Προβοκατόρικο το ερώτημα;
Όχι, στην πραγματικότητα… Επειδή, όσο κι αν νομίζουμε ότι γνωρίζουμε γιατί ψηφίζουμε δήμαρχο (ή περιφερειάρχη, καθώς οι αυτοδιοικητικές εκλογές αφορούν και στους δύο βαθμούς τοπικής αυτοδιοίκησης), η πραγματικότητα είναι πολλές φορές διαφορετική.
Έτσι, κάποιες φορές μπορεί να ψηφίσουμε κάποιον για δήμαρχο επειδή, πολύ απλά, μας είναι συμπαθής (ή αντιπαθής – αυτός ο εξ αντανακλάσεως τρόπος εκλογής είναι αρκετά συνήθης στην Ελλάδα, όπου συχνά καταψηφίζουμε και δεν υπερψηφίζουμε). Σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις ενδέχεται να ψηφίσουμε ένα πρόσωπο απλώς επειδή στηρίζεται από το πολιτικό κόμμα που υποστηρίζουμε (και αυτό αποτελεί συχνό φαινόμενο, παρότι η αλήθεια είναι ότι, όταν καλείσαι να επιλέξεις αυτοδιοίκηση, έχεις πολύ καλύτερη άποψη για το τι έγινε και τι δεν έγινε στον τόπο σου στη διάρκεια της θητείας που προηγήθηκε – άποψη που δεν αποκλείεται να θολώσει τις κομματικές γραμμές). Δεν λείπουν, ασφαλώς, οι περιπτώσεις που η ψήφος μας καθορίζεται από κάτι συγκεκριμένο που συνέβη (ή δεν συνέβη): μια προεκλογική υπόσχεση που υλοποιήθηκε (ή όχι), η βελτίωση (ή η επιδείνωση) της κατάστασης στη γειτονιά μας, ένα πάρκο που φτιάχτηκε ή κάποιο άλλο που αφέθηκε στη φθορά, ακόμη και οι καθαροί ή οι ρυπαροί κάδοι απορριμμάτων έξω από το σπίτι μας ή τα σκουπίδια που αποκομίζονται συχνά ή (πολύ) λιγότερο συχνά. Υπάρχουν, ασφαλώς, και οι φορές που η επιλογή μας επηρεάζεται από ένα πρόσωπο ή μία ομάδα προσώπων τα οποία εμπιστευόμαστε αρκετά, ώστε να τους δώσουμε τη δυνατότητα να καθορίσουν τις τύχες του αστικού περιβάλλοντος στο οποίο κατοικούμε για τα επόμενα χρόνια (πέντε, στην περίπτωση αυτών των εκλογών). Δυστυχώς, όμως, αυτές οι περιπτώσεις δεν αφορούν –όπως ίσως θα έπρεπε– στην πλειονότητα των περιστατικών.
Η επιλογή μας στην αυτοδιοικητική κάλπη μπορεί, επομένως, να επηρεαστεί από διάφορους παράγοντες. Τι είναι αυτό, ωστόσο, που περιμένουμε (ή που θα έπρεπε να περιμένουμε) από μια δημοτική αρχή;
Στην πραγματικότητα, ένας αυτοδιοικητικός άρχοντας (ένας δήμαρχος, στην περίπτωση μιας πόλης) έχει τρία πεδία δόξης λαμπρά, στα οποία μπορεί να αναδείξει το ταλέντο του (ή την ανεπάρκειά του).
