Στην κεντρική φωτογραφία: το δελτίο ταυτότητας του φοιτητή Ιατρικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτη Ξανθόπουλου.
Μόλις είχε τελειώσει το δεκατάξιο σχολείο μέσης εκπαίδευσης στο Τζετισάι τού Καζακστάν, όπου η οικογένειά του, όπως και χιλιάδες άλλοι Έλληνες Πόντιοι, ζούσε εξόριστη από την περίοδο των σταλινικών διώξεων και τους είχε δοθεί το δικαίωμα παλιννόστησης.
«ΕΚΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΔΟΥΛΕΥΑ ΣΤΙΣ ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΤΗΡΙΞΩ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΛΛΑ ΤΡΙΑ ΑΓΟΡΙΑ, ΜΙΚΡΟΤΕΡΑ ΜΟΥ», ΛΕΕΙ, ΑΦΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ. «Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΑΣ, ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΠΕΘΑΝΕ. ΗΤΑΝ ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ, ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΤΟΥ ΕΛΕΓΑΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΤΕΞΕΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ, ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΣ ΕΠΕΜΕΝΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ‘ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΝΩ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΜΑ’, ΕΛΕΓΕ».
«Στον δρόμο για την εξορία, στα εμπορικά βαγόνια που μετέφεραν τους εξόριστους, πέθαναν όλα τα μωρά – ήμουν νεογέννητο και κλινικά νεκρός κι εγώ. Και ίσως και να πέθαινα, αλλά διά θαύματος –έλεγε η μάνα μου– επέζησα…», διηγείται.
Έναν ολόκληρο μήνα περίμεναν να φανεί το καράβι που θα τους μετέφερε στην αγαπημένη, πλην άγνωστή τους πατρίδα, την Ελλάδα, που σπαρασσόταν τότε από τα πολιτικά πάθη και στον ορίζοντα προέβαλαν τα σύννεφα της καταιγίδας που θα ερχόταν έναν χρόνο αργότερα, της δικτατορίας, η οποία θα μετέτρεπε το όνειρο του νεαρού Ξανθόπουλου και της οικογένειάς του σε εφιάλτη.
Για τη συμμετοχή του σε μια αντιχουντική διαδήλωση συνελήφθη, τον ανέκρινε ο διαβόητος συνταγματάρχης Λαδάς και απελάθηκε πίσω στη Σοβιετική Ένωση, όπου έπεσε στα «νύχια» της KGB, που τον έστειλε στα βάθη τής Σιβηρίας.
Σπουδές και μεροκάματο στην Ελλάδα
Στην Αθήνα, ο Παναγιώτης, άριστος μαθητής στην ΕΣΣΔ, έμαθε γρήγορα τα Ελληνικά και γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή «άνευ εξετάσεων», βάσει του νόμου για τους επαναπατριζόμενους Πόντιους. Ταυτόχρονα, ως αθλητής τής ενόργανης γυμναστικής, ίδρυσε στην Αγία Βαρβάρα τον πρώτο στην Ελλάδα αθλητικό σύλλογο ενόργανης γυμναστικής.
«Εκτός σπουδών, δούλευα στις οικοδομές για ένα μεροκάματο, για να στηρίξω οικονομικά τη μητέρα μου με άλλα τρία αγόρια, μικρότερά μου», λέει, αφηγούμενος στο ΑΜΠΕ την περιπέτειά του. «Ο πατέρας μας, δύο μήνες μετά την άφιξή μας στην Ελλάδα, πέθανε. Ήταν άρρωστος από καιρό, οι γιατροί τού έλεγαν ότι δεν θα αντέξει το μεγάλο ταξίδι, αλλά αυτός επέμενε να φύγει στην Ελλάδα: ‘Καλύτερα να πεθάνω στην πατρίδα, για να μείνω στο ελληνικό χώμα’, έλεγε».
