The guest editor
Γράφει η Αθηνά Περιστεροπούλου*
ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ. ΚΥΡΙΩΣ, ΟΜΩΣ, ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ Η ΓΛΥΚΙΑ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙΣ ΔΙΕΞΟΔΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΩΣ ΚΑΤΙ –ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ– ΜΗΠΩΣ ΚΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ. Η ΠΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ.
Οι πιο τυχεροί από εμάς περνούσαμε τις Κυριακές της παιδικής μας ηλικίας στο σπίτι στο χωριό. Εκεί, ανάμεσα σε μυρωδιές, γεύσεις, κακαρίσματα, γέλια και καυγάδες, προσπαθούσαμε να αποκωδικοποιήσουμε τις σχέσεις των μεγάλων και να εξηγήσουμε κάπως τη λογική τους.
Το σπίτι είχε πολλά δωμάτια. Όχι επειδή υπήρχε πλούτος, αλλά επειδή από καιρό σε καιρό έκαναν και από μια προσθήκη. Όταν ολοκληρώθηκε, το σπίτι είχε δύο κουζίνες, μια για τις καθημερινές δουλειές και μια για τις έκτακτες περιπτώσεις –μήπως κάποτε χρειαστεί–, και δύο μπάνια, ένα καλό και αστραφτερό για τις ελαφριές δουλειές και ένα αποχωρητήριο, δίπλα στην εξωτερική πόρτα, για τις βαριές δουλειές (μη τυχόν και μυρίσει το εσωτερικό του σπιτιού με οτιδήποτε άλλο πέρα από φρέσκια σπανακοτυρόπιτα ή μέριτο). Στο σπίτι μπορούσαν να κοιμηθούν άνετα περί τα 13 άτομα. Είχε παντού ντιβάνια, εντός και εκτός κρεβατοκάμαρας. Ο παππούς και η γιαγιά κοιμόντουσαν, βέβαια, ξεχωριστά. Δεν ξέρω αν έτσι ήταν πάντα ή αν έτσι το θυμάμαι επειδή τους γνώρισα στα 50φεύγα τους. Δεν τους είδα ποτέ να φιλιούνται ή να αγκαλιάζονται. Αλλά φρόντιζαν και πείραζαν μονίμως ο ένας τον άλλον – δείγμα βαθιάς αγάπης, όπως έμαθα αργότερα.
Στις καθημερινές δουλειές του σπιτιού εντασσόταν πάντοτε ο καθαρισμός του εξωτερικού δρόμου. Αυτό για τη γιαγιά σήμαινε σκούπισμα, μάζεμα με φαράσι και πότισμα της ασφάλτου με νερό, έτσι, για να ξεδιψάσει. Όταν τη ρωτούσα γιατί το κάνει, αφού δεν ήταν δική της ιδιοκτησία, μου απαντούσε πάντοτε ότι το κάνει για να μη μπαίνει η σκόνη στο σπίτι – εγώ, πάντως, ακόμη και τώρα πιστεύω ότι το έκανε μήπως κι έρχονταν επισκέπτες, μήπως και χρειαστεί. Εξάλλου, η σκόνη μαζευόταν ξανά το επόμενο λεπτό. Τζάμπα κόπος το «μήπως και χρειαστεί», σκεφτόμουν.
Το σπίτι ήταν γεμάτο με κάτασπρα σεμεδάκια και κεντήματα. Άλλα τα έφτιαχνε η γιαγιά μόνη της, άλλα τα αγόραζε με λεφτά του παππού από τον κεντηματά που περνούσε μία φορά την εβδομάδα από τον δρόμο της. Είχε καταλάβει το μεράκι της και εκμεταλλευόταν την ανάγκη της να είναι προετοιμασμένη για όταν έρθει η ώρα. «Τι θα τα κάνεις όλα αυτά, βρε γιαγιά;» ρωτούσα. «Μήπως και αξιωθώ να παντρέψω κανένα εγγόνι» απαντούσε. Ακόμη ένα «μήπως κάποτε χρειαστεί». Τελικά, προίκισε 3-4 εγγόνια με όλα αυτά και τώρα αποθηκεύονται εν ειρήνη σε 3-4 ξεχωριστές ντουλάπες.
Το σπίτι στο χωριό είναι ένα βιβλίο μόνο του. Είχε ανθρώπους, είχε κότες, είχε σκάφη και πλυντήριο που χρησιμοποιούνταν ταυτοχρόνως, είχε τριανταφυλλιές (τις πιο ωραίες του κόσμου), αμπέλια, καζαμίες, μυγοσκοτώστρες παντού, ανοιγμένα φύλλα για πίτα στις 5 το πρωί, ρυζόγαλα, γάλα με χέμο και ένα σίδερο που δούλευε ασταμάτητα. Αυτό που μου έκανε, όμως, μεγαλύτερη εντύπωση απ’ όλα ήταν το καλό σαλόνι στην άκρη του σπιτιού. Το καλό σαλόνι ήταν πάντοτε κλειδωμένο και κρύο, αλλά πάντοτε πεντακάθαρο! Αν καμιά φορά η γιαγιά είχε αφήσει πάνω στην πόρτα το κλειδί, βρίσκαμε ευκαιρία και κλέβαμε σοκολατάκια με φουντούκι (τα πράσινα) και αμύγδαλο (τα ροζ) από τη φοντανιέρα πάνω στο τραπέζι. Το καταλάβαινε, αλλά δεν μας μάλωνε ποτέ (εκτός κι αν άδειαζε σε μία ημέρα). «Γιατί δεν καθόμαστε πότε στο καλό σαλόνι, γιαγιά;» ρωτούσα. «Επειδή είναι για ειδικές περιπτώσεις», απαντούσε. «Μήπως και κάποτε χρειαστεί» μονολογούσα εγώ. Τελικά, το καλό σαλόνι στην άκρη του σπιτιού χρειάστηκε μία και μοναδική φορά απ΄ όσο μπορώ να θυμηθώ. Όταν η γιαγιά πέθανε έναν Μάρτιο και τη φέραμε μέσα σε φέρετρο στο καλό σαλόνι. Της είχαν φύγει όλες οι ρυτίδες και έμοιαζε γαλήνια, σχεδόν ανακουφισμένη. Μάλλον επειδή το καλό σαλόνι ήταν πεντακάθαρο. Δεν είχε πάει ο κόπος της χαμένος.
Μου λείπει το σπίτι στο χωριό. Κυρίως, όμως, μου λείπει η γλυκιά αίσθηση του να φροντίζεις διεξοδικά και επιμελώς κάτι –οτιδήποτε– μήπως και κάποτε χρειαστεί. Η προοικονομία των παππούδων μας.