Η «μάχη» της καθημερινότητας
Εδώ, λίγο πολύ, το πράγμα είναι σαφές και αυτονόητο. Το πρώτο πράγμα που περιμένει κάποιος από έναν δήμαρχο είναι να φροντίζει για την ευταξία του οίκου του – με απλά λόγια, της πόλης. Είναι το αστικό περιβάλλον σε καλή κατάσταση; Είναι οι δρόμοι καθαροί; Οι κάδοι των απορριμμάτων αδειάζουν τακτικά; Πλένονται; Είναι τα πεζοδρόμια ασφαλή για κυκλοφορία, χωρίς σπασμένα πλακάκια, επικίνδυνες κατωφέρειες, λακκούβες κοκ.; Είναι οι δρόμοι φωτισμένοι, ώστε να κυκλοφορείς το βράδυ χωρίς κίνδυνο της σωματικής σου ακεραιότητας; Είναι το αστικό περιβάλλον προσεγμένο, με αξιοπρεπή και φροντισμένο αστικό εξοπλισμό (παγκάκια, κάδους απορριμμάτων, κολωνάκια για την αποφυγή καταλήψεων πεζοδρομίων κοκ.);
Αυτονόητα; Μάλλον όχι, αν αναλογιστεί κάποιος την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Θεσσαλονίκη σήμερα. Η διοίκηση Ζέρβα λαμβάνει, δυστυχώς, βαθμολογία κάτω από τη βάση σε αυτό το κρίσιμο μέτωπο, «πετυχαίνοντας» να επιδεινώσει την κατάσταση συγκρινόμενη ακόμη και με την (εξαιρετικά κακή σε αυτόν τον τομέα) διοίκηση Μπουτάρη, κάνοντας πολλούς Θεσσαλονικείς να αναπολούν τα έργα και τις ημέρες του αντιδημάρχου Καθαριότητας Βαγγέλη Δημητρίου, επί διοίκησης Βασίλη Παπαγεωργόπουλου. Παρότι η καθαριότητα ήταν μία από τις πρώτες εξαγγελίες του νυν δημάρχου πριν από τις εκλογές του 2019 (και παρά το ότι ο Κωνσταντίνος Ζέρβας είχε αναλάβει στην αρχή της θητείας του την αντιδημαρχία Καθαριότητας, επιθυμώντας να υπογραμμίσει την αποφασιστικότητά του να εκπληρώσει την προεκλογική του δέσμευση ότι «σε 100 ημέρες μπορούμε να πετύχουμε αισθητή βελτίωση της εικόνας της πόλης. Μέσα σε έναν χρόνο η πόλη θα είναι καθαρή», τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Στη διάρκεια της τετραετούς θητείας του, αντιδήμαρχοι και προϊστάμενοι έρχονται και φεύγουν στον τομέα της καθαριότητας. Οι κάδοι απορριμμάτων αδειάζουν με βραδείς ρυθμούς (ειδικά στους κάδους της ανακύκλωσης, η εικόνα ανακυκλούμενων απορριμμάτων που είναι επί πολλές ημέρες σκορπισμένα γύρω από κάδους που έχουν ήδη ξεχειλίσει είναι συνηθέστατη) και σπανιότατα πλένονται. Τα καλαθάκια απορριμμάτων είναι κατά κανόνα ξέχειλα ακόμη και στην τουριστική «βιτρίνα» της Θεσσαλονίκης, σε δρόμους όπως η Τσιμισκή, η Μητροπόλεως και η Αριστοτέλους, με τα απορρίμματα να είναι διασκορπισμένα ακόμη και γύρω τους. Τα πεζοδρόμια είναι εξαιρετικά ρυπαρά, με βρωμιά μηνών πάνω τους (σε πρόσφατη βροχή, όχι –δυστυχώς– αρκετά δυνατή, ώστε να ξεπλύνει τη σκόνη, δύο άτομα γλίστρησαν μπρος στα μάτια μου στο τμήμα της Αριστοτέλους από τη Βασιλέως Ηρακλείου ώς την Τσιμισκή, καθώς το «φιλμ» της βρωμιάς είχε μετατρέψει τα μάρμαρα σε πίστα). Οδοκαθαριστές περνούν σπανιότατα από τα περισσότερα σημεία εκτός κέντρου (στο πατρικό μου, πάνω από τον Άγιο Δημήτριο, πέτυχα στο ρείθρο του δρόμου φυλλάδιο ντελιβεράδικου από τον περσινό Νοέμβριο!). Και όλα αυτά παρότι τα δημοτικά τέλη μειώθηκαν, τελικώς, μόνο κατά 28% σε βάθος τετραετίας, αντί του υπεσχημένου 50% στην αρχή της θητείας Ζέρβα, λόγω της αισιοδοξίας που προκαλούσε τότε το πλεόνασμα του 1,7 εκατ. ευρώ που είχε βρει η νέα διοίκηση στα ταμεία του δήμου από τα έσοδα αποκομιδής και ηλεκτροφωτισμού (πάντως, αν με ρωτάτε, πιστεύω ότι αρκετοί Θεσσαλονικείς θα προτιμούσαν να μη γίνει έστω και αυτή η μείωση του 28% στα δημοτικά τέλη, αρκεί η πόλη να ήταν καθαρή).
