Φωτογραφίες: Σάκης Γιούμπασης.
Πολλοί είναι οι Θεσσαλονικείς που έχουν βρεθεί στον συγκεκριμένο χώρο την περίοδο των Χριστουγέννων ή του Πάσχα, για να παρακολουθήσουν κάποια από τις εξαιρετικά δημοφιλείς συναυλίες με έργα κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου, που δίνονται στο εσωτερικό της: για την καθολική εκκλησία που βρίσκεται στην οδό Φράγκων ο λόγος, η οποία αποτελεί ένα από τα γνωστότερα τοπόσημα της πόλης.
Η επίσημη ονομασία τού ναού είναι «Καθολική Εκκλησία Αμώμου Συλλήψεως της Παναγίας» και βρίσκεται στην καρδιά τού πάλαι ποτέ Φραγκομαχαλά, στις παρυφές τού ιστορικού κέντρου τής πόλης, πολύ κοντά στο λιμάνι και στα Λαδάδικα, όπου δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο, αλλά και στις τραπεζικές υπηρεσίες πολλά μέλη τής γαλλικής (και όχι μόνο) κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Την εποχή ανέγερσης της εκκλησίας το σημείο ήταν ένα από τα πλέον πολυσύχναστα (αν όχι το πιο πολυσύχναστο) πέρασμα στην πόλη.
Διά χειρός Ποζέλι
Η κατασκευή τού ναού (ο οποίος σχεδιάστηκε με βάση αναγεννησιακά πρότυπα, φιλοδοξώντας να παραπέμπει σε γαλλικές εκκλησίες) ξεκίνησε το 1897 και ολοκληρώθηκε μόλις δύο χρόνια αργότερα, σε σχέδια του Βιταλιάνο Ποζέλι. Ο Ποζέλι είχε καταφτάσει στη Θεσσαλονίκη έντεκα χρόνια νωρίτερα (το 1886), ως απεσταλμένος τής οθωμανικής κυβέρνησης, για να επιβλέψει την ανέγερση στην πόλη τής προπαρασκευαστικής σχολής δημόσιας διοίκησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας (της λεγόμενης «Σχολής Ινταντιέ»), η οποία βρισκόταν στην τότε λεωφόρο Χαμιδιέ (πρόκειται για το κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται η Παλαιά Φιλοσοφική Σχολή τού ΑΠΘ). Βεβαίως, στο πέρασμά του από την πόλη ο Ποζέλι «υπέγραψε» μια σειρά από αριστουργηματικά κτίρια, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, η βίλλα Αλλατίνι, όπου σήμερα στεγάζεται το γραφείο τού περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας, και το Γενί τζαμί (το Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο).
Η ανέγερση του ναού κρίθηκε επιβεβλημένη, καθώς η προϋπάρχουσα εκκλησία των καθολικών τής Θεσσαλονίκης είχε υποστεί σοβαρές ζημιές στη μεγάλη φωτιά τού 1897 (μάλιστα, στον Τύπο τής εποχής περιγραφόταν γλαφυρά το πώς, στη διάρκεια των εκσκαφών για την κατασκευή τής κρύπτης τού νέου ναού, βρέθηκαν τα θεμέλια της προηγούμενης εκκλησίας).
Στη Θεσσαλονίκη τής εποχής, το καμπαναριό τού ναού τής Αμώμου Συλλήψεως, το οποίο υψώνεται στα 40 μέτρα, διακρινόταν από σχεδόν κάθε σημείο τού κέντρου τής πόλης, με το ρολόι του να δείχνει την ώρα στους περαστικούς (σήμερα το καμπαναριό είναι ορατό μόνον από συγκεκριμένα σημεία, ανάμεσα στις πολυώροφες οικοδομές που έχουν χτιστεί τα τελευταία χρόνια στα Άνω Λαδάδικα).
Ο χώρος λατρείας υπέστη τροποποιήσεις μετά τον βομβαρδισμό τής Θεσσαλονίκης, καθώς μία από τις (πολλές) βόμβες που ρίχτηκαν «τραυμάτισε» το ιστορικό κτίριο. Ήταν στο πλαίσιο των εργασιών αποκατάστασής του που η παλιά, θολωτή οροφή τού Ποζέλι (ένα έργο τέχνης, το οποίο κατέρρευσε συνεπεία τού βομβαρδισμού) αντικαταστάθηκε από την επίπεδη πλάκα τσιμέντου που αντικρίζουμε σήμερα, την οποία καλύπτει δίρριχτη, ξύλινη στέγη.
Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική, με το μεσαίο κλίτος να είναι και το μεγαλύτερο. Το κεντρικό κλίτος έχει ύψος 18 μέτρων, ενώ τα δύο πλαϊνά υψώνονται στα 8,20 μέτρα. Η υψομετρική αυτή διαφορά επιτρέπει τον φυσικό φωτισμό τού ναού από μεγάλα, τοξωτά παράθυρα, τα οποία είναι διακοσμημένα με βιτρό.
Η καθολική παρουσία στην πόλη
Ώς τον 19ο αιώνα, η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Θράκη υπάγονταν στο αποστολικό βικαριάτο τής Κωνσταντινούπολης. Το 1882 η Θεσσαλία και οι Βόρειες Σποράδες αποσπώνται από το βικαριάτο Κωνσταντινουπόλεως και προσαρτώνται στην αποστολική επιτροπεία Ελλάδος (Delegatio Apostolica in Regnum Graeciae). Αποστολικός δελεγάτος ήταν ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Στις 18 Μαρτίου 1926 ο πάπας Πίος ΙΑ’ ιδρύει το αποστολικό βικαριάτο Θεσσαλονίκης, με όρια δικαιοδοσίας τη Μακεδονία, τη Δυτική Θράκη και τη Λήμνο (που αποσπάστηκαν από το βικαριάτο Κωνσταντινουπόλεως), όπως επίσης και τη Θεσσαλία και τις Βόρειες Σποράδες (που αποσπάστηκαν από την αποστολική επιτροπεία Ελλάδος). Ο τοπικός ιεράρχης φέρει τον τίτλο «αποστολικός βικάριος Θεσσαλονίκης».