Άφησε την τελευταία του «πνοή» το 2017, σχεδόν έναν αιώνα μετά τη «γέννησή» του. Κι όμως: ο καφενές τού «Καφαντάρη» με την τεράστια, παλιακή τζαμαρία του, που βρισκόταν στη συμβολή τής Αρκαδιουπόλεως με την Αγίου Δημητρίου, εξακολουθεί να παραμένει στο συλλογικό υποσυνείδητο των Θεσσαλονικέων, έχοντας μάλιστα δώσει το όνομά του σε μιαν ολόκληρη περιοχή.
Πρώτος ιδιοκτήτης τού καφενείου ήταν ο διαβόητος Καφαντάρης, μπράβος τής Μπάρας (της περιοχής τής Θεσσαλονίκης με τα λεγόμενα «κόκκινα φανάρια», κοντά στο σημερινό Βαρδάρι) και προστάτης γυναικών. Τα πρώτα χρόνια το κατάστημα λειτουργούσε ως κέντρο διασκέδασης, αλλά και ως στέκι όπου σύχναζαν λαϊκοί ήρωες της εποχής, πρόσωπα του υποκόσμου, ταξιδιώτες και φανατικοί θαμώνες. Η χωροθέτησή του δεν ήταν τυχαία, καθώς τις πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνα η περιοχή στην οποία βρίσκεται ήταν η φυσική συνέχεια της Μπάρας, φιλοξενώντας χάνια, τεκέδες, χαμαιτυπεία και καφέ σαντάν, με θαμώνες ζωεμπόρους (στην περιοχή λειτουργούσε αλογοπάζαρο), ταξιδιώτες, νταβατζήδες και χαρτοπαίκτες. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, στη διάρκεια της Κατοχής ο Καφαντάρης είχε πλούσια δράση ως λαθρέμπορος, μαυραγορίτης και ταγματασφαλίτης. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Χρίστος Ζαφείρης στο βιβλίο του «Ο έρως σκέπει την πόλη», ο Καφαντάρης ήταν «διαβόητος μπράβος, λαθρέμπορος και αγαπητικός τού υποκόσμου στα χρόνια της προσφυγιάς».
Το μυστικό τού καφενέ
Ακόμη και το ίδιο το μαγαζί, όμως, κρύβει μυστικά – όπως το μυστικό πέρασμα σε έναν από τους τοίχους του, το οποίο οδηγεί σε μια κρυψώνα, λίγα σκαλοπάτια χαμηλότερα από το επίπεδο του καφενείου. Ήταν σ’ αυτόν τον χώρο όπου κρυβόταν ο Καφαντάρης όταν αστυνομικοί έκαναν έφοδο στο καφενείο του, αλλά και όπου αποθήκευε την πραμάτεια του. Στην Κατοχή, η συγκεκριμένη κρυψώνα χρησιμοποιήθηκε και ως πολεμικό καταφύγιο, ενώ ώς το κλείσιμο του καφενείου, το 2017, εξυπηρετούσε ως αποθηκευτικός χώρος.
Ο Καφαντάρης φεύγει από τη ζωή υπό συνθήκες μάλλον αδιευκρίνιστες. Μία εκδοχή τον θέλει να σκοτώνεται από την Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών-ΟΠΛΑ (το ένοπλο τμήμα τού ΕΑΜ-ΕΛΑΣ), μια άλλη να μαχαιρώνεται έξω από το καφενείο του, ενώ υπάρχει και μία τρίτη, σύμφωνα με την οποία πέθανε σε μεγάλη ηλικία, την περίοδο μετά την Κατοχή, από φυσικά αίτια.
Το σίγουρο είναι ότι, μετά τον Καφαντάρη, το καφενείο (με τα μεγάλα παράθυρα, το ασπρόμαυρο δάπεδο και τα τραπεζάκια έξω, κάτω από την παχιά σκιά τού πλατάνου, τα καλοκαίρια) το λειτούργησε ο Χρήστος Βλαβενίδης, ενώ το 1965 πέρασε στα χέρια τού Καριοφύλη Διαμαντακίδη και απ’ αυτόν στον γιο του, Δημήτρη. Ο Δημήτρης Διαμαντακίδης έφυγε από τη ζωή το 1997, με το μαγαζί να περνά στην κόρη του, Αφροδίτη, που πρακτικά μεγάλωσε μέσα στην επιχείρηση, την οποία λειτούργησε μαζί με τους δύο αδελφούς της ώς το τέλος. Κάπως έτσι, το «Καφαντάρι» ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση για σχεδόν 70 χρόνια.