Γίνονται επιχειρήσεις καθαριότητας; Προφανώς – φροντίζει να μας ενημερώνει σχετικά ο δήμος Θεσσαλονίκης. Και καλώς γίνονται και μπράβο σ’ εκείνους που τις σχεδιάζουν και τις εκτελούν. Δεν φτάνουν, όμως. Η καθαριότητα σε μια πόλη (ειδικά σε μια μεγάλη πόλη, όπως η Θεσσαλονίκη) δεν είναι κατοστάρι – δεν αρκεί να κάνεις έναν νυχτερινό καθαρισμό στον πεζόδρομο της Αγίας Σοφίας σήμερα, έναν ακόμη στην Αριστοτέλους αύριο, ένα πλύσιμο πρωί Κυριακής στο πάρκο του Αγίου Θεράποντα και πάει λέγοντας). Είναι μαραθώνιος, που σε θέλει ενεργό και σε επιφυλακή κάθε μέρα, κάθε ώρα της ημέρας. Δεν αρκεί μία επιχείρηση που θα φωτογραφηθεί (συχνά με παρόντα τον ίδιο τον δήμαρχο, ο οποίος με αυστηρό βλέμμα δίνει κατευθύνσεις για το πώς θα εκτελέσουν τα τεχνικά συνεργεία τη δουλειά που, οπωσδήποτε, γνωρίζουν καλύτερα…), με το υλικό να διανέμεται προς ενημέρωση σε πρόθυμες ιστοσελίδες και ΜΜΕ. Να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους; Μια συνεπής προσπάθεια για καθαρή πόλη δεν χρειάζεται να διαφημιστεί, επειδή, πολύ απλά, το αποτέλεσμα το γνωρίζει ήδη ο δημότης – το βλέπει καθημερινά στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι του, στον κάδο απορριμμάτων της γειτονιάς και πάει λέγοντας. Και ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν είναι, δυστυχώς για όλους μας, ορατό.
(Διάβασα πρόσφατα χορηγούμενη ανάρτηση στα social media του Κωνσταντίνου Ζέρβα, ο οποίος, για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, υποστήριζε ότι «η πόλη, λόγω της ραγδαίας αύξησης στην επισκεψιμότητα, δέχεται σχεδόν διπλάσιο όγκο σκουπιδιών, με αποτέλεσμα οι περιορισμένοι πόροι που έχουμε στη διάθεση μας να μην επαρκούν». Πέραν του ότι όλοι ζούμε εδώ –και ζούσαμε εδώ και στο διάστημα πριν από την τελευταία τετραετία–, ίσως θα είχε αξία να παρουσιαστούν συγκεκριμένα στοιχεία για τη διαχρονική εξέλιξη του όγκου των απορριμμάτων, που να τεκμηριώνουν μια τέτοια θέση. Όσο για τη δικαιολογία περί «περιορισμένων πόρων», η άποψη είναι το λιγότερο περίεργη, όταν είσαι ο ίδιος άνθρωπος που το 2019 αναφερόσουν σε 1,7 εκατ. ευρώ που βρισκόταν αναξιοποίητο στο ταμείο του δήμου, δεσμευόμενος για οριζόντια επιστροφή του στους δημότες, μέσω της μείωσης των δημοτικών τελών).
Στο πεδίο της καθημερινότητας εντάσσεται και η συντήρηση των υποδομών της πόλης. Και εδώ η κατάσταση είναι τραγική. Ναι, ασφαλτοστρώθηκαν αρκετοί δρόμοι και χώροι στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας – εδώ υπάρχουν, ωστόσο, δύο μεγάλοι αστερίσκοι. Ο πρώτος: το να είναι το οδικό δίκτυο μιας πόλης σε καλή κατάσταση (θα έπρεπε να) αποτελεί αυτονόητη συνθήκη και όχι κάτι που διαφημίζεται ως μείζον κατόρθωμα. Ο δεύτερος: ακόμη και αυτές οι ασφαλτοστρώσεις έγιναν με την προσοχή στραμμένη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στο θεαθήναι και λιγότερο στην ουσία. Και εξηγούμαι: για να μπορέσει να βγει ένα δελτίο Τύπου τη μία ημέρα, με το οποίο εξαγγέλλεται ασφαλτόστρωση στη «Χ» οδό, και την επομένη να σταλεί νέο δελτίο Τύπου με αεροφωτογραφίες του ολοκαίνουργιου δρόμου, φοβάμαι ότι χάσαμε το ζητούμενο.
