ πρωινό ξύπνημα (το οποίο είναι βάσανο για κάθε κατασκηνωτή που σέβεται τον εαυτό του και ξενυχτάει με φακό, λέγοντας τρομακτικές ιστορίες), το μόνο που με ενοχλούσε αφόρητα στη χριστιανική κατασκήνωση ήταν η υποχρεωτική εξομολόγηση πριν από κάθε θεία κοινωνία. Τις πρώτες φορές μάς έδιναν ένα χαρτί με όλες τις πιθανές αμαρτίες, προς διευκόλυνσή μας. Στη θέση νούμερο 1 ήταν η ασέβεια προς τον Θεό, στο νούμερο 2 η ασέβεια προς τους γονείς, στο νούμερο 3 η ανυπακοή. Όσο προχωρούσαν τα νούμερα τόσο μειωνόταν η σοβαρότητα της αμαρτίας. Στην αρχή αντιμετώπιζα τη διαδικασία με φόβο και δέος. Όσο μεγάλωνα, όμως, διέκρινα ατέλειες στο σύστημα. Την έβδομη και τελευταία χρονιά, στην τελευταία εξομολόγηση, παρουσίασα τις αμαρτίες μου ως νούμερα. Ο πατήρ με επίπληξε για τη βλασφημία μου, εγώ τον ευχαρίστησα για τις υπηρεσίες του και πήγαμε και οι δυο παρακάτω. Εκείνος στην επόμενη αμαρτωλή κι εγώ στον δρόμο της μη εξομολόγησης.
Δεν πιστεύω
ότι η κατασκήνωση μου εμφύσησε τις αρχές του Χριστιανισμού με τον τρόπο και την ένταση που επιδίωκε να το πετύχει. Η αμφισβήτηση δεν σταμάτησε ποτέ να είναι στοιχείο της πίστης μου. Δύο από τις κοπέλες με τις οποίες μοιραστήκαμε την ίδια νηστίσιμη Μερέντα και ανταλλάξαμε παλιομοδίτικες φούστες και πονηρά μυστικά έφυγαν από τη ζωή πολύ νωρίς, με τρόπο που δοκίμασε την πίστη πολλών – μαζί και τη δική μου.
Από την κατασκήνωση,
όμως, μου έμεινε η σημασία της πειθαρχημένης ανεξαρτησίας, η σωτήρια ψευδαίσθηση της συγχώρεσης και η πίστη στην ομάδα, ακόμη κι όταν η μοναξιά φαίνεται πιο εύκολη. Και μου έμεινε και η Β.Λ. της αριστερής πτέρυγας. Νονά του πρώτου μου παιδιού και αξιακή μου πυξίδα. Η φιλία μας, όπως και όλες οι σχέσεις που διατηρούνται ακόμη στη ζωή μου, δεν θα είχε επιβιώσει, αν δεν είχε βασιστεί στις αρχές που υποσυνείδητα διαμορφώνει η σκηνή μιας κατασκήνωσης. Όποια κι αν είναι αυτή. Και αυτό το πιστεύω.