Vice versa
Γράφει ο Πρόδρομος Νικηφορίδης
ΚΑΠΟΥ ΕΔΩ ΞΕΚΙΝΑ Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΤΟΥ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΥ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟΥ, ΤΗΣ ΒΡΩΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΧΕΙΑΣ. ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΛΕΠΩ ΤΗΝ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΩΝ 9 ΟΡΟΦΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΕΤΑΙ – ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΟ ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ. ΣΥΝΕΧΙΖΩ, ΦΤΑΝΩ ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΟΥ – ΔΕΞΙΑ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ, ΜΕ ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΟΥΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ· ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΕΝΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΦΙΛΟΞΕΝΕΙ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΑΣ ΚΑΛΑ ΚΡΑΤΕΙ – ΟΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ, ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙ. ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΘΗΜΑΤΙΚΟΣ.
Σχεδόν πάντοτε κινούμαι με γρήγορους ρυθμούς – σήμερα αποφάσισα να κάνω κράτει και να περπατήσω. Να περπατήσω και να παρατηρήσω, με συγκεκριμένο προορισμό (Αγίας Σοφίας με Εγνατία γωνία).
Βλατάδων με Κυρηναίου η αφετηρία μου. Ξεκινώ να κατεβαίνω τα σκαλοπάτια τής οδού Βλατάδων (αυτή που γίνεται καταρράκτης μερικές φορές τον χρόνο). Δεξιά μου, ένα ξεχαρβαλωμένο, υπαίθριο καθιστικό-πλάτωμα, τμήμα ενός τριγωνικού χώρου πρασίνου που έχει την όψη σχεδόν όλων των χώρων πρασίνου πάνω από την Εγνατία.
Βλατάδων με Αίμου, το σπίτι με την πλούσια-τα-ελέη-της μουριά και την παραδοσιακή αρχοντιά του. Λίγο πιο κάτω, ένα παράθυρο σε ισόγειο διαμέρισμα φιλοξενεί γλάστρες και γλαστράκια, κουρτίνες και κουρτινάκια – είναι ένας μικρός «παράθυρος» κήπος. Αγαπώ αυτήν τη γειτόνισσα – την είδα με λεπτές κινήσεις να τα φροντίζει στην επιστροφή. Ακροπόλεως, Αγίας Σοφίας και Θεοφίλου γωνία παρατηρώ αυτό το μοναδικό παραδοσιακό κτίριο (ιδιοκτησία ενός αλβανού πολίτη απ’ όσο γνωρίζω, απομεινάρι τής οθωμανικής κυριαρχίας). Η εγκατάλειψη κατοικεί εδώ επί πολλές δεκαετίες. Αριστερά βλέπω το ημιυπόγειο που στέγαζε ένα παράρτημα σχετικό με την Εθνική Αντίσταση – είχα κλονιστεί την πρώτη φορά που είχα δει τον κάτοικο του χώρου, ο οποίος περπατούσε χρησιμοποιώντας τα χέρια, αφού δεν είχε πόδια (θύμα τού πολέμου). Αργότερα τον έχασα, σήμερα φιλοξενεί σκουπίδια.
Στριμωγμένος σε στενά πεζοδρόμια, ανάμεσα σε κιτρινισμένα και ξεθωριασμένα «Πωλείται» (πολλά) και «Ενοικιάζεται» (λιγότερα) και αφού συναντήσω την οδό Θησέως και την οδό Ουρανίας, φτάνω στην οδό Βλαχάβα. Στη γωνία, το εγκαταλειμμένο ζαχαροπλαστείο, που δηλώνει ότι είναι τριών γενεών – από τα βρώμικα τζάμια παρατηρώ ένα εσωτερικό που εγκαταλείφθηκε μάλλον νύχτα. Δεξιά, πολλά ακατοίκητα ισόγεια – παλαιότερα ήταν όλα ανοιχτά.
Εν τω μεταξύ, στο αδιέξοδο της οδού Αλικαρνασσού συναντώ μια γάτα που –από το βλέμμα της και την υποδοχή της– φαίνεται να με συμπάθησε και ένα άδειο, μεγάλο οικόπεδο, που πρέπει να κρύβει πολλά μυστικά. Στην οδό Αριστομένους, που εδώ και μερικά χρόνια έγινε πεζόδρομος, οι δενδροδόχοι περιμένουν μάταια τα δέντρα, που δεν ήρθαν ποτέ. Πιο κάτω, αριστερά, ο «Φούρνος τής Κασσάνδρου» με το εξαιρετικό επτάζυμο ψωμί. Ένα πραγματικό ψωμί.
Κάπου εδώ ξεκινά ο Γολγοθάς τού ανύπαρκτου πεζοδρομίου, της βρωμιάς και της ανέχειας. Φτάνοντας στην Αγίου Δημητρίου βλέπω την πολυκατοικία των 9 ορόφων που κατασκευάζεται – απειλητικό το ύψος της. Συνεχίζω, φτάνω στην Ολύμπου – δεξιά, το Πειραματικό, με πεντακάθαρους εξωτερικούς τοίχους· αριστερά, ένα δημοτικό φιλοξενεί εκατοντάδες μουτζούρες και συνθήματα. Ο πόλεμος της μουτζούρας καλά κρατεί – οι του Πειραματικού αντιστέκονται, οι απέναντι έχουν παραδοθεί. Στην επιστροφή διαβάζω τα συνθήματα πάνω στο δημοτικό: ο πόλεμος είναι εδώ και είναι συνθηματικός.
Αφού περάσω την οδό Φιλίππου και αντισταθώ στα γλυκά τού Δεληγιωργάκη, αντιμετωπίζω τη «χαράδρα» τής οδού Κασταλίας, ένα υποβαθμισμένο αδιέξοδο γεμάτο γάτες, πλημμυρισμένο με κροκέτες. Κάπου στο βάθος μια λάμπα καίει μέρα μεσημέρι μπροστά από μιαν ισόγεια πόρτα. Μυρίζει εγκατάλειψη… Λίγα μέτρα πιο κάτω, η Αχειροποίητος – σκέφτομαι την Αννί, που τόσο την αγαπούσε και δούλεψε γι’ αυτήν, και τον Λάμπη, που δεν άντεξε στην αναχώρησή της και έφυγε λίγο μετά, για να τη συναντήσει. Εδώ δίπλα μένει και η Γεσθημανή, που με περιμένει.
Είναι μακρύς ο δρόμος τής βελτίωσης του δημόσιου χώρου, πολύ μακρύς!