«Είναι κακό να θέλει ο δήμος να ασφαλτοστρώσει έναν δρόμο στο συντομότερο δυνατό διάστημα, ελαχιστοποιώντας την όχληση από τα ίδια τα μηχανήματα, αλλά και από τις αναγκαίες εκτροπές κυκλοφορίας;» θα ρωτήσει εύλογα κάποιος. Και βέβαια όχι. Δεν είναι κακό – το αντίθετο.
Ξέρετε τι είναι κακό;
Κακό είναι ένας δρόμος να ασφαλτοστρώνεται τέλη Μαρτίου και στα μέσα Απριλίου να «κάθεται» σε διάφορα σημεία η άσφαλτος.
Κακό είναι να ασφαλτοστρώνεις τον χώρο στάθμευσης πίσω από το Ποσειδώνειο εν μια νυκτί και μερικές εβδομάδες αργότερα η άσφαλτος να «εκρήγνυται», δημιουργώντας κατά τόπους «κρατήρες» ύψους ακόμη και 30 εκατοστών (αν περάσετε από τον χώρο, θα εντοπίσετε από τη σκουρότερη απόχρωση της ασφάλτου τα σημεία που αποκαταστάθηκαν). Ή, στον ίδιο χώρο, να επιλέγεις μια ταχεία ασφαλτόστρωση και όχι τη δημιουργία ενός οργανωμένου χώρου στάθμευσης με πρόβλεψη για δεντροφύτευση ανάμεσα στις θέσεις των οχημάτων, έτσι ώστε να προσδοκάς ότι σε μερικά χρόνια από σήμερα το συγκεκριμένο πάρκινγκ δεν θα λιώνει κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο τουλάχιστον επί 6-7 μήνες τον χρόνο.
Κακό είναι ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος να διαγραμμίζεται και μέσα σε ελάχιστες ημέρες(!) οι φρεσκοβαμμένες διαβάσεις και διαγραμμίσεις να δείχνουν σαν να κουβαλούν φθορά ετών (μία επίσκεψη σε χώρες του ευρωπαϊ- κού Βορρά, όπου, παρά τους σκληρούς χειμώνες, το χιόνι, τη βροχή, το χαλάζι και τις εν γένει αντίξοες συνθήκες, οι διαγραμμίσεις στα οδοστρώματα παραμένουν καθαρές και ευδιάκριτες, μας δείχνει ότι τρόπος υπάρχει).
(Για να αποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι: ναι, ας μη ξεχνάμε τη διάνοιξη της Αγίου Δημητρίου, στο τμήμα της από τη Κατσιμίδη ώς τη Γρηγορίου Λαμπράκη. Προσωπικά, δεν αντιλαμβάνομαι τη χρησιμότητά της – δεν είμαι σίγουρος πόσο πραγματικά ανακουφίζει τη συνολική κυκλοφορία στην περιοχή το να στέλνεις τα οχήματα από τα δύο ρεύματα της Αγίου Δημητρίου στο ένα συν ένα ρεύμα στο στενότερο τμήμα της Λαμπράκη. Θα είχε, ίσως, αξία αν η Αγίου Δημητρίου μπορούσε να διανοιχθεί στο σύνολό της, ώς τον μεγάλο κυκλικό κόμβο στη συμβολή με τις οδούς Μαραθώνος, Σκύρου και Διογένους, ώστε να δίνεται πραγματική διέξοδος στην κυκλοφορία. Παρά ταύτα, ακόμη και η συγκεκριμένη, μερική διάνοιξη είχε αναχθεί, καλώς ή κακώς, σε μείζον ζητούμενο στον δημόσιο διάλογο στην πόλη τα τελευταία πολλά χρόνια. Και ήταν η διοίκηση Ζέρβα αυτή που την προχώρησε).
Ή, πάλι, η περίπτωση της Νέας Παραλίας… Επιτρέψτε μου να έχω άποψη, ως καθημερινά διερχόμενος από το σημείο, σε όλη την έκτασή του – από το Μέγαρο Μουσικής ώς τον Λευκό Πύργο. Μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια πλήρους απραξίας, διαβάζουμε σε δελτίο Τύπου που εστάλη από τον δήμο στις 16.06.2023: «Με αναβαθμισμένη εικόνα αποδίδει ο δήμος Θεσσαλονίκης στους κατοίκους και στους επισκέπτες της πόλης τη Νέα Παραλία, όπου για πρώτη φορά μετά την ολοκλήρωση του εμβληματικού έργου της ανάπλασής της βρίσκονται σε εξέλιξη με μέριμνα της Διοίκησης του Κωνσταντίνου Ζέρβα παρεμβάσεις επισκευής και συντήρησης».
