«Τσινάρι»
(από το 1885)
Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου 72, Τ. 2310-284.028.
Όλα ξεκίνησαν το 1885, όταν, στη σκιά ενός θεόρατου πλάτανου στην Άνω Πόλη (σημειωτέον ότι «τσινάρ» στα Τουρκικά είναι ο πλάτανος), πλάι σε μία από τις παλιές κρήνες τής περιοχής, ανοίγει ένας καφενές με αυτό το όνομα. Ιδιοκτήτης του ένας Τούρκος ονόματι Κιοσσέ και θαμώνες του Τούρκοι, αλλά και Έλληνες, οι οποίοι το προτιμούσαν για να ρουφάνε τον ναργιλέ, πίνοντας τον καφέ τους (μάλιστα, ένας τούρκος κουρέας, ο Ισμαήλ, είχε μόνιμο «στασίδι» σε μια γωνιά τού μαγαζιού, για να κουρεύει όσους πελάτες το επιθυμούσαν). Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, το «Τσινάρι» περνάει σε ελληνικά χέρια, ως καφενείο-ουζερί πλέον, στο οποίο σερβίρονταν ούζο και μικρασιάτικοι μεζέδες.
Η συνταγή παραμένει έκτοτε αναλλοίωτη, όπως και η φυσιογνωμία τού μαγαζιού με τα γαλάζια τζαμλίκια στους τοίχους, τα κεραμίδια, τα παραδοσιακά, ασπρόμαυρα πλακάκια στο πάτωμα, τη γαλάζια ξύλινη οροφή, την ξυλόσομπα για τα κρύα και το μπαλκονάκι που σκιάζει μια ακακία για τους ζεστούς μήνες τού καλοκαιριού.
Στις αρχές τής δεκαετίας τού 1990 η οικογένεια Παπαδοπούλου μετατρέπει το καφενείο-ουζερί σε ταβέρνα-ουζερί, σερβίροντας μικρασιάτικους ουζομεζέδες, σουτζουκάκια σμυρνέικα, χειροποίητα ντολμαδάκια, τζιγεροσαρμάδες, ανοιχτή σαρδέλα στη σχάρα, γαύρο σαγανάκι και μπουγιουρντί με αυθεντική φέτα και ντομάτα, αλλά και γλυκά, όπως το ψητό κυδώνι και ο παραδοσιακός σιροπιαστός χαλβάς.
«Ντορέ – Ζύθος»
(από το 1908 ως «Καφέ Ντορέ», από το 1995 ως ζυθεστιατόριο)
Τσιρογιάννη 7, Τ. 2310-279.010.
Η αλήθεια είναι ότι το «Ντορέ» δεν είχε πάντοτε τη μορφή που έχει σήμερα (ζυθεστιατόριο) ούτε βρισκόταν στο ίδιο σημείο. Κι όμως, η μπράντα αυτή είναι τόσο αγαπημένη στους Θεσσαλονικείς (διαχρονικά), που δεν μπορούσε να λείπει από τον κατάλογο. Όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Κάποτε στη Θεσσαλονίκη» ο Στράτος Σιμιτζής, ήταν το 1908, όταν ο Αλφρέδο Μορατόρι, εξέχων Θεσσαλονικιός και πατριώτης, άνοιξε στη γωνία των οδών Εθνικής Αμύνης και Πρίγκιπος Νικολάου (νυν Αλεξάνδρου Σβώλου) καφεζαχαροπλαστείο, αρχικά με το όνομα «Ανατολικό Ζαχαροπλαστείο». Εκεί, ο σεφ ζαχαροπλάστης «Αλή Μπαμπά» (πιθανόν να είναι και παρατσούκλι) παρασκεύαζε τα περίφημα σιροπιαστά γλυκά που απολάμβαναν, εκτός από τους τούρκους μπέηδες και πασάδες, οι παλιοί Θεσσαλονικείς, γνωστοί ως «μπαγιάτηδες». Με την επανάσταση των Νεοτούρκων, τον Ιούλιο του 1908, το «Ντορέ» φιλοξενούσε νέους αξιωματικούς – μεταξύ τους, τον Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος συνήθως έπινε ρακή σε ειδικά ποτήρια κόκκινου χρώματος, ενώ οι έλληνες θαμώνες έπιναν τη ρακή τους σε μπλε ποτήρια.
Η ιστορία τού μαγαζιού συνεχίζεται μετά την απελευθέρωση της πόλης. Ο τούρκος στρατιωτικός διοικητής τής Θεσσαλονίκης, Ταξίμ πασάς (αυτός που την παρέδωσε στον διάδοχο Κωνσταντίνο), χάρισε αποχωρώντας στον Μορατόρι μια σκαλιστή σόμπα από μαντέμι και ένα περσικό χαλί μπουχάρα. Στον ίδιο χώρο, ο διάδοχος Κωνσταντίνος και το επιτελείο του απολάμβαναν ζεστό τσάι από σαμοβάρι, ποντς και κέικ. Στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το «Ντορέ» προτιμούσαν οι αξιωματικοί τού γαλλικού και του βρετανικού στρατού, ιδιαίτερα οι ουσάροι τού ιππικού, για να πάρουν έναν γαλλικό καφέ, ένα τσάι ή μια βιεννέζικη σοκολάτα, επιστρέφοντας στις μονάδες τους από το περίφημο «σαλόνι» τής μαντάμ Άννας, στην οδό Αγγελάκη.
Η πυρκαγιά τού 1917 αφήνει το «Ντορέ» σε στάχτες, σύντομα όμως στη θέση του ξαναγεννιέται το νέο «Ντορέ», μοντέρνο, πολυτελές, με επίπλωση και εξοπλισμό (μεταξύ των οποίων και αίθουσα μπιλιάρδου) που είχε παραγγελθεί ειδικά στη Βιέννη με τη φροντίδα τού περίφημου ιταλού «starchitect» τής εποχής, Βιταλιάνο Ποζέλι. Στους θαμώνες του συγκαταλέγονται πλέον ο Γεώργιος Κονδύλης και ο Θεόδωρος Πάγκαλος.
