Υπάρχει λόγος
Γράφει ο ΤΑΣΟΣ ΡΕΤΖΙΟΣ.
ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΟΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΑΤΗΣΕΣ ΜΕΣΑ ΤΟ ΠΟΔΙ ΣΟΥ, ΑΛΛΑ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΕΚΟΤΑΝ ΕΚΕΙ –ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ ΠΟΣΩΝ ΣΗΜΑΔΟΥΡΑ–, ΑΤΑΡΑΧΟ ΑΠΟ ΤΟΣΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟΣΩΝ ΣΥΓΚΥΡΙΩΝ ΤΙΣ ΑΝΑΠΟΔΙΕΣ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΠΟΥ ΕΜΑΘΕΣ ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ, ΕΝΑΣ ΟΙΚΕΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΕΞΩ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΣΑ ΣΟΥ. ΕΤΣΙ ΚΛΕΙΣΤΟ, ΑΔΕΙΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΜΕΝΟ, ΜΟΙΑΖΕΙ ΣΑΝ ΝΑ ΑΝΤΗΧΕΙ ΤΟ ΜΕΣΑ ΣΟΥ, ΣΑΝ ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΕΙ ΠΟΣΗ ΣΟΥ ΡΟΥΦΗΞΑΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΤΣΙ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ.
Στις πέρα τού κέντρου γειτονιές τής πόλης, τα κατεβασμένα ρολά, τα λουκέτα και τα κλειστά φώτα έχουν άλλο βάρος στην καρδιά. Δεν είναι μονάχα επειδή στις παρυφές συνήθως φύονται πολύχρονοι κάματοι, μονοπρόσωπες προσπάθειες και πολύχρονες παρουσίες, αλλά και γιατί εκείνες οι διαδρομές, μπροστά από εκείνα τα μαγαζιά, είναι οι παιδικές μνήμες, οι καθημερινές συνήθειες, το περιβάλλον, σε τελική ανάλυση, που διαμορφώνει θυμικό και προσωπικότητα.
Το μαγαζί όπου ποτέ δεν πάτησες μέσα το πόδι σου, αλλά τόσα χρόνια στεκόταν εκεί –ποιος ξέρει πόσων σημαδούρα–, ατάραχο από τόσων καιρών το πέρασμα και τόσων συγκυριών τις αναποδιές. Είναι το τοπίο που έμαθες να αγαπάς, ένας οικείος κόσμος που έρχεται από τα έξω προς τα μέσα σου. Έτσι κλειστό, άδειο και παρατημένο, μοιάζει σαν να αντηχεί το μέσα σου, σαν να βρίσκεται εκεί για να σου υπενθυμίζει πόση σού ρούφηξαν ζωή και πως έτσι τελειώνουν τα πράγματα – «όχι μ’ ένα βρόντο, αλλά μ’ ένα λυγμό».
Να μην τις κάνεις αυτές τις διαδρομές, λένε κάποιοι, να κρατάς φυλαγμένες τις εικόνες τής (και δικής σου) ακμής και να ελπίζεις. Αλλά δεν γίνεται ελπίδα με τα ρετάλια τής μνήμης ούτε βέβαια και με νέους καλλιτέχνες να γεμίζουν με έργα τους τις άδειες βιτρίνες (πώς και δεν βρέθηκε κάποιος κατεστραμμένος να τους φέρει τον καμβά στο κεφάλι είναι απορίας και αφασίας άξιον)!
Όλος αυτός ο ερειπιώνας δεν μπορεί να γεννήσει ελπίδες, όπως δεν γεννήθηκαν ελπίδες όταν πολυεθνικά μαγαζιά κατάπιναν τους μικρούς. Μονάχα «δυνατότητες», «προοπτικές» και «δυναμική» γεννιόνταν τότε. Καμιά φορά, βλέπετε, η γλώσσα σε προδίδει και δεν μπορείς να αντικαταστήσεις όνειρα κι ελπίδες με τάσεις και υπολογισμούς… Κι έτσι όπως διασχίζεις τη σκοτεινιά, κοιτάζεις κι αυτούς που απόμειναν, στο βάθος των μαγαζιών τους, έρημοι κι αυτοί, άλλοι να περιμένουν το αναπόφευκτο, άλλοι να κοιτάζουν με ακατανόητο τρόμο και με δαγκωμένη θλίψη κι άλλοι με μόνο σκυμμένο το κεφάλι. Ξέρουμε, δεν είναι ώρα για τέτοια, αλλά άνοιξε την πόρτα κάποιου απ’ αυτά τα περιφερειακά χαλάσματα και αγόρασε ό,τι μπορείς και χρειάζεσαι. Όχι για τον μαγαζάτορα, αλλά έτσι, για ν’ ανάψεις ένα κεράκι στη μνήμη σου…