Ξέρετε τι έχει γίνει μέχρι σήμερα;
Βάφτηκε το ξύλινο ντεκ, το οποίο συντηρήθηκε με τρόπο μάλλον επιδερμικό (σε σημεία του όπου είχε καταστραφεί τοποθετήθηκαν σανίδες διαφορετικής ποιότητας και υφής από τις προηγουμένως υφιστάμενες, τρύπες εξακολουθούν να χάσκουν σε σημεία, αποτελώντας δυνητική παγίδα για τους περιπατητές, ενώ στην προβολή στη θάλασσα, όπου βρίσκονται οι «Ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου, τα συνεργεία δεν έκαναν τον κόπο να λουστράρουν όλο το ντεκ, παρά μόνο μία λωρίδα του, σε συνέχεια του χώρου που καταλαμβάνει το ντεκ στο υπόλοιπο θαλάσσιο μέτωπο).
Στο μέτωπο των σιντριβανιών, στις 03.08.2023 ο δήμος μάς ενημερώνει με δελτίο Τύπου ότι «Συνεχίζονται τα έργα συντήρησης στη Νέα Παραλία – Αρχίζει η αποκατάσταση λειτουργίας στα επεισόδια νερού και στα σιντριβάνια».
Το ίδιο πρωί, μέσα σε δύο ώρες από την αποστολή του δελτίου, λειτουργούσαν κανονικά τα τέσσερα επεισόδια νερού μπροστά από το «Μακεδονία Παλλάς» (αναρωτιέμαι: αν ήταν ζήτημα δύο ωρών η αποκατάσταση, έπρεπε να περάσουν 1.395 ημέρες απραξίας, για να έρθει η δημοτική αρχή να πράξει το αυτονόητο μόλις 66 ημέρες πριν από τη νέα προσφυγή στις κάλπες;).
Τα υπόλοιπα επεισόδια νερού, σε όλο το μήκος της Νέας Παραλίας, παραμένουν οι (κατά πάσα πιθανότητα) ακριβότεροι κάδοι απορριμμάτων στη χώρα (άδειοι, σπασμένοι σε πολλά σημεία, αφώτιστοι και γεμάτοι σκουπίδια).
Το σιντριβάνι δίπλα στις «Ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου άρχισε να επαναλειτουργεί δοκιμαστικά από τις 22.08.2023 (όπως μας ενημερώνει πανηγυρικά σε δελτίο Τύπου του ο δήμος: «Εντυπωσιάζουν οι εικόνες από την περιοχή της Νέας Παραλίας, καθώς ο δήμος Θεσσαλονίκης έθεσε σε δοκιμαστική λειτουργία τα σιντριβάνια δίπλα από τις ‘Ομπρέλες’ του Γιώργου Ζογγολόπουλου. Η επισκευή των σιντριβανιών εντάσσεται στο πλαίσιο του μεγάλου έργου συντήρησης της Νέας Παραλίας, που, έχοντας αποτελέσει προσωπική δέσμευση του Δημάρχου Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνου Ζέρβα, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη»). Ενώ οι πίδακες μπροστά από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου άρχισαν να κάνουν ξανά αυτό για το οποίο σχεδιάστηκαν (να εκτοξεύουν νερό…) στις 15.09.2023, όπως μας ενημέρωσε με ανάρτησή του την ίδια μέρα στο Facebook ο αντιδήμαρχος Ανάπτυξης Δημοτικών Κοινοτήτων και Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών, Χάρης Αηδονόπουλος, σχολιάζοντας κάτω από τη φωτογραφία των εν λειτουργία πιδάκων στο σούρουπο: «Και οι πίδακες λειτουργούν, έργα παντού!».
Ξέρετε ποιο είναι το χειρότερο απ’ όλα; Ότι πράγματα που σε κάθε κανονική πόλη ανά τον κόσμο θα αποτελούσαν «business as usual» (χαλάει ο πίδακας σε ένα σιντριβάνι, καλείται το τεχνικό συνεργείο, αποκαθιστά τη λειτουργία του σιντριβανιού) στη Θεσσαλονίκη «ντύνονται» τον μανδύα του επιτεύγματος – κάπως έτσι, στο να διορθωθεί ο πίδακας σε ένα σιντριβάνι μετά από τέσσερα χρόνια απραξίας αποδίδεται σημασία αντίστοιχη του να επαναφέρουμε το στέγαστρο Καλατράβα στις βάσεις του, από τις οποίες ολίσθησε μία ημέρα πριν από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Τα μεγάλα έργα
Το δεύτερο σημαντικό μέτωπο (μετά τη μάχη της καθημερινότητας), στο οποίο μια δημοτική αρχή μπορεί να επιδείξει έργο. Εδώ η αναφορά γίνεται όχι στα έργα κατασκευής ή συντήρησης καθημερινών υποδομών της πόλης, αλλά σε έργα εμβληματικά, που έρχονται να καλύψουν μια έλλειψη δεκαετιών ή που αλλάζουν ουσιαστικά το αστικό περιβάλλον και τη ζωή των κατοίκων.
