Η Σμύρνη (η οποία έλκει το όνομά της από τα σμύρνα, που φύονται άφθονα στην περιοχή) είναι σήμερα η τρίτη μεγαλύτερη πόλη τής Τουρκίας. Κομβική η θέση της πάνω στον ομώνυμο όρμο, την ανέδειξε δυναμικά σε κέντρο εμπορίου και πολιτισμού ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. Η «Izmir», όπως αποκαλείται τώρα η πόλη, χτισμένη σε προνομιακή θέση στα παράλια του Αιγαίου, κατοικούταν στην πλειονότητα από Έλληνες ώς το 1922. Μετά τα τραγικά χρόνια που ακολούθησαν την καταστροφή της, άρχισε η αναγέννηση και, εν τέλει, ήρθε η εκ νέου ανάπτυξή της. Εξελίσσεται πια σε βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο με σύγχρονη ρυμοτομία και πολλούς ουρανοξύστες. Είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκε, μεταξύ άλλων, ένα από τα σημαντικότερα είδη αστικού τραγουδιού, το ρεμπέτικο, ενώ εξακολουθεί να υφίσταται και ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας τού παρελθόντος της, ο οποίος είναι εμφανής ακόμη και σήμερα.
Στην επίσκεψή του στην πόλη, ο επισκέπτης σίγουρα θα περάσει από το Μπαϊρακλί, την περιοχή όπου ιδρύθηκε η αρχαία Σμύρνη, ενώ στη συνέχεια θα οδηγηθεί στο πολυτελές Κορδελιό, με τον όμορφο εμπορικό πεζόδρομο. Από εκεί, θα φτάσει στη σύγχρονη «Μπλε Πόλη» (ή «Mavi Sehir») και θα καταλήξει, περνώντας από το παλιό στάδιο του Πανιωνίου στην Πούντα, στη μαρτυρική σμυρναίικη προκυμαία. Ασφαλώς, θα περιπλανηθεί και στα Σχοινάδικα, στο Παραλλέλι και στην Μπελαβίστα, θαυμάζοντας τα παλιά ελληνικά αρχοντικά.
Το ελληνικό στοιχείο ήταν πολυάριθμο και εδραιωμένο ήδη από το 1854 σε πολλές γειτονιές τής Σμύρνης – σε Πούντα, Φασουλά, Κορδελιό, Κόκκινα Μπογιατζίδικα, Αγία Αικατερίνη, Άγιο Δημήτριο, Άγιο Γεώργιο, Μεγάλο Χάνι και Ιμάμογλου, Γαλάζιο, Χωριάτ Αλάν, Καινούργιο και Απάνω Μαχαλά, Βυρσοδεψεία, Γερανιό, Αγγλική Σκάλα, Σερβετάδικα, Κρομμυδόκαστρο, Πτωχοκομείο, στην οδό Ρόδων και στον Μέγα Γύρο των Κήπων. Πολλά ήταν τα ελληνικά σπίτια που χτίστηκαν και παραθαλάσσια, στo Κε (Quai), την προκυμαία, που εξελίσσεται και σήμερα στην πιο ακριβή περιοχή τής πόλης σε ό,τι αφορά την κατοικία.
Αστική κομψότητα
Παρότι η ελληνική κοινωνία τής Σμύρνης διατηρούσε στεγανά και οριοθετημένες τις ταξικές θέσεις (όπου η μέση γυναίκα κυκλοφορούσε ελάχιστα ως ανύπαντρη και τα κορίτσια παρατηρούσαν την κίνηση και τους γαμπρούς στον δρόμο από τα σαχνισίνια, τα γωνιακά παράθυρα του σπιτιού που ήταν ειδικά φτιαγμένα για τον σκοπό αυτόν, αφήνοντας τις περαιτέρω διμερείς επαφές στις καπάτσες, γραφικές προξενήτρες), η ελληνική αστική τάξη αφομοιώνει τις συνήθειες των Ευρωπαίων. Έτσι, στα μέσα του 19ου αιώνα παρακολουθεί ιπποδρομίες, λεμβοδρομίες και θεατρικές παραστάσεις, δημιουργεί λέσχες, ξεφαντώνει σε χορούς, διαβάζει βιβλία και περιοδικά και ζει πολυτελώς – σε τέτοιο σημείο υπερβολής, που η Εκκλησία παρεμβαίνει δραστικά στο θέμα τής υπερκατανάλωσης φαγητού, με αυστηρές απαγορεύσεις και μέτρα λιτότητας.
