Δύο είναι
τα στοιχεία που θα προσέξει κάποιος επισκεπτόμενος για πρώτη φορά το Ιμαρέτ, το διάσημο μνημείο της Καβάλας, η φήμη του οποίου έχει προ πολλού ξεπεράσει τα στενά εθνικά όρια.
Το πρώτο: η απόχρωση ώριμου ροδάκινου και τερακότας που είναι πανταχού παρούσα στους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς χώρους του μνημείου – ειδικά αν η πρώτη εντύπωσή σας είναι βραδινή, θα νιώσετε σαν να βυθίζεστε σε ένα ηδονικό σύμπαν μελιού και κανέλας.
Και το δεύτερο: οι γάτες του. Γάτες που έχουν κατακλύσει τους χώρους του, συμπεριφερόμενες «σαν στο σπίτι τους» – επειδή, πράγματι, το Ιμαρέτ τις έχει καλωσορίσει και τις έχει αγκαλιάσει σαν να είναι δικό τους σπίτι. Και είναι αυτές οι γάτες, με τις εφτά ζωές τους, που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την ψυχή και τη διαδρομή του Ιμαρέτ στον χρόνο. Μια διαδρομή ενός μνημείου κυριολεκτικά εφτάψυχου, στον δρόμο του οποίου τύχη αγαθή φέρνει ανθρώπους πιο σημαντικούς από τη στιγμή και από τον χρόνο. Ανθρώπους που δεν διασφαλίζουν απλώς την επιβίωσή του, αλλά –το σημαντικότερο– αποτελούν τους καταλύτες που του επιτρέπουν να διαδραματίσει τον πραγματικό του ρόλο: αυτόν της γέφυρας μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Είναι δύσκολο
να βρεθείς στην Καβάλα και να μη προσέξεις το Ιμαρέτ, ακόμη κι αν ώς τότε αγνοούσες την ύπαρξή του. Πρόκειται για ένα αριστούργημα του οθωμανικού μπαρόκ, ένα μνημείο-σύμβολο της ύστερης οθωμανικής αρχιτεκτονικής (19ος αιώνας), σπάνιο στην Ευρώπη, το οποίο βρίσκεται σε περίοπτη θέση μέσα από τα τείχη της παλιάς πόλης, στη χερσόνησο της Παναγίας, εκτεινόμενο σε μήκος περί τα 120 μ. και καταλαμβάνοντας έκταση 4.200 τ.μ.
Ανεγέρθηκε από τον γεννημένο στην Καβάλα Μεχμέτ Αλή, τον μετέπειτα βαλή και χεδίβη της Αιγύπτου, ο οποίος έθεσε τις βάσεις του σύγχρονου αιγυπτια- κού κράτους. Μετά την άδεια που πήρε από τον σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε εντολή για την έναρξη κατασκευής του ευαγούς ιδρύματος, ως δώρου προς τη γενέτειρα πόλη του, το 1813.
Το Ιμαρέτ αποτελούταν από ένα μεκτέμπ (το κορανικό δημοτικό), δύο μεντρεσέδες (οι ανώτερες σχολές της εποχής, όπου οι μαθητές ακολουθούσαν το παραδοσιακό ισλαμικό πρόγραμμα σπουδών, ενώ διδάσκονταν και σύγχρονες τέχνες και επιστήμες), ένα ιμαρέτ (κατά κυριολεξία: το μαγειρείο της σούπας που προσφερόταν στα συσσίτια των μαθητών, των ταξιδιωτών ασχέτως θρησκεύματος και των απόρων – αυτό έδωσε το όνομά του στο μνημείο), ένα μεστζίντ (χώρος διδασκαλίας), δεξαμενή νερού και βρύσες για πλύση, χαμάμ για τους καθηγητές, το διοικητήριο, βιβλιοθήκη με 2.600 τόμους, τυπογραφείο, καθώς και 61 δωμάτια για τους έως και τριακόσιους μαθητές του. Οι εργασίες κατασκευής ξεκίνησαν περί το 1813, ολοκληρώθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους το 1823, ενώ υπήρξαν και ορισμένες προσθήκες ώς το 1864 (όπως το διοικητήριο).