Τέτοια έργα ήταν το νέο δημαρχείο Θεσσαλονίκης και η έναρξη των έργων ανάπλασης της Νέας Παραλίας επί διοίκησης Παπαγεωργόπουλου ή η ολοκλήρωση της ανάπλασης στη Νέα Παραλία επί διοίκησης Μπουτάρη (αν και εδώ οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι, αν ήταν στο χέρι του Κυρ-Γιάννη, ίσως και να μη συνέχιζε ποτέ, το 2013, το έργο που ξεκίνησε το 2008 – ένα έργο το οποίο, από τη συγκλονιστική παραμέλησή του στα χρόνια που ακολούθησαν, φάνηκε ότι ουδέποτε συμμερίστηκε και ουδέποτε αισθάνθηκε –και– δικό του έργο).
Δυστυχώς, στην τετραετία της διοίκησης Ζέρβα ουδέν έργο αυτής της κλίμακας έχει να επιδειχθεί. Στη διάρκεια τεσσάρων χρόνων, το μόνο που διαβάζουμε είναι ανακοινώσεις περί «επόμενων βημάτων» που γίνονται σε έργα τα οποία είχαν ξεκινήσει, ως ιδέες και σχεδιασμός, πολύ πριν από την ανάληψη της δημαρχίας από τον Κωνσταντίνο Ζέρβα (έργα όπως η ανάπλαση της πλατείας Αριστοτέλους και της πλατείας Διοικητηρίου, η κατασκευή ντεκ στην Παλιά Παραλία ή η ανάπλαση στους Στάβλους Παπάφη). Δυστυχώς, σε επίπεδο πόλης, δεν είδαμε να μπαίνει ένα συνεργείο, δεν είδαμε να γίνεται ένα δειλό, έστω, πρώτο βήμα πραγματικής κατασκευής, στο πεδίο.
Αντίθετα, έργα με εγκεκριμένες μελέτες και διασφαλισμένη χρηματοδότηση, που είχαν ήδη ξεκινήσει, έστω και προβληματικά (όπως η βιοκλιματική ανάπλαση της πλατείας Ελευθερίας), σταμάτησαν, στον βωμό κάποιων (απορριφθεισών) ιδεών που επανήλθαν. Ακούμε εδώ και δύο χρόνια τον νυν δήμαρχο να επαναφέρει την ιδέα για κατασκευή υπόγειου πάρκινγκ κάτω από την πλατεία, χωρίς έκτοτε να υπάρχει εικόνα τι, πώς και αν προχωράει, αν υπάρχει χρηματοδότης για ένα έργο, ο προϋπολογισμός του οποίου εύκολα μπορεί (λόγω των τεχνικών δυσκολιών που συνεπάγεται το σημείο) να εκτιναχθεί ώς και τα 30+ εκατ. ευρώ, ένα έργο το οποίο εμπεριέχει σημαντικές τεχνικές και αρχαιολογικές επισφάλειες, που απειλούν να μετατρέψουν την πλατεία Ελευθερίας σε νέα πλατεία Διοικητηρίου.
Την ίδια στιγμή, η δημοτική αρχή συνεχίζει –για ακατανόητους(;) λόγους– να αναφέρεται με ιδιοκτησιακή λογική σε μια σειρά από έργα που εκτελέστηκαν, εκτελούνται ή σχεδιάζονται στην πόλη, στα οποία ωστόσο ο ρόλος της είναι, στην καλύτερη περίπτωση, υποστηρικτικός και σε καμία περίπτωση εκείνος του «πρώτου βιολιού». Έργα όπως το μετρό (ένα καθαρά δημόσιο έργο), το Μουσείο Ολοκαυτώματος (όπου ο δήμος όντως βοήθησε προσφέροντας έκταση που επέλυσε τεχνικά προβλήματα και προβλήματα πρόσβασης στο νέο μουσείο), τα νέα γήπεδα του ΠΑΟΚ ή του Άρη, ακόμη και η Αγορά Μοδιάνο.