Η 21η Απριλίου 1968 άλλαξε τα πάντα
Ώσπου τον Απρίλιο του 1968 ήρθαν τα πάνω κάτω για τον ίδιο και την οικογένειά του: «Ήταν 21 Απριλίου, πρώτη επέτειος του πραξικοπήματος, και σε μια διαδήλωση που οργανώθηκε από τους φοιτητές τού Πολυτεχνείου, στην είσοδο του κτιριακού συγκροτήματος, πήγαμε και πέντε άτομα από την Ιατρική. Συνολικά, συγκεντρωθήκαμε περίπου εκατό φοιτητές. Παραταχθήκαμε στην αυλή, όπου εγώ κρατούσα ένα πλακάτ που έγραφε ‘Έξω η χούντα, ζήτω η ελευθερία!’. Κάποια στιγμή με πλησίασε γεροδεμένος αστυνομικός με πολιτικά (ότι ήταν αστυνομικός το κατάλαβα αργότερα) και με ρώτησε: ‘Κι εσύ, που φωνάζεις με σπαστά Ελληνικά, ποιος είσαι; Τι κάνεις εδώ;’. Του απάντησα, ομολογώ, με τον τσαμπουκά τού 18χρονου: ‘Εσένα τι σε νοιάζει;’. Σήκωσε το χέρι του να με χτυπήσει στο κεφάλι, αλλά δεν πρόλαβε – του έδωσα μια γροθιά και έπεσε κάτω. Δεν ήξερα, βέβαια, ότι ήταν αστυνομικός… Όρμησαν εναντίον μου άλλοι τρεις και τους έθεσα κι αυτούς εκτός μάχης. Σίγουρα δεν είχα φόβο. Τα νιάτα… Ήμουν πεπεισμένος ότι είχα δίκιο. Με κυνήγησαν, με έπιασαν στα κάγκελα, με τη βία μού έβαλαν τις χειροπέδες…», θυμάται.
«ΜΕ ΤΟ ΠΟΥ ΜΠΗΚΑΜΕ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ, ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΚΑΙ ΔΥΟ ΜΑΥΡΑ, ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΣΚΥΛΙΑ ΠΟΥ ΣΤΕΚΟΝΤΑΝ ΔΕΞΙΑ ΚΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ. ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΤΑ ΦΟΒΗΘΗΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΑΝ ΚΑΘΕ ΜΟΥ ΚΙΝΗΣΗ. Ο ΛΑΔΑΣ, ΑΦΟΥ ΕΜΑΘΕ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΠΟΝΤΙΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΈΝΩΣΗ, ΕΙΠΕ: ‘Α, ΔΕΝ ΧΟΡΤΑΣΕΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ, ΘΕΛΕΙΣ ΚΑΙ ΕΔΩ!’. ΕΓΩ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΗΣΑ. ΜΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕ ΝΑ ΥΠΟΓΡΑΨΩ ΟΤΙ ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ ΒΡΕΘΗΚΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΔΙΚΤΑΤΟΡΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ. ‘ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ΝΑ ΕΡΘΕΙΣ, ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΕ ΠΑΡΕΣΥΡΑΝ. ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΙ; ΑΝ ΑΠΟΚΗΡΥΞΕΙΣ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΣΟΥ, ΘΑ ΣΟΥ ΔΩΣΟΥΜΕ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΣΤΕΙΛΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΟΞΦΟΡΔΗ ΓΙΑ ΣΠΟΥΔΕΣ. ΘΕΛΕΙΣ;’, ΜΕ ΡΩΤΟΥΣΕ ΜΙΑ ΚΑΙ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ».
Ο Ξανθόπουλος μεταφέρθηκε στα γραφεία τής Ασφάλειας, στον οδό Χαλκοκονδύλη 5, όπου έφεραν και τη μητέρα του, που μόλις τον αντίκρισε έβαλε τα κλάματα. «Μας συνόδευσαν στο δεύτερο όροφο. Εκεί ήταν το γραφείο τού πολύ σκληρού συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά, του γενικού γραμματέα Δημόσιας Τάξης στη κυβέρνηση της χούντας», περιγράφει.