Θαμώνας τού «Ντορέ» υπήρξε και ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας. Όπως γράφει ο Σταύρος Σιμιτζής, «ο Τάκης Ξεφτέρης είχε ακούσει από τους δικούς του ότι ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας εμφανίσθηκε μια μέρα στο ‘Ντορέ’ ως πελάτης. Άψογα ντυμένος, παρήγγειλε το παγωτό του, πλήρωσε τον λογαριασμό του και έφυγε, αφήνοντας μια κάρτα κάτω από το πιατάκι. Ο σερβιτόρος Γιάννης Πούλιος, μόλις είδε την κάρτα, πάγωσε από φόβο και έκπληξη. Έδωσε την κάρτα στον Αλφρέδο Μορατόρι, που έσπευσε να καταγγείλει το γεγονός στο Γ’ αστυνομικό τμήμα. Η κάρτα έγραφε «Φώτης Γιαγκούλας, βασιλιάς των ορέων».
Το 1933 το «Ντορέ» μετακομίζει την περιοχή τού Λευκού Πύργου, παραμένοντας λαμπερό και διατηρώντας την εκλεκτή πελατεία του, ώς τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Τον Απρίλιο του 1941 επιτάσσεται από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, που χρησιμοποίησε το μισό καφέ ως εργαστήριο κατασκευής αναπηρικών βοηθημάτων. Με την πάροδο του χρόνου γίνεται στέκι στελεχών τής εθνικής αντίστασης, όπως οι στρατηγοί Βαρδουλάκης, Αργυρόπουλος, Αβδελάς, Τσιρούλης, Χρυσοχόου και Φροντιστής, ενώ την περίοδο 1944-45 σε αυτό συχνάζουν στελέχη τού ΕΛΑΣ, όπως οι Μπακιρτζής, Σαράφης και Βαφειάδης.
Οι διάσημοι θαμώνες τού «Ντορέ» συνεχίζουν ακάθεκτοι στα χρόνια που ακολουθούν – ανάμεσά τους ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Γιάννης Τσιριμώκος και ο Πέτρος Λεβαντής (πολιτικός και ιδρυτής τής εφημερίδας «Ελληνικός Βορράς»). Αναμφίβολα, ο πιο τακτικός θαμώνας τού «Ντορέ» ήταν ο Γιάννης Βελλίδης, εκδότης των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη», ο οποίος χρησιμοποιούσε το «Ντορέ» ως δεύτερο γραφείο του: στο (μόνιμο) γωνιακό τραπεζάκι του είχε ιδιαίτερο τηλέφωνο, ενώ εκεί δεχόταν συνεργάτες, πολιτικά πρόσωπα, παράγοντες και φίλους – μεταξύ αυτών, τον πρίγκιπα Πέτρο και τον αμερικανό στρατηγό Ντόνοβαν, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολύκροτη υπόθεση Πολκ.
Μετά τη μεταπολίτευση και τον ερχομό τού Κωνσταντίνου Καραμανλή, στη χορεία των τακτικών θαμώνων τού καφέ εντάσσονται ο Αλέκος και ο Γραμμένος Καραμανλής, η Μελίνα Μερκούρη, ο Ζιλ Ντασέν, ο Γιάννης Κοντούλης, ο Κώστας Μαρινάκης, ο Ντίνος Τριαρίδης, ο Σωτήρης Κούβελας, ο Γεώργιος Τζιτζικώστας, ο Νίκος Ακριτίδης ο Γιάννης Σφενδόνης, ο Στέλιος Νέστωρ, ο Μιχάλης Γιαννούσης, ο Μανώλης Ανδρόνικος κ.ά.
Στις αρχές τής δεκαετίας τού 1990, ο Τάκης Ξεφτέρης, στην προσπάθειά του να σώσει το «Ντορέ», πρότεινε στη Δέσποινα Μαυρομμάτη, ιδιοκτήτρια του «Ζύθου» στα Λαδάδικα, να συνεχίσει τη λειτουργία του. Έτσι, το περίφημο καφέ αναβιώνει το 1995 ως ζυθεστιατόριο, πλέον, υπό το όνομα «Ντορέ – Ζύθος». Σημειωτέον ότι τα διακοσμητικά στοιχεία που βλέπουμε σήμερα είναι αυθεντικά – από το ξύλινο μπαρ με σκαλιστά κομμάτια μέχρι τα χειροποίητα πλακάκια και την αρχική πινακίδα τού «Ντορέ».
«Snack Grill Express»
(από το 1926)
Μαλακοπής 7, Κάτω Τούμπα, Τ. 2310-932.543.
Πιο παραδοσιακό δεν έχει – και αυτό είναι τελεσίδικο. Αλλά και πιο εστέτ μέσα στη λαϊκότητα και την απλότητά του – πόσο πιο «μουράτο» μπορεί να είναι ένα μαγαζί που έχει επιλέξει να ανοίγει μόνο τις καθημερινές (ποτέ τα Σαββατοκύριακα, ακόμη κι αν παίζει ο ΠΑΟΚ στο γήπεδό του, που απέχει ελάχιστα μέτρα) και αποκλειστικά από τις 18:30 ώς τα μεσάνυχτα; Και όχι μόνον αυτό: το μαγαζί δεν διαθέτει, έστω, υπηρεσία delivery για τους τεμπέληδες – αν θέλεις να απολαύσεις αυτό που έχει να προσφέρει, πρέπει να πας επιτόπου.
Τι έχει αυτό, λοιπόν, που έχει να προσφέρει; Συγκεκριμένα πράγματα, αλλά εξαιρετικά καλά. Σπεσιαλιτέ του, ο κάθετος γύρος στα κάρβουνα, που είναι τραγανός, λιπαρός και ξεροψημένος, αλλά και το πιο σπέσιαλ μπιφτέκι από μοσχαρίσιο κιμά που έχετε δοκιμάσει ποτέ, γεμιστό με φρεσκοκομμένο γύρο (ναι, καλά διαβάσατε), γκούντα και μανιτάρια, σε μια πανδαισία που ολοκληρώνεται με ένα κομματάκι βουτύρου αρωματισμένου με ροκφόρ, που λιώνει αργά και ηδονικά από πάνω – όλα βάσει συνταγών που παραμένουν διπλοκλειδωμένες από το 1926, περνώντας από γενιά σε γενιά. Την παλέτα των γεύσεων συμπληρώνουν διάφορες σπιτικές αλοιφές, μια πολύ ιδιαίτερη μαρουλοσαλάτα, το κόκκινο λάχανο με τα καρύδια και τη φοβερή πάπρικα, αλλά και οι πιτούλες του, ξεροψημένες και επίσης αρωματισμένες με βούτυρο ροκφόρ.