Περιγραφές της ζωής και της ατμόσφαιρας στο συγκεκριμένο εκπαιδευτικό και φιλανθρωπικό ίδρυμα υπάρχουν στα έργα άγγλων ταξιδιωτών της εποχής, οι οποίοι αναφέρονται διεξοδικά στο Ιμαρέτ και στις μοσχοβολιές που έβγαιναν από την κουζίνα του – συγκεκριμένα, από τις τεράστιες χύτρες, γεμάτες με σούπα και πιλάφι.
Το Ιμαρέτ αποτελούσε ένα συγκρότημα δημόσιων κτηρίων (kulliye) με κοινωφελή χαρακτήρα, που στηριζόταν σε δύο κύριους πυλώνες: τη φιλοξενία -διδασκαλία και τη φιλανθρωπία (προσφορά σούπας, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και καταγωγής). Η εκπαιδευτική λειτουργία (αυστηρά για μουσουλμάνους άρρενες) συνεχίστηκε ώς τον Ιούλιο του 1902 και η παροχή συσσιτίων μέχρι το 1923.
Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης, στους χώρους του φιλοξενήθηκαν προσφυγικές οικογένειες Ελλήνων, που διέμεναν σε αυτό την περίοδο 1927-1960.
Η κατάσταση του μνημείου είχε φτάσει σε οριακό σημείο ώς το 2000. Στα χρόνια της εγκατάλειψης που μεσολάβησαν από την τελευταία χρήση του, το Ιμαρέτ παρήκμασε, περιερχόμενο σε κατάσταση ταχείας κατάρρευσης. Το μεγαλύτερο μέρος των μολυβδοσκέπαστων τρούλων του είχε αποψιλωθεί, υπήρχαν εκτεταμένες φθορές στα επιχρίσματα, κατεστραμμένα ξύλινα μέρη της κατασκευής (παράθυρα, πόρτες, πατώματα), ενώ σε κακή κατάσταση ήταν και τα διακοσμητικά στοιχεία του συγκροτήματος. Παράλληλα, σε όλη την έκτασή του είχε συσσωρευτεί τεράστιος όγκος απορριμμάτων, τα γραφεία της διοίκησης ήταν σχεδόν κατεστραμμένα, ενώ τμήματα του κτηρίου είχαν μετατραπεί σε αποθήκες περιοίκων και καταστημάτων.
Το 1954 το Ιμαρέτ (μαζί με το σπίτι της οικογένειας του Μεχμέτ Αλή) ανακηρύχθηκαν προστατευόμενα ιστορικά μνημεία, με το ελληνικό κράτος να τα αναγνωρίζει ως αιγυπτιακά βακούφια (waqfs), χωρίς να σημειώνεται, ωστόσο, κάποια αισθητή αλλαγή στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν.
Η αποκατάσταση ξεκίνησε το 2001 από την εταιρεία IMAΡΕΤ ΑΕ, ενώ από τον Ιούνιο του 2004 το Ιμαρέτ λειτουργεί ως μνημείο-ξενοδοχείο, που περιλαμβάνει το ερευνητικό κέντρο MOHA (MOHA Research Center), το οποίο προάγει τη διαπολιτισμική κατανόηση και επικοινωνία μέσα από την έρευνα του Ισλάμ και των πολιτισμών της ευρύτερης Μεσογείου.









Συναντάμε
την κυρία Άννα Μισσιριάν, τον άνθρωπο πίσω από την αναγέννηση του Ιμαρέτ, νωρίς το βραδάκι της Τρίτης. Αυτό που ξεκίνησε ως «ένα καφεδάκι κατά τις οκτώ» κατέληξε σε δείπνο που κράτησε έως αρκετά μετά τα μεσάνυχτα. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν έκπληξη – είναι πραγματικά γοητευτική και ενδιαφέρουσα η συζήτηση με μια γυναίκα δυναμική, που διακρίνεται για το πάθος και την αποφασιστικότητά της.