«Με το που μπήκαμε στο γραφείο, είδα τον συνταγματάρχη και δύο μαύρα, τεράστια σκυλιά που στέκονταν δεξιά κι αριστερά. Τα σκυλιά τα φοβήθηκα πραγματικά, παρακολουθούσαν κάθε μου κίνηση. Ο Λαδάς, αφού έμαθε ότι είμαι Πόντιος από τη Σοβιετική Ένωση, είπε: ‘Α, δεν χόρτασες κομμουνισμό, θέλεις και εδώ!’. Εγώ δεν απάντησα. Μου πρότεινε να υπογράψω ότι κατά λάθος βρέθηκα στην αντιδικτατορική εκδήλωση. ‘Δεν μπορούσες μόνος σου να έρθεις, κάποιοι σε παρέσυραν. Ποιοι ήταν αυτοί; Αν αποκηρύξεις τις απόψεις σου, θα σου δώσουμε διαβατήριο και θα σε στείλουμε στην Οξφόρδη για σπουδές. Θέλεις;’, με ρωτούσε μία και δύο φορές. Του είπα ότι δεν μπορώ να πάω στην Οξφόρδη, επειδή πρέπει να στηρίξω τη μάνα μου και τα τρία αδέλφια μου. Κάποια δευτερόλεπτα με έπιασαν αμφιβολίες. Δεν ήθελα να πάω φυλακή και να αφήσω την οικογένεια μόνη. Σίγουρα δεν σκόπευα να καταδώσω φίλους, αλλά μου πέρασε από το μυαλό μόνο να υπογράψω ότι βρέθηκα τυχαία στη διαδήλωση. Εκείνη τη στιγμή βλέπω τη μητέρα μου χλωμή να με κοιτάζει επίμονα και αυστηρά, με σφιγμένα χείλη – μετά κούνησε ελαφρώς το κεφάλι της. Κατάλαβα ότι μου λέει σιωπηλά το ‘όχι’, να μην υπογράψω τίποτα. Και δεν υπέγραψα», αφηγείται.
Επιστρέφοντας στην ΕΣΣΔ
Σε λίγες ώρες τον άφησαν ελεύθερο, ενώ φεύγοντας ο Λαδάς τού επανέλαβε απειλητικά: «Θέλεις κομμουνισμό; Να πας εκεί απ’ όπου ήρθες!». Και αυτό έκαναν. Τον έστειλαν πίσω.
Τον Μάρτιο του 1969, μαζί με την οικογένειά του, πήραν αναγκαστικά τον δρόμο τής επιστροφής με διαβατήριο Laissez – Rasser, μόνο για ταξίδι προς την ΕΣΣΔ, με σφραγίδα «χωρίς επιστροφή». Τέρμα οι σπουδές, τέρμα η Ελλάδα.
«Δεκατρείς Μαρτίου. Ήταν η τελευταία νύχτα στην Αθήνα. Αισθανόμουν παράξενα… Μόλις πριν από δύο χρόνια έφευγα από την Οδησσό με λαχτάρα για την Ελλάδα και τώρα πίσω, διωγμένος από τη χούντα».