ΣΤΟ «ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΤΗΣ ΕΡΑΤΩΣ», Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΛΙΖΑ ΜΙΧΕΛΗ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΑ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΕΞΟΔΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ (ΠΕΡΑΝ ΟΣΩΝ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΑΜΕΣΑ ΜΕ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ), ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΠΟΛΛΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΛΟΥΣΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ Η ΣΜΥΡΝΗ ΗΤΑΝ Η «ΞΕΝΟΦΙΛΟΣ, ΞΕΝΟΜΑΝΑ ΣΜΥΡΝΗ» (ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ Σ’ ΑΥΤΗΝ ΤΟ 1889 Ο Σ. ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΕΚΕΙΝΗ Η ΣΜΥΡΝΗ ΗΤΑΝ Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΣ-ΜΑΓΝΗΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΡΚΟΥΣ, ΑΡΜΕΝΙΟΥΣ ΚΑΙ ΕΒΡΑΙΟΥΣ, ΜΕ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΝΑ ΑΝΘΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ, ΤΑ ΠΟΤΑ, ΤΑ ΜΠΑΧΑΡΙΚΑ, ΤΑ ΑΡΩΜΑΤΑ, ΤΑ ΥΦΑΣΜΑΤΑ, ΤΑ ΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΝΑ ΚΑΤΑΦΘΑΝΟΥΝ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ). ΟΙ 273 ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΡΑΤΟΥΣ ΝΟΜΙΚΟΥ-ΛΗΜΝΙΟΥ, ΜΙΑΣ ΑΥΘΕΝΤΙΚΗΣ ΣΜΥΡΝΙΑΣ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΣ, ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ «ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΓΡΑΠΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΤΕΧΝΗ ΠΟΥ ΕΧΕΙ, ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ, ΜΕΤΑΔΟΘΕΙ ΠΡΟΦΟΡΙΚΑ ΜΟΝΟΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΗΓΗ, ΠΟΥ ΒΟΗΘΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑΣ ΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ, ΠΟΥ ΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΙΩΠΗ» ΟΠΩΣ ΓΡΑΦΕΙ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ.
Περιδιαβαίνοντας τη Σμύρνη, σίγουρα η ξενάγηση θα περάσει τον επισκέπτη από την πλατεία τού Κονάκ (με σύμβολο τον Πύργο του Ρολογιού, χτισμένο το 1901 – ένα από τα 58 ρολόγια που χτίστηκαν κατά την οθωμανική περίοδο), αλλά και από την απέραντη αγορά Kemeralti. Το Αρχαιολογικό Μουσείο και, ακριβώς δίπλα του, το Λαογραφικό δίνουν στον επισκέπτη ένα ακριβές στίγμα τής ιστορικής εξελικτικής πορείας τής Σμύρνης.
Η θέα τής σύγχρονης πόλης από ψηλά δεν αφήνει κανέναν επισκέπτη ασυγκίνητο. Το Βελούδινο Κάστρο, γνωστό και ως «Καντιφέκαλε» ή «Όρος Πάγος», χτίστηκε πάνω στα ερείπια καστροπολιτείας τής ελληνιστικής περιόδου και προσφέρεται για ρομαντικούς περιπάτους το δειλινό, ατενίζοντας τη θέα στη Σμύρνη. Αλλά και το περίφημο «Ασανσέρ», ο ανελκυστήρας του 19ου αιώνα στη συνοικία Καρατάς, οδηγεί στην κορυφή τού λόφου, με την πανοραμική θέα και το εξαιρετικό ρεστοράν. Καθ’ οδόν, ο ταξιδιώτης θα διασχίσει τον καταπράσινο δρόμο «Ντάριο Μορένο», που πήρε το όνομά του από τον διάσημο τραγουδιστή τής δεκαετίας του 1960 που αγάπησε και έζησε σ’ αυτήν την όμορφα αναστηλωμένη εβραϊκή γειτονιά.
Πολλοί από τους ηλικιωμένους κατοίκους τής πόλης εξακολουθούν να μιλούν Ελληνικά, ενώ πολλά τουρκικά τεμένη είναι τέως ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες. Πρόγραμμα τακτικών λειτουργιών έχει η μεταστεγασμένη εκκλησία τής Αγίας Φωτεινής, αλλά και εκείνη του Αγίου Βουκόλου.
Γαστρονομική «σχολή»
Κομμάτι τού πολιτισμού τής Σμύρνης –και μάλιστα ένα από τα σημαντικότερα– αποτελεί και η γεύση, με τις σμυρναίικες συνταγές να ανταγωνίζονται μέχρι σήμερα εκείνες της πολίτικης κουζίνας.