Πού θέλουμε να πάει η πόλη;
Εδώ η πρόκληση είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς προαπαιτεί όραμα και στρατηγικό σχεδιασμό.
Το Μπάφαλο, στη Νέα Υόρκη, από παραμελημένη πόλη κατάφερε, μέσα από την ανάπλαση εμβληματικών περιοχών του, να κάνει την τουριστική έκπληξη, επιλέγοντας να δώσει βάρος στους τομείς του ντιζάιν και της εστίασης.
Το Λίβερπουλ, κάποτε διαβόητο μεταξύ των αγγλικών πόλεων για την άθλια ποιότητα ζωής, έριξε το βάρος στον τομέα του πολιτισμού (πλέον, φιλοξενεί τη μεγαλύτερη συλλογή έργων τέχνης εκτός Λονδίνου, σε χώρους όπως η The Tate Liverpool ή η Walker Art Gallery), αλλά και της αγοράς (αναπτύσσοντας το Liverpool One, το μεγαλύτερο ανοιχτό εμπορικό κέντρο στη Βρετανία, που απλώνεται σε έκταση 170.000 τετρ.μ.).
Το Χάμιλτον του Καναδά, μόλις 45 λεπτά έξω από το Οντάριο, επένδυσε σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα παροχής οικονομικής στέγης σε νέους κατοίκους, μεταβαλλόμενο σε πόλο έλξης για χιλιάδες ανθρώπους που απολαμβάνουν την καθημερινότητα στα παλιά, πορτογαλικά αρτοποιεία του, στα hipster καφέ του, σε δεκάδες γκαλερί τέχνης και σε ολόκληρες γειτονιές με καταστήματα βίντατζ ενδυμάτων.
Πριν από πολλά χρόνια, η Μασσαλία ήταν μια πόλη-λιμάνι, στην οποία ελάχιστοι περαστικοί σταματούσαν, καθώς τη θεωρούσαν μολυσμένη και επικίνδυνη. Άρχισε να γυρίζει σελίδα το 2016, με καταλύτη την ανάπλαση μιας ολόκληρης περιοχής της (του Vieux Port), όπου παλαιότερα αλώνιζαν οι πορτοφολάδες, ενώ σε μία προβλήτα του λιμανιού της, η οποία ώς τότε ήταν σε αχρησία, δημιούργησε το υπέρκομψο MuCEM, ένα ολοκαίνουργιο μουσείο αφιερωμένο στην ιστορία της περιοχής. Παράλληλα, έδωσε έμφαση στην «επανεφεύρεση» υφιστάμενων μουσείων της (όπως το Beaux Art Museum, το οποίο φιλοξενεί έργα κορυφαίων ευρωπαίων δασκάλων, όπως ο Ρούμπενς, ή το Museum of Decorative Arts and Fashion, στο οποίο ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει από υποδήματα του 17ου αιώνα ώς καναπέδες αρτ ντεκό). Έμφαση δόθηκε και στη γαστρονομική σκηνή της πόλης, με τα κίνητρα που δόθηκαν στο επιχειρείν να έχουν οδηγήσει στο άνοιγμα στην Μασσαλία πέντε εστιατορίων με αστέρι Michelin).
Και στη δική μας γειτονιά, η Λιουμπλιάνα, η πρωτεύουσα της Σλοβενίας, επέλεξε να επενδύσει σε ένα πιο «πράσινο» μέλλον, πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των πάρκων της, αποκλείοντας τα αυτοκίνητα από το ιστορικό της κέντρο και καθαρίζοντας το ποτάμι που τη διασχίζει (και που αποτελεί πλέον αγαπημένο προορισμό για όσους επιδίδονται στο paddling και στο kayaking).