Με το ίδιο πλοίο, το «Latvia», επέστρεψαν αργότερα στην Οδησσό και άλλοι Έλληνες Πόντιοι, μη αρεστοί στη δικτατορία. «Στην Οδησσό μόνο που δεν μας έστρωσαν κόκκινο χαλί. Μας έβλεπαν ως σύμβολο αντίστασης κατά της χούντας. Εγώ, το απλό, θαρραλέο αγόρι, στην υποδοχή στο λιμάνι τής Οδησσού αισθάνθηκα κάπως σαν ένας μικρός ήρωας, αυτή η ηρωική διάθεση γρήγορα εξαφανίστηκε, ωστόσο, όταν στο τελωνείο, στις βαλίτσες μας, βρήκαν την εικόνα τής Παναγίας με τον Χριστό. «Δεν ντρέπεστε;», φώναξε με μίσος και απέχθεια ο τελωνειακός. «Είναι της μητέρας μου», του λέω. Εκείνος όμως αρπάζει την εικόνα και τη ρίχνει στο πάτωμα. Ζαλίστηκα από τον θυμό, προσβλήθηκα τόσο πολύ, που ένιωσα χειρότερα απ’ αυτό που ένιωθα στο γραφείο τού Λαδά. Αν μπορούσα με το ίδιο πλοίο να φύγω πίσω στην Ελλάδα, θα έφευγα την ίδια στιγμή. Εδώ για πρώτη φορά συνειδητοποιώ ότι σ’ αυτήν τη χώρα όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα και επέστρεψα (σ.σ.: τη Σοβιετική Ένωση) υπάρχουν πολύ περισσότεροι ‘μαύροι συνταγματάρχες’», λέει.
Στη Ρωσία, «εφοδιασμένος» με τη γνώση τής ελληνικής γλώσσας και την εμπειρία ζωής στην Αθήνα, έθεσε ως στόχο του να συμβάλει στην αναγέννηση του ξεχασμένου Ελληνισμού τής Ρωσίας: «Μόλις γυρίσαμε, πήγα στη Μόσχα να ζητήσω μεταγραφή στο σοβιετικό πανεπιστήμιο και μου είπαν ότι μπορούν να με δεχθούν μόνο τα περιφερειακά πανεπιστήμια, εκτός Μόσχας, Αγίας Πετρούπολης και Κίεβου. Έτσι, γράφτηκα στο πανεπιστήμιο του Κράσνονταρ, κοντά στο Σοχούμι τής Αμπχαζίας, μια πόλη όπου ζούσαν οι παππούδες μου, μέχρι που τους εξόρισαν στο Καζακστάν και εγκαταστάθηκε η οικογένειά μου. Το γεγονός ότι ήρθα από την Αθήνα με κατέστησε το επίκεντρο της προσοχής όλων των ελληνικής καταγωγής φοιτητών, που μου ζητούσαν να τους μιλήσω για την Ελλάδα, την Ακρόπολη. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα στην πόλη, ότι κάποιος Ξανθόπουλος ήρθε από την Ελλάδα και ξέρει Ελληνικά. Οι άνθρωποι ‘διψούσαν’ για Ελλάδα. Άρχισαν να με καλούν σε γάμους, για να χαιρετήσω τα νιόπαντρα ζευγάρια στην ελληνική γλώσσα. Ήταν συγκινητικό, δάκρυζαν μόλις με άκουγαν να μιλάω Ελληνικά, ενώ μερικοί καταλάβαιναν και λίγες λέξεις. Μόνο το άκουσμα της γλώσσας τούς έδινε μιαν απερίγραπτη περηφάνια, νόημα ύπαρξης», λέει.
Ένας νέος «πυρήνας»
Στο πανεπιστήμιο, οι ελληνικής καταγωγής φοιτητές γρήγορα συσπειρώθηκαν γύρω του. «Μου ζήτησαν να τους κάνω μαθήματα γλώσσας. Αλλά πού; Πώς; Σε ποιον χώρο; Δεν γινόταν – όμως, κατά καλή μου τύχη, με βοήθησε ο καθηγητής και διευθυντής τής έδρας Ξένων Γλωσσών στο πανεπιστήμιο. Επέτρεψαν να κάνω μαθήματα στη φοιτητική εστία. Χρειαζόμουν έστω ένα αλφαβητάριο – δεν είχαμε. Μετά, θυμήθηκα το αλφαβητάριο του μικρού μου αδελφού, που φέραμε μαζί από την Ελλάδα. Όταν όμως ο κοσμήτορας είδε στη σελίδα, μετά το εξώφυλλο, τον χουντικό φαντάρο τής 21ης Απριλίου 1967, μου είπε: ‘Δεν γίνεται να το χρησιμοποιήσεις ως εγχειρίδιο, μόνο αν θα εξαφανίσεις τον φαντάρο’. Την ίδια στιγμή άνοιξα το βιβλίο και έσκισα τη σελίδα. ‘Δεν είναι σωστό να χαλάμε βιβλία, αλλά έτσι καλύτερα – εγώ όμως δεν είδα τίποτα…’ μου είπε με νόημα».
«ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ, ΕΓΩ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΑΜΕ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ, ΑΛΛΑ ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ, ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΗΛΩΣΑΝ ΟΤΙ ΘΑ ΕΡΘΟΥΝ ΠΕΡΙΠΟΥ 500 ΕΛΛΗΝΕΣ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΟΛΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΧΑΡΑ, ΚΑΛΕΣΑΜΕ ΜΟΥΣΙΚΟΥΣ ΠΟΥ ΗΞΕΡΑΝ ΚΑΠΟΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, ΤΟΥ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙ, ΑΠΟ ΚΑΣΕΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ, ΚΑΙ ΕΙΧΑΜΕ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΗΣ ΛΕΣΧΗΣ ΟΠΟΥ ΣΙΤΙΖΟΝΤΑΝ ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ. ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ ΜΕ ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΕ ΕΝΑΣ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ ΤΗΣ KGB ΚΑΙ, ΣΕ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΟ ΤΟΝΟ, ΜΟΥ ΕΙΠΕ: ‘ΜΟΝΟ ΠΕΝΤΕ ΑΤΟΜΑ ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΜΑΖΕΨΕΙΣ ΚΙ ΕΣΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ 500. ΑΚΥΡΩΣΕ ΑΜΕΣΩΣ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΘΑ ΕΡΘΕΙΣ ΜΑΖΙ ΜΟΥ!’».
Καθώς πλησίαζε η εθνική εορτή τής 25ης Μαρτίου, ο Παναγιώτης για πρώτη φορά μίλησε στους συμπατριώτες του για την ιστορική σημασία τής ημέρας. «Ουδείς ήξερε την ιστορία της ελληνικής επανάστασης. Για πρώτη φορά άκουσαν οι φίλοι μου την ιστορία – μίλησα για τον Υψηλάντη, τη Φιλική Εταιρεία. Κλείσαμε τις πόρτες και τα παράθυρα – βλέπαμε πάνω σ’ ένα απλωμένο σεντόνι την ταινία μου, που είχα κινηματογραφήσει φεύγοντας από την Ελλάδα. Ήταν τόσο απλή κι όμως τόσο σπουδαία για ανθρώπους που πρώτη φορά βλέπανε στην οθόνη την Αθήνα. Εικόνες από την Ακρόπολη, την αγορά, τους περαστικούς άγνωστους ανθρώπους, αλλά και συναντήσεις με φίλους. Πολλοί έκλαιγαν συγκινημένοι. Την επόμενη χρονιά, στις 25 Μαρτίου, μαζευτήκαμε δεκαπλάσιοι, γύρω στα 200 άτομα, το 1972 γίναμε 300 Έλληνες, το 1973 ήρθαν περισσότεροι από 450… Πόντιοι από τη Μόσχα, το Ροστόφ, το Ντον, το Σοχούμι, το Βατούμι και άλλες περιοχές τής Σοβιετικής Ένωσης κατέφθαναν για να πάρουν μια ‘γεύση’ από Ελλάδα, με δεδομένο ότι το καθεστώς απαγόρευε οργανώσεις πλην των επισήμων κρατικών – ούτε λόγος, βεβαίως, για ελληνική σημαία».