Στο «Τετράδιο της Ερατώς», η συγγραφέας Λίζα Μιχελή μεταφέρει ευχάριστα το υλικό τής διεξοδικής έρευνάς της για τα ήθη και τα έθιμα του Ελληνισμού (πέραν όσων σχετίζονται άμεσα με το ίδιο το φαγητό), παρουσιάζοντας πολλές πτυχές από την καθημερινότητα της πλούσιας ελληνικής κοινότητας την εποχή που η Σμύρνη ήταν η «ξενόφιλος, ξενομάνα Σμύρνη» (όπως αναφέρεται σ’ αυτήν το 1889 ο Σ. Σολομωνίδης, επειδή την εποχή εκείνη η Σμύρνη ήταν η πρωτεύουσα της Μικράς Ασίας και τόπος-μαγνήτης για τους Έλληνες, για τους Ευρωπαίους τής εποχής, αλλά και για Τούρκους, Αρμένιους και Εβραίους, με το εμπόριο να ανθεί και με τα τρόφιμα, τα ποτά, τα μπαχαρικά, τα αρώματα, τα υφάσματα, τα σκεύη και τα λοιπά αντικείμενα να καταφθάνουν από κάθε γωνιά τής γης).
Οι 273 συνταγές προέρχονται από τις χειρόγραφες σημειώσεις και από ένα μικρό ημερολόγιο της Ερατούς Νομικού-Λημνίου, μιας αυθεντικής σμυρνιάς αρχόντισσας, και αποτελούν «πολύτιμη γραπτή μαρτυρία για μια τέχνη που έχει, στις περισσότερες των περιπτώσεων, μεταδοθεί προφορικά μόνον, αλλά και πρωτογενή ιστορική πηγή, που βοηθά στην κατανόηση της νοοτροπίας ενός κόσμου χαμένου, που καλύπτεται σιγά σιγά από τη σιωπή» όπως γράφει η συγγραφέας. Και αυτό επειδή η γυναικεία παιδεία στην εύπορη Σμύρνη αργεί να αναπτυχθεί και μόνο τα κορίτσια των ανώτερων τάξεων διδάσκονται κατ’ οίκον ανάγνωση και γραφή – εξ ου και στον «Εξηνταβελόνη» τού Κωνσταντίνου Οικονόμου εξ Οικονόμων, η κόρη τού ήρωα μονολογεί: «Εργασία και ανάγνωσις είναι τα δύο καταφύγια της ταραγμένης ψυχής μου. Αιωνία η μνήμη τής μακαριτίσσης μητρός μου, ήτις μ’ εχάρισε ταύτα τα δύο άσυλα των δυστυχών».
Μαγικές γεύσεις
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από την καταγωγή, το «κλειδί» τής οικογένειας ήταν η μαγειρική – και τα μυστικά της μεταδίδονταν πρωτίστως από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πληροφορίες για τα τρόφιμα, τα γαλλικά και τα ολλανδικά τυριά, τα μανιτάρια, το μαύρο χαβιάρι από τη Ρωσία, το αβγοτάραχο του Αίνου, τη μαστίχα από τη Χίο, τη σοκολάτα, τα ποτά (όπως το κονιάκ), τα γαλλικά κρασιά ή το ολλανδικό τζιν, τα μπαχαρικά και τις αγορές τους. Εξίσου ενδιαφέροντα είναι και τα στοιχεία για τις γαστριμαργικές συνήθειες και τις σπεσιαλιτέ τής Σμύρνης, οι οποίες ήταν επηρεασμένες από τους διαφορετικούς πληθυσμούς (μύδια τηγανητά τής Εγγλεζόσκαλας, μαστίχα με φοινίκι) και τις ιδιομορφίες τής τοπικής παραγωγής (σαλεπάκι ζεστό, γλυκόπιοτα ροσόλια και σουμάδα, χιόνι για γλασάδες κτλ.).
Γαστρονομική «ντοπιολαλιά»
Η σμυρναίικη γλώσσα δανείζεται από τις λατινογενείς και διαμορφώνει νέες, δικές της ιδιαιτερότητες, καθώς άλλοτε εξελληνίζει τα ξένα ονόματα και άλλοτε διασκευάζει πολλές λέξεις ως προς το άρθρο και την κατάληξη, δημιουργώντας, για παράδειγμα, τις «λεμοντρόφες» (από τις «lemon drops» καραμέλες), τη γλασάδα για το παγωτό, τη «τζινέβρα» ή «ολλάντα» για ένα είδος τζιν από την Ολλανδία ή τα αρσενικά «ο στόμας», «ο βούτυρας» και «ο δώμας» (και την θηλυκή «παντεσπάνια») αντί των αντίστοιχων ουδέτερων.