Ιστορίες μικρών κόσμων
Γράφει η Εύη Καρκίτη
Η ΜΑΖΙΚΗ ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΛΙΜΑΤΙΣΤΙΚΑ, ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΕΥΚΟΛΙΑΣ, ΙΣΩΣ ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΛΛΗ, ΜΥΣΤΙΚΗ ΑΙΤΙΑ. ΜΑΣ ΕΚΑΝΕ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΣΤΕ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΙ. ΕΣΤΕΛΝΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΠΩΣ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΠΟΥ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΛΥΣΗ (ΟΠΩΣ ΤΟ ΝΑ ΨΑΞΕΙΣ ΕΝΑ ΔΡΟΣΕΡΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΣΤΗΝ ΑΚΡΑΙΑ ΖΕΣΤΗ) ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΠΛΕΟΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΠΛΩΣ ΝΑ ΠΑΤΗΣΕΙ ΤΟ «ON». ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΚΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ: ΝΑ ΡΥΘΜΙΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΤΗ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΘΑ ΘΕΛΑΜΕ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ. ΜΙΑ ΜΕΘΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗΣ!
Oπως
σε όλα τα σημαντικά, έτσι και για τα κλιματιστικά η λογοτεχνία προηγήθηκε της ζωής. Για πρώτη φορά διάβασα γι’ αυτά σε μυθιστόρημα φαντασίας και τρόμου – ξεχασμένος ο συγγραφέας και ο τίτλος, όχι όμως και οι περιγραφές μιας μεγαλούπολης των ΗΠΑ, την οποία πλήττει ακραία ζέστη: οι άνθρωποι πεθαίνουν, η άσφαλτος λιώνει, ερημιά παντού και ο βόμβος των κλιματιστικών, που δεν σταματά ούτε μέρα ούτε νύχτα, αποτελεί το μοναδικό τεκμήριο ότι στην πόλη υπάρχουν ακόμη ζωντανοί. Όχι, βέβαια, ότι πολυκαταλάβα τι είναι και τι σου κάνει ο κλιματισμός.
Λίγα χρόνια αργότερα θα είχα την ευκαιρία να το ανακαλύψω όπως όλοι, καθώς ο κλιματισμός έκανε δυναμικά την εμφάνισή του και στο μακρύ ελληνικό καλοκαίρι. Οι πρώτες που είχαν τη δυνατότητα να παίξουν ξετρελαμένες με το νέο εργαλείο ήταν οι τράπεζες. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που άνοιξα την πόρτα μιας τράπεζας (τότε έμπαινες ακόμη αμέσως, χωρίς πολλά πολλά), για να υποστώ αληθινό πολιτισμικό σοκ. Να βρεθώ σε άλλο κλίμα, ίσα με 15 βαθμούς πιο κάτω από τον καύσωνα του Ιουλίου που έκαιγε έξω τα τσιμέντα. Μια αληθινή εμπειρία τού να μπαίνεις από τον φούρνο στην κατάψυξη και μετά πάλι πίσω.
Στον αληθινά
φονικό καύσωνα του 1987 ο κλιματισμός εκδημοκρατίστηκε. Ήταν το καλοκαίρι που δεν έμειναν ανεμιστήρες ούτε για δείγμα στην αγορά και οι πρώτες οικίες καλούσαν μαστόρους να περάσουν τα πρώτα κλιματιστικά.
Η εγκατάστασή τους άφησε σταδιακά ορατά ίχνη στο αστικό τοπίο. Πολυκατοικίες, υπηρεσίες, κτήρια με ένα κάποιο ενδιαφέρον έφεραν πλέον επάνω τους το τετράγωνο, θορυβώδες κουτί του κλιματιστικού σαν παράσημο. Ειδικά στα κτήρια γραφείων, με τα αμέτρητα παράθυρα και τα αμέτρητα κλιματιστικά, η όψη τους –ακόμη κι αν δεν ήταν και πολύ σπουδαία– υπέστη τόσο σοβαρή αλλαγή, που έμοιαζε σαν να κόλλησαν μια μεταδοτική ασθένεια. Στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο ήταν – και σύντομα εγκαταλείφθηκε οποιαδήποτε άλλη σκέψη για την ψύξη των κτηρίων.
Η μαζική αποδοχή και ο ενθουσιασμός για τα κλιματιστικά, όμως, πέραν της ευκολίας, ίσως είχε και μια άλλη, μυστική αιτία. Μας έκανε να αισθανόμαστε παντοδύναμοι. Έστελνε το μήνυμα πως για κάθε πρόβλημα που υποτίθεται ότι δεν είχε λύση (όπως το να ψάξεις ένα δροσερό καταφύγιο στην ακραία ζέστη) μπορούσε πλέον κάποιος απλώς να πατήσει το «on». Και να κάνουμε και κάτι ακόμη πιο κρίσιμο και σημαντικό: να ρυθμίσουμε εμείς τη θερμοκρασία μέσα στην οποία θα θέλαμε να ζήσουμε. Μια μεθυστική εμπειρία δύναμης και επιβολής!
Ετσι,
η αλόγιστη χρήση σκότωσε το καλοκαίρι πολύ πριν από την κλιματική κρίση. Σπάνια πλέον καθόταν κάποιος για παγωτό το βράδυ στο μπαλκόνι. Η θερμοκρασία εσωτερικών και εξωτερικών χώρων είχε αβυσσαλέα διαφορά. Έμπαινες σε κάποιο πλοίο ή λεωφορείο και έφευγες με κρυοπαγήματα. Πήγαινες στον κινηματογράφο (που, πλέον, δεν είχε κανέναν λόγο να κλείσει, δίνοντας «ραντεβού τον Σεπτέμβριο») και έβγαινες πλευριτωμένος. Στους χώρους εργασίας έπρεπε να είναι καθείς εξοπλισμένος με χειμωνιάτικα αξεσουάρ: να φορά σίγουρα κάλτσες, να έχει μια ζακέτα να ρίξει στην πλάτη του, ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να τυλίξει και κάτι γύρω από τον λαιμό του. Έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα, έτσι παραμένουν ώς σήμερα.
Οι φωνές
της λογικής για χρήση μόνο τις ζεστές ώρες της ημέρας (και με διαφορά που ουδέποτε να ξεπερνά τους 8-10 βαθμούς) ακούγονταν ύποπτες. Οι αρνητές του κλιματιστικού; Ιδιότροποι και λουδίτες. Και στο μεταξύ, αν και κάπως βελτιώθηκαν στην όψη, ουδείς ενδιαφέρθηκε σοβαρά να ασχοληθεί με το ντιζάιν όχι μόνο του μηχανισμού των κλιματιστικών, αλλά και των λευκών συσκευών, που, πλέον, είναι αδύνατον να μπει κάποιος σε χώρο χωρίς να τις δει. Σε πολλές περιπτώσεις είναι και οι πρώτες που θα αναζητήσει με το βλέμμα του.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν είναι πια παρά παρατηρήσεις και αναμνήσεις ενός ανθρώπου που ανήκει σε έναν παλαιότερο κόσμο. Τα καλοκαίρια μοιάζουν να έχουν χαθεί οριστικά και στη θέση τους να ήρθε μια δύσκολη κατάσταση, που απαιτεί σοβαρή διαχείριση και αντοχές.
Κι αν στη μνήμη κάποιου σκάλωσαν κάποιες ζεστές καλοκαιρινές βραδιές, με το λάστιχο να βρέχει τα πόδια στα αναμμένα τσιμέντα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά σκιές, που σταδιακά τις καταπίνει η αχλή του χρόνου.