Στο στόχαστρο της KGB
Μια τέτοια δραστηριότητα, όμως, δεν θα μπορούσε να διαφύγει της προσοχής τής πανίσχυρης και πανταχού παρούσας KGB: «Ήταν μεγάλο ρίσκο, το ξέραμε. Επίσης, ξέραμε ότι μας παρακολουθούν στενά, ειδικά εμένα, οι άνθρωποι της KGB», λέει.
«Ανήμερα της 25ης Μαρτίου», συνεχίζει, «εγώ και κάποιοι φίλοι μου στη Ρωσία οργανώσαμε μια μεγάλη, αλλά μυστική εκδήλωση, στην οποία δήλωσαν ότι θα έρθουν περίπου 500 Έλληνες. Ήμασταν όλοι μέσα στη χαρά, καλέσαμε μουσικούς που ήξεραν κάποια τραγούδια τού Μίκη Θεοδωράκη, του Χατζηδάκι, από κασέτες και το ραδιόφωνο, και είχαμε εξασφαλίσει και την αίθουσα της λέσχης όπου σιτίζονταν οι φοιτητές. Παραμονή τής γιορτής με επισκέφθηκε ένας πράκτορας της KGB και, σε απειλητικό τόνο, μου είπε: ‘Μόνο πέντε άτομα έχεις δικαίωμα να μαζέψεις κι εσύ μιλάς για 500. Ακύρωσε αμέσως την εκδήλωση, διαφορετικά θα έρθεις μαζί μου!’. Ήταν πολύ δύσκολο να ακυρώσω την εκδήλωση, μια και θα έρχονταν με τόση χαρά για αντάμωμα οι Έλληνες από διάφορες περιοχές τής Νότιας Ρωσίας. Αναγκάστηκα όμως να το κάνω, υπό την απειλή τής φυλάκισης. Δεν το βάλαμε όμως κάτω… Συγκεντρωθήκαμε μυστικά περίπου 30 άτομα στο σπίτι ενός φίλου όπου όμως, για κακή μας τύχη, ένας απ’ αυτούς, ο γείτονας του φίλου, ήταν πληροφοριοδότης τής KGB, ο οποίος μας ‘κάρφωσε’. Το παράλογο ήταν ότι ο γείτονας – ‘κατάσκοπος’, όσο διαρκούσε η εκδήλωση και άκουγε το πάθος με το οποίο μιλούσαμε για την Ελλάδα, μόνο που δεν έκλαιγε από συγκίνηση. Μετά μας κατέδωσε».
Ο Ξανθόπουλος οδηγήθηκε στους ανακριτές τής KGB, όπου προσπάθησε να τους πείσει ότι δεν ήταν ‘εχθρός τού λαού’ και της Σοβιετικής Ένωσης και πως στην εκδήλωση θα μιλούσαν εναντίον της χούντας στην Ελλάδα και για τους φυλακισμένους της. Γλίτωσε μεν τη φυλακή, αλλά, ως «επικίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας», τον «διόρισαν» γιατρό στα βάθη τής Σιβηρίας. Αργότερα πήρε μετάθεση στα Ουράλια, όπου και εκεί βρήκε πολλούς συμπατριώτες του Έλληνες, απομεινάρια των διώξεων του Στάλιν.
Μάλιστα, την περίοδο 1979-1982, στην πόλη Σβερντλόφσκ, κατάφερε να ενώσει περίπου διακόσιους Έλληνες που ζούσαν και εργάζονταν στην περιοχή: «Το μόνο που ήθελα ήταν να είμαστε μαζί, ο ένας κοντά στον άλλον, να γιορτάζουμε κάθε χρόνο τις ελληνικές εθνικές γιορτές, την επέτειο της 25ης Μαρτίου, την ημέρα τού Όχι’, αλλά και την εξέγερση του Πολυτεχνείου, την κατάρρευση της χούντας και την αποκατάσταση ελευθεριών», λέει.
Το 1989 ο Παναγιώτης Ξανθόπουλος παλιννόστησε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα. Σήμερα εργάζεται ως χειρουργός νεφρολόγος στην Αθήνα.