«Ηρακλής»
(από το 1939)
Ολύμπου 59. Τ. 2310-261.412.
Όλα ξεκίνησαν το 1939, όταν ο Ηρακλής Καραφουλίδης (από τον οποίο προήλθε η επωνυμία τής επιχείρησης) άνοιξε το πρώτο ξηροκαρπάδικο στην Εγνατία 16. Είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη από τη Ρωσία και έμαθε τη δουλειά από δύο Αρβανιτόσερβους, όπως τους αποκαλούσε, τον Γιούνους και τον Επίτ Ραμαντάνοβιτς, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν μαθητεύσει δίπλα σε τούρκους στραγαλατζήδες ήδη πριν από το 1919. Έκτοτε, ο «Ηρακλής» άλλαξε αρκετές διευθύνσεις (το 1943 στην Αγίας Σοφίας, το 1945 στη Βενιζέλου και από τον Απρίλιο του 1974 μέχρι σήμερα στην οδό Ολύμπου), η εμμονή του στην ποιότητα παραμένει, ωστόσο, αναλλοίωτη.
Σήμερα, οι γιοι τού ιδρυτή, Γιάννης και Γαβριήλ Καραφουλίδης, με εμπειρία στον χώρο που ξεπερνά τα 50 χρόνια, συνεχίζουν στην ίδια πεπατημένη ποιότητας, προσφέροντας περισσότερα από 100 διαφορετικά προϊόντα – μεταξύ αυτών, ξηροί καρποί, γλυκίσματα, αποξηραμένα και ζαχαρωμένα φρούτα, superfoods όπως η βρώμη, το μύρτιλλο και τα golden berries, με διαχρονικά best sellers τού καταστήματος, ωστόσο, τα λευκά σπόρια (πασατέμπος) και τα πατροπαράδοτα φιστίκια. Κατά καιρούς, πελάτες τους υπήρξαν προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Μάρθα Καραγιάννη και ο Κώστας Πρέκας, ενώ ξηροί καρποί αποστέλλονταν τακτικά σε έλληνες της διασποράς σε Ευρώπη, Καναδά, ΗΠΑ και Αυστραλία – μεταξύ αυτών, ο διακεκριμένος έλληνας φυσικός τής NASA, Παύλος Τούμπας.
«Δεληγεωργάκης»
(από το 1943)
Αγίας Σοφίας 58, Τ. 2310-272.792.
Εδώ και σχεδόν 80 χρόνια, η οικογένεια Δεληγεωργάκη επιλέγει τα αγνότερα υλικά τής αγοράς (στο ίδιο σημείο, ανεβαίνοντας την Αγίας Σοφίας, ελάχιστα μέτρα πριν από την οδό Φιλίππου), για να φτιάξει λαχταριστά, παραδοσιακά γλυκίσματα – λουκούμια, σιροπιαστά, σοκολατάκια και κεράσματα πάντοτε με γνήσια κουβερτούρα, γλυκά τού κουταλιού, κουλουράκια, πτιφούρ, αλμυρά, κουραμπιέδες με φρέσκο βούτυρο, ροδίνια, νυφούλες, πασταφλόρα και κέικ, αλλά και το προσωπικό αγαπημένο μας: το μπακλαβαδάκι με σοκολάτα.
Στα χέρια τής τρίτης γενιάς πλέον, κρατάει τις παραδοσιακές συνταγές αναλλοίωτες, εξυπηρετώντας με τον ίδιο τρόπο που έκανε τον «Δεληγεωργάκη» αγαπημένο των Θεσσαλονικέων εδώ και πάνω από επτά δεκαετίες: με ποιότητα, σεβασμό στον πελάτη και σωστή και φιλική εξυπηρέτηση.
«Πήρε και βραδιάζει»
(από το 1944)
Ομήρου 7, Τ. 2310-832.926.
Ένα κουτούκι απλό και λαϊκό, συνεπές με αυτό που έχει κάποιος στο μυαλό του όταν σκέφτεται τον όρο «κουτούκι». Αν σας αρέσουν το χρώμα και οι ήχοι τής μποέμικης, ρεμπέτικης ζωής, εδώ πρέπει να έρθετε. Το μαγαζί ξεκίνησε το 1944, λίγο μετά το τέλος τού δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ως ένα από τα παλαιότερα μεζεδοπωλεία τής Θεσσαλονίκης – αρχικά στην οδό Αετοράχης. Μερικές δεκαετίες αργότερα (το 1971) μετακόμισε στην οδό Ομήρου (είναι το στενάκι που βρίσκεται απέναντι από τον μακεδονικό τάφο στην οδό Παπαναστασίου, μερικές δεκάδες μέτρα μετά τον «Ευκλείδη»), όπου θα το συναντήσετε και σήμερα.
Στο κελάρι, που βρίσκεται στο υπόγειο του μαγαζιού, φτιάχνουν βαρελίσια ρετσίνα – σήμα κατατεθέν τού μαγαζιού. Οι θαμώνες του το προτιμούν, επίσης, για το εξαίρετο χειροποίητο σουτζουκάκι, το μπιφτέκι και το λουκάνικο. Μη φύγετε πριν δοκιμάσετε το τσίπουρο και τη γκράπα, που επίσης είναι δικής τους παραγωγής.
Αρτοποιία «Μπακόλα»
(από το 1948)
Χρυσοστόμου Σμύρνης 20, Τ. 2310-223.797.
