Vice versa
Γράφει ο Πρόδρομος Νικηφορίδης
ΠΟΣΟ ΕΧΟΥΝ ΑΛΛΑΞΕΙ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ, ΠΟΣΟ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΟΣΟ ΑΠΛΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΟΛΑ. ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΕΧΡΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ. ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΡΟΝΟ ΖΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΧΡΟΝΟ, ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗΣ ΔΥΝΑΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ.
Σε πρόσφατο κείμενο που με αφορούσε διάβασα τα παρακάτω: «Αφού δεν πέρασε στο Πολυτεχνείο(…), παίρνει το αεροπλάνο και βρίσκεται πρωτοετής Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης». Ήταν μια λογική διαδοχή γεγονότων που ένα νέο άτομο δεν θα μπορούσε να τη δει αλλιώς.
Ιούνιο 1976, βρίσκομαι στον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης με μία βαλίτσα για ένα μεγάλο ταξίδι. Ένα ταξίδι που κράτησε 15 χρόνια – ήμουν 19, είχα ζήσει 11 χρόνια στο Ηράκλειο Κρήτης και 8 στη Θεσσαλονίκη. Έφευγα, επειδή ήθελα πολύ να φύγω – το γεγονός ότι δεν μπορούσα να περάσω στην Αρχιτεκτονική ήταν ο λόγος, η αιτία και η πολυπόθητη αφορμή. Δεν είχα ταξιδέψει ποτέ εκτός Ελλάδος – δύο φορές στην πατρίδα, την Κρήτη, και τελευταία στα 18 στη Σκόπελο, όπου είχα εντοπίσει ένα μικρό σπιτάκι που πουλιόταν και ήθελα πολύ να το αποκτήσω. Ακόμη και τώρα μπορώ να σας το περιγράψω.
Το τραίνο ξεκίνησε βράδυ – ευτυχώς, είχα κρεβάτι μέχρι το Μιλάνο, θα διασχίζαμε όλη τη Γιουγκοσλαβία. Η ελπίδα για ελευθερία μού περιόριζε τους φόβους, ήμουν πάντοτε κλειστός και λιγομίλητος. Αφού περάσαμε τα σύνορα, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα πιο πέρα, το τρένο τράκαρε μετωπικά με μία εμπορική αμαξοστοιχία. Ευτυχώς, δεν εκτροχιάστηκε – εμείς, βέβαια, βρεθήκαμε ο ένας πάνω στον άλλο, σε ένα τρένο με πολλούς μετανάστες και πολλούς ντενεκέδες λάδι, κάποιοι από τους οποίους τρύπησαν. Δεν περιγράφεται η συνέχεια… Μαύρο σκοτάδι. Στα χωράφια τής ευρύτερης περιοχής τού Τίτο Βέλες περίσσευαν οι λάσπες και ο «συγχρωτισμός» μαζί τους ήταν υποχρεωτικός.
Κάπου σε έναν επαρχιακό δρόμο μάς περίμεναν λεωφορεία – εννοείται ότι δεν γνωρίζαμε πού πηγαίναμε, απλά ακολουθούσαμε αυτούς που ήταν μπροστά μας. Κουβαλούσα πλέον δύο βαλίτσες, η δεύτερη ανήκε σε μια κυρία με μωρό. Εννοείται ότι δεν διαμαρτυρόμουν, είχα πολλά κουράγια αποθηκευμένα – ο προορισμός, η δική μου «Ιθάκη», ήταν πάνω απ’ όλα. Μετά από 2-3 ώρες περπάτημα μας στοίβαξαν σε λεωφορεία, μας οδήγησαν σε έναν άλλο σιδηροδρομικό σταθμό και μας ανέβασαν σε ένα άλλο, τοπικό τρένο. Τέρμα τα κρεβάτια και οι κουκέτες, στον διάδρομο ο ένας πάνω στον άλλο. Δυσανασχετήσαμε, αλλά συνεχίσαμε και έτσι διασχίσαμε την ατέλειωτη Γιουγκοσλαβία. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο.
Κάποτε έφτασα στη Λυών. Τρεις πόλεις είχα δηλώσει, με πρώτη τη Λυών. Καμία δεν μου είχε απαντήσει και έτσι είχα ξεκινήσει για Λυών. Έφτασα και μπήκα σε ένα ξενοδοχείο – πρέπει να είχα περάσει μεγάλη δοκιμασία, βγήκα από το δωμάτιό μου μετά από πέντε ημέρες. Με το πρώτο τηλεφώνημα στη Θεσσαλονίκη μάθαινα ότι η επιστολή που είχε έρθει από τη Λυών ήταν αρνητική – ο λόγος ήταν ότι δεν υπήρχε πια σχολή, μόλις είχε καεί! Μη νομίζετε ότι παραιτήθηκα, δεν ήταν και δεν είναι του χαρακτήρα μου.
Πόσο έχουν αλλάξει, αλήθεια, οι συνθήκες, πόσο εκμηδενίστηκαν οι αποστάσεις, πόσο απλοποιήθηκαν όλα. Όλα αυτά μέχρι πριν από έναν χρόνο. Τον τελευταίο χρόνο ζούμε έναν άλλο χρόνο, τον χρόνο τής μεγαλύτερης δυνατής απόστασης.