Editorial
Γράφει ο Άγγελος Ν. Βάσσος.
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ «ΕΙΤΕ ΤΡΑΠΕΖΟΚΑΘΙΣΜΑΤΑ ΑΠΛΩΜΕΝΑ ΠΑΝΤΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΟΡΙΑ, ΕΙΤΕ ΛΟΥΚΕΤΟ ΣΤΗΝ ΕΣΤΙΑΣΗ». ΤΑ ΔΥΟ (Η ΑΠΡΟΣΚΟΠΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΚΛΑΔΟΥ ΠΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΕΙ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΑΡΙΘΜΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ) ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΣΥΝΥΠΑΡΞΟΥΝ. ΚΑΙ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΟΘΕΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ: ΟΧΙ ΣΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΕΞΟΝΤΩΣΟΥΝ ΟΙ ΜΕΝ ΤΟΥΣ ΔΕ, ΑΛΛΑ ΣΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΒΡΟΥΝ ΤΡΟΠΟ ΑΡΜΟΝΙΚΗΣ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ.
Είναι εκπληκτική η ικανότητα του σοφότερου λαού στον κόσμο να διχάζεται – η Ελλάδα θα μπορούσε, με ελάχιστη δυσκολία, να ανακηρυχθεί παγκόσμια πρωτεύουσα του μανιχαϊσμού. Δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τις αποχρώσεις των προβλημάτων, τείνοντας μάλλον προς λογικές «άσπρου – μαύρου». Όχι: δεν είναι δυνατόν, από τα δέκα που λέω, να έχω δίκιο στα τέσσερα και άδικο στα έξι. Όχι: δεν είναι δυνατόν, από τα δέκα που λες, να έχεις δίκιο στα επτά και άδικο στα τρία. Είσαι είτε συλλήβδην και απόλυτα σωστός είτε όχι – το ίδιο ισχύει, εννοείται, για εμένα. Συνακόλουθα, υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες: είτε συμφωνούμε με ένα άκριτο «ναι» και οι ζωές μας συνεχίζουν στο ίδιο μονοπάτι· είτε διαφωνούμε σε όλα ή σε κάποια και ξεκινάμε ιερή σταυροφορία για το ποιος θα μεταπείσει τον άλλο (ή θα τον εξοντώσει, αν η προσπάθεια να τον μεταπείσει αποτύχει). Μέση οδός δεν υπάρχει. Η τέλεια συνταγή για τον απόλυτο εμφύλιο.
Όσοι με γνωρίζουν προσωπικά ξέρουν ότι μου αρέσει πολύ να περπατώ – και μάλιστα πολύ, σε αποστάσεις που ξεκινούν από τα 10 και σε κάποιες περιπτώσεις φτάνουν (ή ακόμη και ξεπερνούν) τα 30 χιλιόμετρα ημερησίως. Και επειδή η Θεσσαλονίκη δεν είναι Νέα Υόρκη, για να καλύπτω τέτοιες αποστάσεις από τη μία συνοικία στην άλλη σε μία διαδρομή, έχω επιλέξει να μη χρησιμοποιώ αυτοκίνητο όπου μπορώ, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πάω περπατώντας από το κέντρο ώς τα Κωνσταντινουπολίτικα και από εκεί, μέσω τού Προφήτη Ηλία, στην Πυλαία, να κατεβαίνω ώς το γήπεδο του Άρη, από εκεί μέσω Βούλγαρη ώς την Εθνικής Αντιστάσεως και από εκεί, μέσω Βασιλίσσης Όλγας και Νέας Παραλίας, ξανά πίσω στο κέντρο. Ακούγεται πιο δύσκολο απ’ ό,τι πραγματικά είναι – και σας διαβεβαιώ: όταν αρχίσετε να περπατάτε τακτικά, το περπάτημα θα σας γίνει αρχικά μια ευχάριστη συνήθεια και στη συνέχεια καθημερινή λατρεία. Δηλώνω περήφανα ένας θεσσαλονικιός flâneur – και προτείνω και σ’ εσάς να υιοθετήσετε αυτήν την υγιεινή και πραγματικά απολαυστική συνήθεια.
Ο λόγος για όλη αυτή την αυτοαναφορά δεν ήταν για να δοξάσω τα γένια μου. Σας αναφέρω το ότι περπατώ πολύ, για να υπογραμμίσω πόσο σημαντικός είναι (και) για εμένα ο δημόσιος χώρος. Πόσο σημαντικό είναι τα πεζοδρόμια να είναι ασφαλή και προσπελάσιμα, οι ράμπες και οι διαβάσεις ελεύθερες από εμπόδια, ο δημόσιος χώρος πραγματικά δημόσιος. Κι αν όλα αυτά είναι σημαντικά για εμένα, τον χομπίστα, είναι εκθετικά πιο σημαντικά για άτομα με κινητικά προβλήματα, για ανθρώπους τής τρίτης ηλικίας, για γονείς που μεταφέρουν τη μπέμπα ή τον μπέμπη στο καροτσάκι κοκ.
Τούτων λεχθέντων, οφείλω να ομολογήσω ότι με τρομάζει ο δημόσιος διάλογος που αναπτύσσεται το τελευταίο διάστημα, που ο κλάδος τής εστίασης επιχειρεί τη δική του επανεκκίνηση. Χωρίς να παραγνωρίζω τον φόβο των επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει μια καταχρηστική επέκταση του χώρου των τραπεζοκαθισμάτων (ως αντίβαρο στη μειωμένη δυναμικότητα των επιχειρήσεων εστίασης, λόγω των μέτρων προστασίας κατά του κορωνοϊού), έχω δει φρικώδη πράγματα το τελευταίο διάστημα στα social media. Έχω δει κόσμο να χαίρεται που έκλεισαν μαγαζιά, επειδή έτσι «απελευθερώθηκαν τα πεζοδρόμια από τη δικτατορία των φαγάδικων». Έχω δει κόσμο να εύχεται το λουκέτο αυτό να παραταθεί επ’ αόριστον. Και αναρωτιέμαι: οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν έστω και έναν δικό τους φίλο, γνωστό ή συγγενή μεταξύ των εκατοντάδων χιλιάδων που απασχολούνται στην εστίαση; Δεν νιώθουν την ελάχιστη συμπάθεια για όλους εκείνους, των οποίων το μεροκάματο απειλείται;
Το δίλημμα δεν χρειάζεται να είναι «είτε τραπεζοκαθίσματα απλωμένα παντού, χωρίς μέτρο και όρια, είτε λουκέτο στην εστίαση». Τα δύο (η απρόσκοπτη λειτουργία ενός κλάδου που απασχολεί τεράστιο αριθμό εργαζομένων και ο σεβασμός στον δημόσιο χώρο) μπορούν να συνυπάρξουν. Και σ’ αυτό το πεδίο πρέπει να δοθεί ο αγώνας: όχι στο πώς θα εξοντώσουν οι μεν τους δε, αλλά στο πώς θα βρουν τρόπο αρμονικής συνύπαρξης.