Θεσσαλονικίτιδα
Γράφει η Ναυσικά Γκράτζιου
ΚΑΙ ΑΦΟΥ ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΜΕ ΤΟΥΣ HAUTE ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΣ, ΠΩΣ ΝΑ ΜΗ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΒΩ ΤΗΝ ΥΠΕΡΟΧΗ ΚΑΙ ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ, ΤΗ ΜΙΣΕΛ ΒΟΛΟΝΑΚΗ, ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΕ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ, ΠΡΩΤΑ ΣΤΟ «FAMILY» ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ, ΤΟ «MICHELLE», ΟΠΟΥ ΠΡΩΤΟΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ ΑΛΗΘΙΝΑ ΜΑΚΑΡΟΝ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΤΟΥΡΤΑ «ΠΛΕΖΙΡ» ΜΕ ΖΕΛΕ ΚΑΡΑΜΕΛΑΣ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΤΗ ΣΑΡΛΟΤ ΜΕ ΚΑΣΤΑΝΟ ΚΑΙ ΑΧΛΑΔΙ ΚΑΙ Ο,ΤΙ ΑΛΛΟ ΤΗΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ ΣΤΟ ΠΟΛΥΤΡΟΠΟ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΤΗΣ ΜΥΑΛΟ.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πολύ ωραία πόλη για να ζεις και να καλοπερνάς, όμως είναι μια τελείως ακατάλληλη πόλη για να κάνεις διατροφή – αυτό που πας στον διαιτολόγο, σε ζυγίζει, σε μετράει και σε βρίσκει να περισσεύεις από παντού. Και, μετά από συμβουλές, παραινέσεις και ψιλοαπειλές για τις καταστροφικές συνέπειες του σπλαχνικού λίπους στην υγεία σου, σου βγάζει το πρόγραμμα διατροφής. Το οποίο πρόγραμμα, φυσικά, δεν περιέχει κανένα γλυκό.
Ίσως στο απογευματινό, για παρηγοριά, να σου δώσει εναλλακτική – αντί για ένα φρουτάκι ή δέκα μύγδαλα να μπορείς να φας τέσσερα κομματάκια σοκολάτα με στέβια. Σκέτη θλίψη για τους σοβαρούς σοκολατομανείς ανθρώπους, όπως είμαι κι εγώ, που μπήκα σ’ αυτήν την κατηγορία με το που γεννήθηκα. Η φήμη λέει ότι εκείνη την ημέρα η έγκυος μητέρα μου είχε επιθυμήσει να φάει λουκουμάδες στο «Ολύμπιον» – και εκεί της έσπασαν τα νερά. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Κλινική Ανδρεάδη, όπου και τελικά ήρθα στον κόσμο. Με τέτοιο μπάκγκράουντ, άντε να ορθοποδήσεις διατροφικά!
Είναι αλήθεια πως κανείς δεν γλιτώνει από το DNA του – και το δικό μου περιέχει πολλά γλυκά. Για όλα φταίει, βεβαίως, η μαμά μου, η οποία κληροδότησε σ’ εμένα και στις δύο αδελφές μου αυτήν τη γλυκομανία (και, ευτυχώς, μαζί κι ένα πολύ καλό μεταβολικό σύστημα, που μας έσωσε από το να γίνουμε τελείως μπαλόνια). Αυτό το μεταβολικό σύστημα σ’ εμένα μεταφέρθηκε λίγο ελλιπές, οπότε να ‘μαι με το διατροφικό πρόγραμμα αναρτημένο με μεγάλα γράμματα στην πόρτα τού ψυγείου μου (το οποίο ψυγείο έχει ορφανέψει πια από καθετί ζαχαρούχο και αμυλώδες).
Ευτυχώς που έχω να θυμάμαι – για την ακρίβεια: θα μπορούσα να γράψω ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια για τα θεσσαλονικιώτικα ζαχαροπλαστεία και τα υπέροχα γλυκά τους. Στην κορωνίδα θα βάλω τα αρμενοβίλ τού «Φλόκα», που ναι μεν έχει πάνω από 40 χρόνια που έκλεισε, αλλά νομίζω πως ουδείς κατάφερε να τα ξεπεράσει (ίσως το «Ελληνικόν», που έχει παράδοση στα παγωτά). Τι μόκα είναι αυτή, Θεέ μου, ίδια μ’ εκείνη που έφτιαχνε όταν ήμασταν παιδιά, τότε που, για να απολαύσουμε μια μόκα χωρίς τύψεις με τη μεγαλύτερη αδελφή μου, αφού τρώγαμε το παγωτό μας με τη σαντιγί και το καβουρντισμένο αμύγδαλο, περπατούσαμε μέχρι το λιμάνι και πάλι πίσω, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι το «κάψαμε». Ειδική μνεία θέλω να κάνω στα προφιτερόλ τού «Αγαπητού», αλλά και στις φίνες μαρκησίες του, στις τάρτες φράουλα της «Ήβης», στα κοκ τού «Λαζάρου», σε οτιδήποτε έφτιαχνε ο «Αβέρωφ», στα τρίγωνα Πανοράματος, στο κιουνεφέ και τα μαλεμπί τού «Χατζή», στις μεγάλες καριόκες τού «Τερκενλή», στις μικρότερες του «Χατζηφωτίου», στο παγωτό τής «Ωραίας», στους μπεζέδες τού «Μουρούζη», στα πλεζίρ τού «Plaisir» και σε άλλα πολλά.
Και αφού ξεκίνησα με τους haute ζαχαροπλάστες, πώς να μη συμπεριλάβω την υπέροχη και αξέχαστη φίλη μου, τη Μισέλ Βολονάκη, που γνώρισε στη Θεσσαλονίκη την αληθινή γαλλική ζαχαροπλαστική, πρώτα στο «Family» και μετά στο δικό της, το «Michelle», όπου πρωτοδοκιμάσαμε αληθινά μακαρόν και εκείνη την τούρτα «Πλεζίρ» με ζελέ καραμέλας από πάνω και την άλλη τη σαρλότ με κάστανο και αχλάδι και ό,τι άλλο της κατέβαινε στο πολύτροπο, δημιουργικό της μυαλό.
Σταματήστε με, γιατί θα συνεχίσω να μνημονεύω γλυκά επ’ αόριστον. Μετά απ’ όλα αυτά, πιστεύω ακράδαντα πλέον ότι η μεγαλύτερη πρόκληση αυτοπειθαρχίας και απόδειξης ατσάλινου χαρακτήρα είναι να κατοικείς στη Θεσσαλονίκη και, συγχρόνως, να είσαι σε πρόγραμμα διατροφής. Η υπόθεση σηκώνει γλυκό…