Με μία ματιά:
Ο σταθμός «Δημοκρατίας», στη φερώνυμη πλατεία (γνωστή στους Θεσσαλονικείς και ως «Βαρδάρι»), θα εξυπηρετεί τις γραμμές 1 και 2 του μετρό Θεσσαλονίκης. Η κατασκευή του καθυστέρησε σε μεγάλο βαθμό λόγω αρχαιολογικών ευρημάτων, με την Ελληνικό Μετρό να χαρακτηρίζει τον υποκείμενο αρχαιολογικό χώρο «υψηλής σημαντικότητας».
Στο εργοτάξιο του σταθμού βρέθηκαν ένα αρχαίο και ένα πρωτοχριστιανικό κοιμητήριο, μία εκκλησία, καθώς και οθωμανικά πανδοχεία και αποθήκες. Αρχικά, ο σταθμός ήταν να κατασκευαστεί δυτικότερα, τελικώς ωστόσο μετακινήθηκε στην οριστική σχεδίαση προς τα ανατολικά, ώστε να είναι εκτός της περιοχής όπου βρίσκονταν τα βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης (και, έτσι, να αποφευχθούν περαιτέρω καθυστερήσεις λόγω αρχαιολογικών ευρημάτων).
Ο σταθμός συμπεριλαμβανόταν σε όλες τις προγενέστερες μελέτες για τον μητροπολιτικό σιδηρόδρομο της Θεσσαλονίκης με το όνομα «Βαρδάρης» ή «Πλατεία Δημοκρατίας», ανάλογα με τη μελέτη.
Οι ανασκαφικές έρευνες
Κατά τη διάρκεια της ανασκαφικής έρευνας της ΙΣΤ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στον χώρο όπου κατασκευάστηκε ο σταθμός «Δημοκρατίας» αποκαλύφθηκε ακόμη ένα τμήμα του δυτικού νεκροταφείου της αρχαίας Θεσσαλονίκης, που καλύπτει μια μακρά περίοδο χρήσης – από τους ελληνιστικούς ώς και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.
Το νεκροταφείο αναπτύσσεται έξω από το δυτικό τείχος της αρχαίας πόλης, στα βόρεια της αρχαίας οδού, η οποία ξεκινούσε από την πύλη του Βαρδαρίου με κατεύθυνση δυτικά, προς την ύπαιθρο χώρα, και εξυπηρετούσε τις ανάγκες του νεκροταφείου, παράλληλα με αυτές παρακείμενου αποθηκευτικού χώρου πίθων που κατασκευάστηκε στον χώρο μεταγενέστερα. Το οδόστρωμα της αρχαίας οδού αποτελείται από πακτωμένα στο χώμα βότσαλα και μικρούς αργούς λίθους σε μεγάλη πυκνότητα, όπως επίσης και από τμήματα κεράμων και θραύσματα πήλινων αγγείωνκατά τόπους.
Αποκαλύφθηκε σημαντικός αριθμός τάφων ποικίλης τυπολογίας (λακκοειδείς με ή χωρίς κάλυψη, κτιστοί κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί), αρκετοί εκ των οποίων σηματοδοτούνταν με βωμοειδείς κατασκευές. Βασικές ταφικές πρακτικές αποτελούν ο ενταφιασμός και η καύση, ενώ τους νεκρούς συνόδευαν προσωπικά αντικείμενα και προσφορές των οικείων τους, όπως νομίσματα, αγγεία, λυχνάρια, κοσμήματα, ειδώλια, εργαλεία κ.ά. Κατάλοιπα νεκρικών τελετών αποτυπώνονται σε πλήθος ταφικών πυρών με προσφορές πήλινων αγγείων καθημερινής χρήσης, λυχναριών, καθώς και μεγάλου αριθμού μυροδοχείων.
Τα αρχαιολογικά στοιχεία στο σταθμό «Δημοκρατίας» αφορούν στην extra muros δυτική ύπαιθρο χώρα της Θεσσαλονίκης, που μέχρι και τα παλαιοχριστιανικά χρόνια διατηρεί εν μέρει τον ταφικό χαρακτήρα της. Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, στις παρυφές του αρχαίου νεκροταφείου, λίγο έξω από τη Χρυσή Πύλη και εν μέρει πάνω στα ερείπια μεγάλου αποθηκευτικού συγκροτήματος της ύστερης αρχαιότητας, ιδρύθηκε παλαιοχριστιανικός ναός με ταφικό πρόσκτισμα στα νότια. Το συγκρότημα φαίνεται ότι καταστρέφεται στις αρχές του 7ου αιώνα, πιθανότατα κατά τις σλαβικές επιδρομές. Κατά την οθωμανική περίοδο, την περιοχή χαρακτηρίζει η πλήρης εμπορευματοποίηση του άξονα της Μοναστηρίου, με την ανέγερση χανιών και αποθηκών.