Εν αρχή ην το 1922, όταν ο Γεώργιος Μπακόλας ίδρυσε το αρτοποιείο «Κόκκινος Φούρνος» στη συμβολή τής Νικηφόρου Φωκά με τη Στρατηγού Τσιρογιάννη, απέναντι από τον Λευκό Πύργο. Μετά τον θάνατό του, το 1948, η επιχείρηση περνά στη σύζυγό του, Γιασεμή Μπακόλα, και στα δύο ανήλικα παιδιά του, την Ελένη και τον Μπάκη (Χαράλαμπο), που εκπροσωπούν τη δεύτερη γενιά. Το 1969 ο φούρνος μετακομίζει στη σημερινή του θέση, στην οδό Χρυσοστόμου Σμύρνης, με διαχειριστή πλέον τον εγγονό τού ιδρυτή, που εκπροσωπεί την τρίτη γενιά (και συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση).
Όσο για το τι μπορείτε να απολαύσετε; Κυριολεκτικά όλα τα καλούδια – ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η παράδοση, με αρτονοστιμιές που ανάγονται στον φούρνο τής γιαγιάς και του παππού. Προσωπικό αγαπημένο, τα μουστοκούλουρα (τα οποία μπορούμε να βρίσκουμε καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου), το σιμίτικο κουλούρι, αλλά και τα μικρά, αφράτα, μπαμπακένια ψωμάκια του, που λατρεύουμε να απολαμβάνουμε ζεστά, με λίγο βουτυράκι να λιώνει αργά και απολαυστικά.
«Τσαρούχας»
(από το 1952)
Ολύμπου 78, Τ. 2310-271.621.
Το 1952, δύο αδέλφια, ο Νίκος και ο Γρηγόρης Τσαρούχας, μεταγράφονται από βοηθοί γκαρσονάκια στη Μοδιάνο και στο Καπάνι αρχικώς ως σερβιτόροι και στη συνέχεια ως συνεταίροι σε μαγειρείο στην Τοσίτσα. Το 1962 τα αδέλφια ανοίγουν το δικό τους εστιατόριο με την επωνυμία «Ολύμπια» στην ίδια γειτονιά, όπου, ανάμεσα στα φαγητά, σερβίρεται και πατσάς σε κατσαρόλα. Το 1967 η επιχείρηση μεταφέρεται λίγο πιο πάνω, στην Ολύμπου 78, με την επωνυμία «Αφοί Τσαρούχα» και –με την καθοδήγηση του μάστορα του πατσά, Βασίλη Λέλου– ανάβει η φωτιά για το καζάνι που σιγοκαίει ώς και σήμερα.
Το εστιατόριο πορεύεται μέσα στις δεκαετίες παράλληλα με την ιστορία τής πόλης, «ρουφάει» τις μυρωδιές της και τις μεταλλάσσει σε λαχταριστές γεύσεις παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας που προσφέρει στις γενιές των ανθρώπων που ζουν και δημιουργούν ή περνούν από την πόλη.
Το 2013 το εστιατόριο «Τσαρούχας» ανασυντάσσεται και φοράει τα καλά του, για να θυμίσει στους παλιούς και να μάθει στους νέους. Η ιστορία συνεχίζεται…
«Ελενίδης Τρίγωνα»
(από το 1956)
Βενιζέλου 12, Πανόραμα – Γεωργίου Παπανδρέου 6 (Ανθέων), Θεσσαλονίκη.
Ήταν τα δύσκολα χρόνια λίγο μετά τον πόλεμο, όταν ο Γιάννης Ελενίδης είχε μια ιδέα που έμελλε να αλλάξει τα δεδομένα στη γεύση. Μοιράζοντας γάλα μέχρι τότε και φτιάχνοντας ρυζόγαλα και κρέμες που κέρδισαν την αγάπη τού κόσμου, προχώρησε ένα βήμα παρακάτω: ξεκίνησε (το 1956) να φτιάχνει γλυκίσματα από φύλλο κρούστας, που τα γέμιζε με κρέμα δικής του έμπνευσης. Το φύλλο ήταν χειροποίητο, τα υλικά διαλεχτά, η συνταγή μοναδική. Ο Γιάννης Ελενίδης πρόσθεσε το μεράκι του, δημιουργώντας το τρίγωνο που αγαπήθηκε απ’ όλους και απέκτησε φήμη που σύντομα ταξίδεψε σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ήταν το γλυκό που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως «τρίγωνο Ελενίδη» χάρη στον δημιουργό του και αργότερα να γίνει γνωστό ως «τρίγωνο Πανοράματος», παίρνοντας το όνομα της περιοχής. Αυτά τα τρίγωνα, με την ίδια ποιότητα, φτιαγμένα με την ίδια συνταγή και πάντοτε με αγνά και διαλεγμένα υλικά, θα τα βρείτε ακόμη και σήμερα στα καταστήματα όπου ο Βαγγέλης και ο Κώστας, τα παιδιά τού Γιάννη Ελενίδη, συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση, κρατώντας επτασφράγιστο το μυστικό που κάνει τα τρίγωνα στο κουτί με το σήμα «Ελ» να ξεχωρίζουν (εννοείται ότι τόσο τα τρίγωνα όσο και όλα τα υπόλοιπα προϊόντα «Ελενίδης» είναι χειροποίητα).
«Δορκάδα»
(από το 1957)
Κασσάνδρου 66, Τ. 2310-234-675.
Η ιστορία τού καταστήματος ξεκινά το 1957, όταν ο θείος Τομαράς (από τη Καλοσκοπή Φωκίδας) φτιάχνει το πρώτο γιαουρτάδικο στο Τσινάρι. Λίγα χρόνια αργότερα (το 1961) το μεταφέρει στην Κασσάνδρου. Η επωνυμία του επιλέχθηκε με κριτήριο το ότι την εποχή εκείνη τα πιο φημισμένα γιαούρτια στον νομό Θεσσαλονίκης φτιάχνονταν στη Δορκάδα, ένα χωριό προσφύγων έξω από τον Λαγκάδα, που είχαν έλθει από τον οικισμό Καρακοτζάκιοϊ («Ελάφι») της Ανατολικής Θράκης. Στη νέα τους πατρίδα ονόμασαν το χωριό τους «Δορκάς» (είδος ζαρκαδιού). Και, επειδή ο οικισμός βρισκόταν πάνω στον άξονα της παλιάς εθνικής οδού Θεσσαλονίκης-Σερρών, τα λεωφορεία τής γραμμής έκαναν στάση στη Δορκάδα, για να γευθούν οι επιβάτες το περίφημο γιαούρτι.
