Ιστορίες μικρών κόσμων
Γράφει η Εύη Καρκίτη
Έχει, πλέον,
παρέλθει η διετία, εντός της οποίας θα ολοκληρωνόταν η περίφημη «διαχείριση του τραύματος» από τα πρώτα λόκντάουν, και η «χρυσή εποχή», την οποία κάποιοι διανοητές είχαν προβλέψει ότι θα έρθει, δεν έφτασε. Και όλα δείχνουν πως ούτε πρόκειται να φτάσει – τουλάχιστον, σύντομα.
Το αντίθετο.
Ο κόσμος δείχνει να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, να γίνεται ολοένα και πιο σύνθετος και σκοτεινός, τα εργαλεία για την ερμηνεία του να σκουριάζουν όλο και πιο πολύ, οι βαθιά εδραιωμένες πεποιθήσεις να κλονίζονται. Πριν από περίπου έναν μήνα, στη διάρκεια της περιήγησής μου στην καθολική, αλλά και, την ίδια στιγμή, εκκοσμικευμένη Ιταλία, βλέποντας έξω από τους καθεδρικούς τα αδιανόητα πλήθη (όπως, ίσως, μπορούσε να δει κάποιος πριν από αρκετούς αιώνες, στους ίδιους τόπους και στα ίδια σημεία, τους μεσαιωνικούς προσκυνητές), έκανα και πάλι την ίδια σκέψη: άραγε, τι αναζητούμε με τόση θέρμη και τόση υπομονή ανάμεσα σε τόσο πολλές εκατοντάδες άλλους;
Και υπάρχει
μια πρώτη, ασαφής απάντηση: αναζητούμε το νόημα, αυτό που χάνεται μέσα στην καθημερινότητα, τους μεγάλους τρόμους, τους μικρούς μας φόβους, την ανασφάλεια. Μπροστά στην ομορφιά των εμβληματικών έργων της τέχνης (στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την πρώιμη και ώριμη ιταλική αναγέννηση), μπροστά στα μεγάλα ουμανιστικά αφηγήματα, κάποιος ίσως και να νιώθει ότι επιστρέφει στα βασικά. Σε εκείνα τα αιτήματα και τα μεγάλα διακυβεύματα που, μέσα στον χρόνο, μας έκαναν να πιστέψουμε ότι η ζωή μας αξίζει, ότι μπορεί να έχει κάποιο νόημα.
Στη θρησκευτική Ασίζη, με τους προσκυνητές να φτάνουν καθημερινά, ώς σήμερα, ανά εκατοντάδες, μπορεί να είναι ακόμη ισχυρό το αφήγημα του ανυπόδητου Αγίου Φραγκίσκου, ο οποίος νυμφεύτηκε τη φτώχεια και εμφάνισε τα στίγματα, για να γίνει μία από τις πλέον σεβάσμιες φιγούρες του ρωμαιοκαθολικού κόσμου. Ωστόσο, αναζητούν πλέον και κάποιον που θα δώσει στους νέους σήμερα κάτι περισσότερο απ’ ό,τι ο ξυπόλητος ιδρυτής ενός μοναχικού τάγματος. Και μάλλον το βρήκαν στο Κάρλο Ακούτις, τον άτυχο νέο που έφυγε νωρίς και τον οποίο ο ίδιος ο πάπας υπέδειξε ως πρότυπο νεανικής αγνότητας. Σήμερα πλέον ο Κάρλος συναγωνίζεται τη φήμη του Φραγκίσκου, σε μια προσπάθεια της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να μιλήσει μια πιο σύγχρονη γλώσσα.
Αλλού, όμως,
τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Η τολμηρότητα και το σοκ από το έργο του Λούκα Σινιορέλι μοιάζει να συνεπαίρνει τα πλήθη, που στέκονται πέντε αιώνες μετά με απόλυτο δέος στην αποθέωση της σάρκας, με την εσχατολογία να δίνει απλώς την αφορμή. Στο κατάμεστο παρεκκλήσι του Σαν Μπρίτζιο, στο ωραίο, μεσαιωνικό Ορβιέτο, ο Σινιορέλι, ακόμη ισχυρός, ίσως και λίγο ειρωνικός, μοιάζει να μελετά αιώνια και μπροστά στο ατέλειωτο κοινό του το ανθρώπινο σώμα – και, μαζί, ίσως και κάθε τι ανθρώπινο.
Και υπάρχει βέβαια και ο εμβληματικός καθεδρικός της Σιέννα, ένας προορισμός συνταρακτικός και παγκόσμιος, που έχει πολλά να δείξει, να επιδείξει, να διδάξει. Μπορεί να σε ανυψώσει, να σε κατεβάσει στα τάρταρα ή να σε ρίξει σε σκέψεις, καθώς αποτελεί μια «γέφυρα» ανάμεσα στο χθες και το σήμερα του πολιτισμού μας, μια διαρκή υπενθύμιση για κάθε τι σημαντικό. Μέσα στον καθεδρικό, η βιβλιοθήκη Πικολόμινι (στην οποία ο Πιντουρίκιο εργάστηκε με βοηθό τον Ραφαήλ) ξεχειλίζει από ομορφιά, νιάτα και ταλέντο.
Το φως
που εκπέμπουν παραμένει τόσο γοητευτικό και ελκυστικό όπως και οι μορφές του, που αποτυπώνονται –και μάλιστα σε περίοπτη θέση– σε ένα από τα συγκλονιστικά έργα που κοσμούν τη βιβλιοθήκη. Είναι νέοι, η εποχή και η τέχνη δονούνται από τις αλλαγές, μοιάζει τίποτε να μη μπορεί να τους συγκρατήσει.
Και αυτή η ορμή νικά τον χρόνο. Επειδή πρόκειται για την ορμή της ζωής. Αυτή που μάθαμε να είναι πάντοτε το ιδανικό μας. Ας το θυμόμαστε σε καιρούς δύσκολους και σκοτεινούς.