Γράφει η Ντίνα Τέρτση*
Τι κι αν η πανδημία εξακολουθεί να μας χτυπάει την πόρτα με συνεχόμενες μεταλλάξεις; Εμείς προγραμματίζουμε εορταστικές βραδιές με κόπο και με χρήμα, για να ξορκίσουμε το κακό.
Ο γαστρονομικός παλμός τής πόλης χτυπάει γρήγορα και δυνατά, καθώς οι προετοιμασίες κορυφώνονται. Οι βελουτέ σούπες βράζουν – μαζί με την αγωνία τού επιχειρηματία και του προσωπικού. Ευφάνταστα και γαστριμαργικά μενού που εντυπωσιάζουν, ακριβώς για να κερδηθεί το στοίχημα της πληρότητας των θέσεων. Προσωπικό σε υπερένταση, για να εξυπηρετήσει σωστά – τη στιγμή που θα απουσιάζει από το οικογενειακό του τραπέζι και θα προσδοκά στο χρυσό μεροκάματο της βραδιάς. Χαμογελαστοί οικοδεσπότες, που παίζουν τα πιο ευρηματικά τους χαρτιά στη φιλοξενία και στη διαχείριση – και το πραγματικό αποτέλεσμα θα αποτυπωθεί σε θεαματικές βραδιές, βγαλμένες από ονειρικά χριστουγεννιάτικα σενάρια.
Με την (πολλή) αισιοδοξία που με διακρίνει, θέλω να πιστεύω ότι δεν θα πάνε χαμένες οι προσπάθειες και θα κυλήσουν όλα υπέροχα για τη γαστρονομική σκηνή τής πόλης μας.
Η επόμενη μέρα, όμως, δεν με καθιστά πολύ αισιόδοξη… Με τον τρόμο για ένα ενδεχόμενο λόκντάουν ακριβώς μετά τις γιορτές, ποιος θα φταίει; Πιθανόν εμείς που, στην προσπάθεια να σώσουμε την παρτίδα επαγγελματικά, αγνοήσαμε το «μετά», που θα το χρεωθούμε. Θα χρεωθούμε την αύξηση του υγειονομικού κινδύνου, στοιχείο που δεν αποτυπώνεται σε κανένα ταμείο παρά μόνο στα σκληρά νούμερα των νοσοκομείων.
(Δεν τολμώ να σκεφτώ καν εκείνους τους λίγους που, στον βωμό τού κέρδους, θα αγνοήσουν και τα τυπικά μέτρα, παίρνοντας όλο τον επιχειρηματικό κόσμο τής εστίασης στον λαιμό τους).
Ίδωμεν…