Αυτήν την τέχνη μετέφερε στη Θεσσαλονίκη ο θείος των σημερινών ιδιοκτητών, των δύο εξαδέλφων Γκαβαλίνη (Γιάννηδες αμφότεροι), κάνοντας και αυτός με τη σειρά του το γιαούρτι του διάσημο στη Θεσσαλονίκη (και όχι μόνο). Την παράδοση αυτή ακολουθούν οι σημερινοί ιδιοκτήτες, περιλαμβάνοντας ωστόσο στον κατάλογο των προϊόντων που προσφέρουν στον πελάτη και μια σειρά από «παλιακά» γλυκά από τη δεκαετία τού 1960, ολόφρεσκα και λαχταριστά, τα οποία σε ελάχιστα καταστήματα μπορεί να βρει σήμερα ο Θεσσαλονικιός. Γλυκά όπως τα χειροποίητα σιροπιαστά, τα τουλουμπάκια κάθε είδους και μεγέθους, τα τρίγωνα, οι (κυριολεκτικά, επικοί) μπαμπάδες, το ρεβανί, η καρυδόπιτα και τα γαλακτομπούρεκα. Από κοντά και τα πιο mainstream κοκ, μιλφέιγ και πορτοκαλόπιτα, αλλά και η μοντέρνα «πινελιά», την οποία εκπροσωπούν τα cheesecakes με φράουλα ή βύσσινο. Μία (τουλάχιστον) δοκιμή επιβάλλεται για καθένα από αυτά.
Κλασική αξία, ασφαλώς, αποτελούν το γιαούρτι σε κεσεδάκι (η «Δορκάδα» υπολογίζεται ότι βγάζει περί τους 40 τόνους ετησίως), το ρυζόγαλο, οι κρέμες και το παγωτό καϊμάκι από πρόβειο γάλα.
«Παλιά Αθήνα»
(από το 1960)
Ίμβρου 24, Τ. 2310-912.292.
Ποια μπορεί να είναι μία από τις συνταγές τής επιτυχίας; Πολύ απλά: λαχταριστά, ολόσωστα και υπέροχα ψημένα κρεατικά, μια λίστα κρασιών να τη ζηλεύεις και εξαιρετική βαρελίσια ρετσίνα, που φτιάχνουν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες. Αυτό δηλαδή που κάνει εδώ και πάνω από 60 χρόνια η οικογένεια του Μανώλη Γεωργακάκη (με ρίζες από τη Μικρά Ασία, τη Θάσο, τη Σμύρνη και την Κρήτη) σε ένα στενό τής Κάτω Τούμπας κάθετο στην Παπάφη, λίγο πριν από τον Κήπο τού Καλού, στην «Παλιά Αθήνα»: ένα μαγαζί που ξεκίνησε ως ταβερνάκι και σήμερα αποτελεί απαραίτητο σταθμό στο «προσκύνημα» κάθε food connaisseur που ομνύει στην υψηλών απαιτήσεων κρεοφαγία.
Η ατμόσφαιρα του μαγαζιού ενισχύει το φιλικό και οικείο αίσθημα: απλά στρωμένα τραπέζια, παλιές σόμπες, αφίσες, εκατοντάδες φιάλες κρασιών και ράφια φορτωμένα με ανοιγμένα μπουκάλια με ετικέτες που δεν θα περίμενες να συναντήσεις σε ένα κουτούκι τής Κάτω Τούμπας – ετικέτες όπως Tignanello και Chateau Cheval Blanc ώς Amarone. Και δεν είναι τυχαίο, καθώς, παρά τη μορφολογία τής «Παλιάς Αθήνας», σίγουρα δεν πρόκειται για ένα κουτούκι.
Ο κατάλογος είναι, λίγο πολύ, αυτό που θα περίμενες από ένα κρεοφαγικό εστιατόριο – το μυστικό κρύβεται στη δεξιοτεχνία και τη μαεστρία τού ψησίματος. Θα απολαύσεις ζουμερά σουτζουκάκια στη σχάρα με αλοιφή πάπρικας (όπως τους πρέπει), χοιρομέρι εξαίρετο, κοκορετσάκι ατομικό, μοσχοβολιστό και κριτσανάτο (να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει), ρώσικη σαλάτα κορυφαία και βιρτουόζα, καλοψημένες ταλιάτες και φιλέτα. Αλλά δεν σταματάει εδώ το πράγμα: στην «Παλιά Αθήνα» μπορείς να παραγγείλεις rib-eye από Wagyu Αυστραλίας (καλοσιτεμένο και άψογα ψημένο), αλλά και αμερικάνικα Black Angus.
«Καμμένη Γωνιά»
(από το 1960)
Βασιλίσσης Όλγας 72, Τ. 2310-835.870.
Το εστιατόριο ιδρύθηκε το 1960 από τον Μιχάλη Κωσταντζίκη από τη Νέα Ζίχνη Σερρών. Στεγάστηκε σε ένα γωνιακό ισόγειο, στον αριθμό 90 τής λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας (σημερινός αριθμός: 72). Γι’ αυτό και ονομάστηκε «Γωνιά».
Γρήγορα οι δουλειές αυξήθηκαν και έτσι ο ιδρυτής συνεταιρίστηκε με τον αδελφό του, Δημήτρη. Εκείνο το πρώτο μαγαζί καταστράφηκε εξαιτίας πυρκαγιάς το 1969 – τα δύο αδέλφια όμως όχι απλώς δεν πτοήθηκαν, αλλά έβαλαν πλώρη να το ξαναφτιάξουν. Αποφάσισαν μάλιστα, σε μια επίδειξη χιούμορ και αυτοσαρκασμού, να το μετονομάσουν σε «Καμμένη Γωνιά» (την επωνυμία με την οποία το γνωρίζουμε ακόμη και σήμερα), ένα όνομα που στην πορεία των χρόνων συνδυάστηκε με την καλή κουζίνα, τη μεγάλη ποικιλία σε μαγειρευτά, σπιτικά φαγητά (μπορείτε να βρείτε περισσότερες από 40 επιλογές σε καθημερινή βάση) και την πιστή πελατεία.