Πού βρίσκεται σε όλον αυτό τον δημιουργικό καταιγισμό η Θεσσαλονίκη; Ως τι θα ήθελε να επανεφεύρει τον εαυτό της; Ναι, έχει ενταχθεί εδώ και περίπου δύο χρόνια στο Δίκτυο Δημιουργικών Πόλεων Γαστρονομίας της UNESCO. Πώς έχει διαφοροποιήσει όμως αυτό, στη διάρκεια της τελευταίας διετίας, το τουριστικό προϊόν που έχει να προβάλει στο πεδίο της εστίασης; Κι αν δεν είναι η εστίαση (ή μόνον η εστίαση), σε τι άλλο θα μπορούσε να επενδύσει η Θεσσαλονίκη; Στην τεχνολογία; Στην προσέλκυση νέων (όχι μόνον από την Ελλάδα) ως πληθυσμού-κλειδί για την επόμενη μέρα της; Στον πολιτισμό – προφανώς, όχι μόνο μέσα από την προβολή προορισμών και μνημείων που είναι ήδη λίγο πολύ γνωστά και προβεβλημένα, αλλά και από ένα νέο κύμα δημιουργών-παραγωγών πολιτισμού, με νέα μέσα και προς εναλλακτικές κατευθύνσεις; Στα ίσα δικαιώματα, προβαλλόμενη διεθνώς ως μια πόλη που σέβεται τη διαφορετικότητα και το δικαίωμα στην επιλογή (ενδεχομένως εκμεταλλευόμενη και τη διοργάνωση του πανευρωπαϊκού Pride τον Ιούνιο του 2024); Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο σχέδιο προς κάποια από τις προαναφερθείσες κατευθύνσεις, σίγουρα πάντως, αν υπάρχει, δεν το γνωρίζουμε.
Το διά ταύτα
Οι εκλογές είναι πάντοτε η ευκαιρία για το εκλογικό σώμα να διαλέξει την πορεία που θέλει να ακολουθήσει στο μέλλον. Αυτό είναι το θετικό. Το αρνητικό είναι ότι η διαδικασία βασίζεται ελάχιστα στη βεβαιότητα και κατεξοχήν στην ελπίδα.
Σε ό,τι αφορά τον νυν δήμαρχο, υπάρχει η βεβαιότητα της διαχειριστικής ανεπάρκειας σε μια σειρά από εξαιρετικά σημαντικούς τομείς της καθημερινότητας. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Ζέρβας θα μπορούσε, ίσως, να επικαλεστεί το επιχείρημα της διοίκησης υπό δύσκολες συνθήκες (στον απόηχο της εκλογής του βάσει του καλπονοθευτικού νόμου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στο πλαίσιο του οποίου, παρότι συγκέντρωσε ποσοστό 66,76% των ψηφισάντων στον δεύτερο γύρο, έλαβε μόλις 8 έδρες στο, τότε, 49μελές δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης). Αυτή η συνθήκη τον ανάγκασε σε συμπράξεις και υποχωρήσεις, δίνοντάς του το δικαίωμα να υποστηρίζει ότι, αν αναδειχθεί δήμαρχος με καθαρή πλειοψηφία στο νέο δημοτικό συμβούλιο, θα μπορούσε να εφαρμόσει ένα άλλο πρόγραμμα, με άλλες ταχύτητες. Θα ήταν όντως έτσι; Όπερ έδει δείξαι.
Από την άλλη πλευρά, απέναντί του κατεβαίνουν μια σειρά από υποψήφιοι, καθένας από τους οποίους έχει συγκροτήσει τον δικό του συνδυασμό. Είναι βέβαιο ότι αρκετοί από τους ανθρώπους αυτούς (και δεν αναφέρομαι υποχρεωτικά στους επικεφαλής) είναι εξαιρετικά αξιόλογοι, με σημαντική πορεία στον επαγγελματικό και τον κοινωνικό στίβο, που θα είχαν πολλά να προσφέρουν στην πρόοδο της πόλης. Όπως εξίσου βέβαιο είναι και ότι αρκετοί άλλοι στους ίδιους συνδυασμούς είναι γνωστοί και, δυστυχώς, μη εξαιρετέοι…
Η μόνη απόλυτη βεβαιότητα είναι ότι δεν υπάρχει συνταγή δοκιμασμένης επιτυχίας. Σε μερικές ημέρες από την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, στις 8 Οκτωβρίου, θα προσέλθουμε για τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών του 2023. Και μία εβδομάδα αργότερα (καθώς ουδέν δείχνει ότι, τουλάχιστον στην πόλη της Θεσσαλονίκης, η κούρσα θα μπορέσει να έχει νικητή από τον πρώτο γύρο), στις 15 Οκτωβρίου, θα βρεθούμε ξανά μπροστά στην κάλπη, ελπίζοντας ότι θα έχουμε τη σοφία να κάνουμε την πιο σωστή επιλογή για την πόλη μας.
Ας ελπίσουμε να έχουμε δίκιο, ό,τι κι αν αποφασίσουμε.