Διάσημες παρουσίες
Από τον πόλεμο και μετά, από το καφενείο τού Καφαντάρη πέρασαν καλλιτέχνες όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, αλλά και ορχήστρες, με τις οποίες τραγούδησαν μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως ο Τσιτσάνης και ο Μπάτης. Τη δεκαετία τού 1960 ο καφενές ήταν στέκι νταλικέρηδων και ταξιτζήδων, ενώ την τελευταία περίοδο της λειτουργίας του συγκέντρωνε αρκετούς ηλικιωμένους (κάποιοι από τους οποίους κάπνιζαν κοντραμπάντο τσιγάρα τού ενός ευρώ, τα οποία προμηθεύονταν από πλανόδιους πωλητές), αλλά και Θεσσαλονικείς που σύχναζαν σ’ αυτό όταν ήταν φαντάροι. Μάλιστα, υπάρχει και στίχος που έχει γραφεί γι’ αυτούς τους πελάτες («Στο καφενείο του Καφαντάρη/ δέκα φαντάροι χωρίς στολή/ πήγαν και κάθισαν για να γλεντήσουν/ να πιούνε τσίπουρο, να πιούν ρακή»), αλλά και τραγούδι τού Μητροπάνου («Στην πλατεία τού Αγίου Βαρδαρίου/ σαν αρχαία τραγωδία οι φαντάροι/ περιμένουν Λαγκαδά-Μοναστηρίου/ κι ανεβαίνουνε μετά για Καφαντάρι»).
Φυσικά, δεν έλειπαν και οι νεότεροι θαμώνες (φίλοι των ιδιοκτητών), αλλά και αρκετοί τουρίστες, οι οποίοι είχαν διαβάσει γι’ αυτό σε τουριστικούς οδηγούς τής Θεσσαλονίκης. Χαρακτηριστικό τού μαγαζιού, οι χαμηλές τιμές (ο καφές, το τσάι και η γκαζόζα κόστιζαν μόλις 1,40 ευρώ), ενώ δεν έλειπαν κι εκείνοι που πήγαιναν στο «Καφαντάρι» για ούζο, φέρνοντας τον δικό τους μεζέ.
Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία
Το ισόγειο κατασκευάστηκε το 1917, ενώ ο όροφος είναι μεταγενέστερος, αφού έχει επιρροές από αρχιτεκτονικά κινήματα της δεκαετίας τού 1930. Το κτίριο βρίσκεται σε περίοπτη θέση, με εκλεκτικιστικά και νεότερα μορφολογικά στοιχεία. Ιδιαίτερο στοιχείο αποτελεί το ίδιο το καφενείο στο ισόγειο, με τη διάταξη των συνεχόμενων ανοιγμάτων.
Οι όψεις των ορόφων εμφανίζουν μια πλαστικότητα, με τους εξώστες με στέγαστρα πάνω απ’ αυτούς και τον τονισμό τής γωνίας με γωνιακό εξώστη, καμπυλωμένο στέγαστρο και απόληξη στηθαίου στο συγκεκριμένο σημείο. Αξιόλογα στοιχεία αποτελούν οι εξωστόθυρες με φεγγίτες, τα φουρούσια κάτω από τους εξώστες, τα κιγκλιδώματα νεωτεριστικής διάθεσης και η απομίμηση ισόδομου συστήματος στο επίχρισμα (η οποία στο ισόγειο γίνεται έντονη, σχηματίζοντας ψευδοπεσσούς).
Επιβλητική είναι και η είσοδος του κτιρίου στο ισόγειο, με καμπυλωμένο στέγαστρο στο υπέρθυρο, διακοσμητικό ανάγλυφο πλαίσιο γύρω απ’ αυτήν και μεταλλική θύρα.
Σήμερα, στη θέση τού θρυλικού καφενείου λειτουργεί κατάστημα γνωστής αλυσίδας καφέ.