Τι μπορείτε να απολαύσετε; Κυριολεκτικά, σχεδόν ό,τι τραβάει η όρεξή σας: κρεατικά στα κάρβουνα, ψαρικά, όσπρια, λαδερά, μαγειρευτά ή φαγητά με κιμά. Εννοείται πως ό,τι και να κάνετε επιβάλλεται να δοκιμάσετε τα περίφημα σουτζουκάκια, που αποτελούν σήμα κατατεθέν τής «Καμμένης Γωνιάς» εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα, πατώντας πάνω στην ίδια, απαράλλακτη (και δοκιμασμένη) συνταγή. Και όσο ο καιρός είναι ακόμη καλός, έχετε πάντοτε τη δυνατότητα να απολαύσετε το γεύμα ή το δείπνο σας σε κάποιο από τα τραπεζάκια έξω, με θέα στο παρκάκι μπροστά από το εστιατόριο.
«Κρόνος»
(από το 1961)
Βαφοπούλου 30, Τ. 2310-414.730.
Αποπνέοντας το άρωμα της παλιάς πόλης, ο «Κρόνος» παραμένει (αρχής γενομένης από το 1961) πιστός στην παράδοση και στην ποιότητα. Τις ζεστές ημέρες μάς περιμένει στα τραπεζάκια στο πλακόστρωτο επί της Βαφοπούλου, ενός από τους πιο κομψούς και γραφικούς δρόμους τής πόλης, γεμάτου με πανύψηλα πλατάνια στις δύο πλευρές του. Τον χειμώνα η «δράση» μεταφέρεται στο ατμοσφαιρικό εσωτερικό τής ταβέρνας, όπου κάθε τοίχος φιλοξενεί μαρτυρίες τής πορείας αυτού του απίστευτα γραφικού στεκιού στον χρόνο.
Το περιβάλλον, λοιπόν, «λέει» πολλά… Το ίδιο όμως και η κουζίνα, αρχής γενομένης από τα θρυλικά σουτζουκάκια τού «Κρόνου», τα οποία αποτελούν, ίσως, το κατεξοχήν best seller εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα. Εξίσου θρυλικός είναι ωστόσο και ο γύρος (κρεατένιος, πλούσιος, υπέροχα αρτυμένος και ψημένος στην εντέλεια), όπως και η σουβλιστή μπριζόλα (ένα κρέας έξοχο, απίστευτα τρυφερό, μαλακό και βελούδινο, που κυριολεκτικά λιώνει στο στόμα), η οποία χρειάζεται τύχη για την προλάβεις. Λατρεμένα είναι και τα μαγειρευτά τού «Κρόνου» (γεύσεις μαμάς, όλα τους), ενώ οι αλοιφές και οι σαλάτες είναι πάντοτε χειροποίητες και ολόφρεσκες.
Τελευταίο, αλλά σίγουρα όχι λιγότερο σημαντικό: ο «Κρόνος» παράγει τη δική του ρετσίνα, την οποία φιλοξενεί σε μεγάλα ξύλινα βαρέλια. Μη διανοηθείτε να συνοδεύσετε τις λαχταριστές νοστιμιές που θα γευθείτε με οτιδήποτε άλλο.
«Αχνός»
(από το 1971)
Ολύμπου 127, T. 2310-201.751.
Μεσημεράκι. Πεινάς. Θέλεις πολύ να φας κάτι – δεν θέλεις όμως κάτι στο χέρι ή οτιδήποτε που να θυμίζει fast food. Ιδανικά, θα ήθελες φαγητό σαν της μαμάς – ποιος το φτιάχνει όμως… Ο «Αχνός» υπάρχει ακριβώς για εσένα. Μπαίνοντας από την πόρτα θα πας κατευθείαν απέναντι, στη βιτρίνα μπροστά από την κουζίνα με τις φωτιές, και θα αρχίσεις να λιμπίζεσαι. Λαδερά, ψητά, σαλτσάτα, μαγειρευτά, ρυζάκια, ζυμαρικά – φαγάκια που θα τα εύρισκες εύκολα σε μια σπιτική κουζίνα. Αλλά και ψητά και σούβλες (σε ειδικές περιπτώσεις) και κρεατικά τής ώρας, με προεξάρχον το μπιφτεκάκι τού «Αχνού»: λεπτό, πλατύ, διακριτικά αρτυμένο και πεντανόστιμο, με ένα κομματάκι φρέσκο βούτυρο να λιώνει αργά και πλούσια πάνω από το μπιφτεκάκι, συνοδευόμενο από ρυζάκι και αλοιφή πάπρικας, όπως του πρέπει. Όσο για τις τιμές, είναι τόσο λογικές και οικονομικές, που επανακαθορίζουν την έννοια του value-for-money.
«Γιαννούλα»
(από το 1974)
Κασσάνδρου 50, Τ. 2310-263.928.
Ένα μαγέρικο με κουζίνα αυθεντική και υλικά γνήσια, σαν να τρως στο σπίτι σου. Η ταβέρνα τής Γιαννούλας έχει μεγαλώσει γενιές Θεσσαλονικέων, αλλά και φοιτητών, σερβίροντας σπιτικό φαγητό – κεφτεδάκια και σουτζουκάκια με πατατούλες τηγανητές. Ώς το 1994 το μαγαζί λεγόταν «Ταβέρνα – Ψησταριά ‘Ο Γιάννης’» ενώ σε «Γιαννούλα» μετονομάστηκε από το παρατσούκλι που είχαν δώσει στη γυναίκα τού Γιάννη, τη Βιργινία. Σήμα κατατεθέν του, ένα παραδοσιακό τζούκμποξ, απ’ όπου ακούγεται η μουσική που παίζει στο μαγαζί.
Η ποιότητα είναι εξαιρετική από την άποψη του value-for-money και το φαγητό καθαρό και ποιοτικό. Εξαιρετική η χοιρινή μπριζόλα, το βοδινό συκώτι στα κάρβουνα και το μοσχαρίσιο φιλέτο με μανιτάρια. Εξαιρετικά επίσης η ψητή μελιτζάνα, τα κεφτεδάκια και το γεμιστό μπιφτέκι – ανεπανάληπτα. Το ίδιο και οι τηγανητές πατατούλες. Ο ιδιοκτήτης είναι γνώστης των κρασιών και θα σας βοηθήσει να συνοδεύσετε σωστά το γεύμα σας.
«Μπακαβόγατος»
(από το 1976)
Χριστοπούλου 3, Τ. 2310-275.363.
Μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση, η οποία λειτουργεί στο κέντρο τής Θεσσαλονίκης, πίσω από την Αχειροποίητο, εδώ και 44 χρόνια. Ιδρύθηκε το 1976 από τον Χρήστο Μπάκαβο, διαθέτοντας είδη παντοπωλείου, μαναβικής και τυροκομικά, που παρήγαγε η ίδια η οικογένεια Μπάκαβου – οι ιδιοκτήτες του. Η παράδοση συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, που τη σκυτάλη έχει πάρει ο γιος, Κωνσταντίνος, ο οποίος ανακαλύπτει και προσφέρει στους πελάτες του τα καλύτερα προϊόντα τής ελληνικής γης. Η μοναδική προσθήκη στον χώρο είναι τα κάδρα με τις φωτογραφίες τού Νικ Κέιβ στους τοίχους…
Άνθρωποι ζεστοί και φιλόξενοι, γνήσιοι Μακεδόνες, ο Κωνσταντίνος Μπάκαβος και η σύζυγός του, η Ειρήνη, συνεχίζουν την παράδοση, έχοντας δημιουργήσει έναν χώρο με προϊόντα παραδοσιακά, βιολογικά, δίχως πρόσθετα και συντηρητικά, φτιαγμένα όπως οι αγαπημένες συνταγές των γιαγιάδων – εκλεκτά τυριά και αλλαντικά απ’ όλη την Ελλάδα, επιλεγμένα βιολογικά προϊόντα, χειροποίητα ζυμαρικά και πολλά ακόμη. Θα σας τα δείξουν με προθυμία και αγάπη, με στόχο να βάλουμε ξανά στη ζωή μας τους γευστικούς θησαυρούς τής μάνας γης, που τόσο πολύ μας έχουν λείψει, προσθέτοντας μυρωδιές και αρώματα σε ένα υπέροχο γευστικό ταξίδι.
«Βομβίδια»
(από το 1982)
Βασιλέως Ηρακλείου 35-37, Τ. 2310-281.939.
Πρόκειται για έναν από τους γαστρονομικούς θρύλους τής Νέας Αγοράς, ο οποίος –περιέργως– έχει συνδεθεί όσο κανένα άλλο μαγαζί με το ΠΑΣΟΚ το παλιό, το «ορθόδοξο». Ίσως και όχι τόσο περιέργως… Βλέπετε, τα ιστορικά «Βομβίδια» ξεκίνησαν την πορεία τους στον χρόνο το μακρινό 1982, σε ένα σημείο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τα γραφεία τού (τότε) κυβερνώντος και παντοδύναμου «κινήματος», στη Βασιλέως Ηρακλείου. Ευτυχώς, η πορεία των «Βομβιδίων» δεν ακολούθησε τα σκαμπανεβάσματα του ΠΑΣΟΚ – η πορεία τους είναι σταθερά ανοδική. Και όχι τυχαία, αφού πατάνε σε συνταγή δοκιμασμένη: σουτζουκάκια με πολίτικη συνταγή, στα κάρβουνα, αρτυμένα με μπαχάρια και μοσχοβολιστά πιπέρια (εννοείται ότι η συνταγή είναι μυστική και δεν αποκαλύπτεται). Είναι δυνατόν να αποτύχεις με τέτοια πρώτη ύλη;
Τι πρέπει να γνωρίζετε, αν πάτε πρώτη φορά εκεί (αποκλείεται, αλλά το γράφουμε και για τυχόν περαστικούς από την πόλη): πρώτον, τα σουτζουκάκια συνοδεύονται από μπούκοβο (πώς αλλιώς θα μπορούσαν να λέγονται «βομβίδια»;). Μην το φοβηθείτε, απολαύστε το. Δεύτερον, τα σουτζουκάκια δεν κάνουν παρέα με πατάτες τηγανητές – όχι εδώ. Αλλά δεν τις χρειάζεστε κιόλας. Μαζί με τη μερίδα σας θα σας φέρουν όχι μόνο ντοματούλα ολοκόκκινη και κρεμμυδάκι αψύ και γλυκό συνάμα, αλλά και ψωμάκι φρέσκο, κομμένο κάθετα, που θα βουτήξεις στα ζουμάκια από τα σουτζουκάκια και τις ντοματούλες και το κρεμμυδάκι – νοστιμιά! Μη ξεχάσετε να ζητήσετε και χειροποίητη ρώσικη σαλάτα (κι αυτή μυστική συνταγή τού καταστήματος). Τρίτον, στον κόσμο των «Βομβιδίων» υπάρχουν και άλλα καλούδια εκτός από τα σουτζουκάκια, που αξίζει να δοκιμάσετε: πανσέτα, σουβλάκι, λουκάνικα καραμανλίδικα και Τζουμαγιάς και μοσχαρίσια πικάνια.
«Μπακαλιαράκια στο λιμάνι»
(από το 1985)
Φασιανού 1-2, Λαδάδικα, Τ. 2310-512.600, 2310-510.210.
Η ιστορία ξεκινά πριν από πολύ καιρό, όταν στα μέσα τής δεκαετίας τού 1980 η κυρία Αθανασία και ο σύζυγός της γνωρίζονται στη Σουηδία και παίρνουν την κοινή απόφαση να έρθουν στην Ελλάδα. Με τον ερχομό τους στη Θεσσαλονίκη ανακαλύπτουν σε ένα στενάκι στα Λαδάδικα, απέναντι από το λιμάνι, ένα μικρό, άδειο μαγαζάκι. Εκεί άρχισαν όλα… Λίγα χρόνια αργότερα, ο λιθόστρωτος δρόμος μεταμορφώθηκε σε ένα από τα πιο φημισμένα ψαροστενά τής πόλης, με τα «Μπακαλιαράκια στο λιμάνι» να γίνονται σημείο αναφοράς, με ουρές κόσμου να περιμένουν ώρες ατέλειωτες για να γευθούν τον νοστιμότερο τηγανητό μπακαλιάρο, συνοδευμένο με τηγανητές πατάτες – το δικό μας fish’n’chips, βασισμένο σε μια συνταγή μυστική εδώ και δεκαετίες.
Οι επιλογές δεν είναι πολλές – και δεν χρειάζεται να είναι: μπακαλιάρος τηγανητός (όπως εξηγεί η κυρία Αθανασία, ο βακαλάος είναι εισαγωγής, από τη Νορβηγία), τραγανός και κριτσανιστός απ’ έξω, τρυφερός και ζουμερός από μέσα. Στο πλευρό του, πατατούλες τηγανητές κομμένες σε ροδέλες και μια ελαφριά, χειροποίητη σκορδαλιά, όλα απλωμένα μπροστά σου πάνω σε μια λαδόκολλα. Οι μερίδες είναι μεγάλες και οι τιμές εξαιρετικά προσιτές. Όσο για το έδεσμα, παραδίδεται και στην πόρτα σας, με delivery.
«Ραγιάν»
(από το 1986)
Μπαλάνου 12, Τ. 2315-003.907.
Η επιχείρηση του Θεόφιλου Γεωργιάδη ξεκίνησε τη λειτουργία της πριν από 34 χρόνια, προτείνοντας έναν διαφορετικό τρόπο διατροφής, απαλλαγμένο από τα παγκοσμιοποιημένα διατροφικά δεδομένα, με σεβασμό στο περιβάλλον, τις εποχές, την υγεία και την παράδοση. Το κατάστημα (που πήρε το όνομά του από την παλιά ονομασία τού χωριού Βάθη στο Κιλκίς, τόπου καταγωγής τού ιδιοκτήτη, έδρας τής εταιρείας και σημείου παραγωγής των προϊόντων) λειτουργεί ακόμη και σήμερα στο ίδιο σημείο, διαθέτοντας ποντιακές λιχουδιές που θυμίζουν στον ιδιοκτήτη του τις ποντιακές του ρίζες – γιοχάδες, εβριστόν, βαρένικα και φύλλα από ζυμαρικά, αλλά και τυριά όπως γαΐς, παρχαροτύρ, σολγούν και πασκιτάν.
Στόχος τού «Ραγιάν» είναι να ικανοποιήσει την ανάγκη κάποιων ανθρώπων που θέλουν να κρατήσουν τους δρόμους τής παράδοσης ανοιχτούς. Για τον λόγο αυτό, οι ιδιοκτήτες του ανέτρεξαν στο παρελθόν, ανασύροντας τις πολύτιμες διατροφικές παραδόσεις τού ποντιακού γαστρονομικού πολιτισμού. Έχοντας λοιπόν αυτόν το θησαυρό στις βαλίτσες τους και με πολυετή, πλέον, πείρα στον τομέα των παραδοσιακών προϊόντων, κάνουν ένα ταξίδι γεύσεων που ξεκινά από τον κάμπο τής Σαμψούντας, διασχίζει τα βουνά τής Τραπεζούντας, τα παρχάρια της Σάντας και καταλήγει στο «Ραγιάν». Συνοδοιπόρους έχουν τους πελάτες τους, που χρόνια τώρα, σταθερά, απολαμβάνουν γνήσια παραδοσιακά και υγιεινά ποιοτικά προϊόντα. Στόχος, να μεταφέρουν ακέραιο αυτόν τον θησαυρό στις επόμενες γενιές και να μεταδώσουν στον κόσμο την αγάπη τους, αλλά και τη σημασία τής υγιεινής και, συνάμα, πεντανόστιμης ποντιακής διατροφής.
«Ο Κώστας»
(από το 1990)
Εμμανουήλ Φίλη 15, Άνω Τούμπα, Τ. 2310-905.062.
Τριάντα χρόνια μάστορας στο κρέας, ο Κώστας Μουστακίδης ξεκίνησε από τη Δράμα, καταφέρνοντας να αναδειχθεί σε έναν από τους βιρτουόζους τού κρέατος στη Θεσσαλονίκη. Ερχόμενος στη Θεσσαλονίκη από τη Δράμα στην ηλικία των 22 χρόνων, κατάφερε να βρεθεί ιδιοκτήτης ενός ψητοπωλείου σε μια περιοχή τής Άνω Τούμπας που τότε αναπτυσσόταν. Η δουλειά του; Να ψήνει κρέατα και να φορμάρει τον γύρο. Η παραξενιά του (ευτυχώς για όλους εμάς); Να μην ανέχεται κρέας δεύτερης ποιότητας στις παρασκευές του.
Στο ψητοπωλείο αυτό δεν θα βρεις σούβλα έτοιμη – τη στήνει κάθε πρωί ο ίδιος ο Κώστας, τοποθετώντας κομμάτια μαριναρισμένου χοιρινού. Αυτό ακριβώς το προϊόν (ο νωπός γύρος) είναι και το success story τού μαγαζιού – κομμένος περίτεχνα στο χέρι, από επιλεγμένο χοιρινό κρέας από σπάλα και λίγο μπούτι, μαρινάρεται για 24 ώρες και στήνεται κάθε πρωί στη βέργα από τον Κώστα, ώστε να μπει για ψήσιμο κατά τις 12 το μεσημέρι. Δεν είναι όμως μόνον ο γύρος: λατρείες αξεπέραστες είναι και το μοσχοβολιστό σουτζουκάκι, το αφράτο, πεντανόστιμο συκώτι, το παϊδάκι που λιώνει στο στόμα, το ζουμερό σουβλάκι και το χωριάτικο λουκάνικο με πράσο. Απόλυτο «must» η μοσχαρίσια μπριζόλα Βεροίας, που σερβίρεται με λάδι τρούφας – ένα όνειρο! Κι από κοντά, χειροποίητες αλοιφές, φρεσκοβρασμένες πράσινες σαλάτες, υπέροχη μαριναρισμένη πολίτικη και φρεσκοκομμένη χωριάτικη. Όλα συνοδεία τσίπουρου, ρετσίνας και κόκκινου κρασιού για τις μπριζόλες.