Η Άννα Μισσιριάν έχει ένα στοιχείο σπάνιο για την ελληνική ιδιοσυγκρασία: χαράσσει με ενάργεια την πορεία της και ξέρει ποια ακριβώς θα είναι η διαδρομή προς τον επιθυμητό στόχο. Και κάτι ακόμη: χάρη, ίσως, στον κοσμοπολιτισμό της, μπορεί να διακρίνει καθαρά το ουσιαστικό από το περιστασιακό, να διακρίνει το πραγματικό διακύβευμα και να κάνει ό,τι μπορεί για να υλοποιήσει το όραμά της.
«Θέλω να είναι ξεκάθαρο – το Ιμαρέτ δεν είναι ξενοδοχείο» είναι η φράση που επαναλαμβάνει συχνά στη συζήτησή μας. Μια φράση που, όσο κι αν φαίνεται δυσεξήγητη για τον μέσο άνθρωπο (ο οποίος στο Ιμαρέτ βλέπει, ίσως, ένα ξενοδοχειακό success story παραγωγής πλούτου και φήμης), είναι απόλυτα λογική, όταν εντάσσεται στη δική της κοσμοθεωρία. Μια κοσμοθεωρία, στο πλαίσιο της οποίας η Θράκη ξεκινάει από τον Στρυμώνα και φτάνει ώς τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που, ως μια Ελληνίδα του κόσμου, ανησυχεί κάθε φορά που διαπιστώνει πόσο αυτή η περιοχή της χώρας μας παραγνωρίζεται ως προς την ιστορική, την κοινωνική, τη στρατηγική και την οικονομική σημασία της.
Στα μάτια της κυρίας Μισσιριάν, το Ιμαρέτ (ένα μνημείο που είδε αυτοκρατορίες να καταρρέουν, νέα κράτη να γεννιούνται και τον κύκλο να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά) αποτελεί ένα σημείο σύγκλισης Ανατολής και Δύσης – από την Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο προς την Ευρώπη και από εκεί πίσω ξανά. Το Ιμαρέτ τραβάει την προσοχή διεθνών παικτών – όσοι παρακολουθούν από κοντά την πορεία του, όσοι έχουν τη δυνατότητα να πληροφορούνται χειρισμούς που γίνονται (ή που δεν γίνονται) σε μια σειρά από ευαίσθητα ζητήματα, αντιλαμβάνονται ότι το θέμα αφορά πεδία πολύ πέρα από τον τουρισμό ή την οικονομία.
Και είναι ετούτος ακριβώς ο χαρακτήρας αυτού του σημαντικού μνημείου, ενός μνημείου στο όριο Δύσης και Ανατολής, που του επιτρέπει να παίξει τον ρόλο της γέφυρας. Να αποτελέσει έναν πρεσβευτή εκτός συνόρων, που θα παρουσιάσει την υπέροχη Θράκη στο κοινό του κόσμου ως «θησαυροφυλάκιο» πολιτιστικών, ιστορικών και κοινωνικών θησαυρών, βάζοντας ταυτόχρονα φρένο σε άλλα σχέδια και επιδιώξεις.








Προς την ίδια κατεύθυνση
ιδρύθηκε και λειτουργεί το Κέντρο Ερευνών MOHA (Motivation of Heritage Affinities). Αναγνωρισμένο από το ελληνικό κράτος ως ερευνητικό κέντρο (άρθρο 3, νόμος 4310/2014), το MOHA έχει στην καρδιά της φιλοσοφίας του την πεποίθηση ότι η ειρηνική συνύπαρξη των λαών μπορεί να επιτευχθεί κυρίως μέσω της αμοιβαίας αναγνώρισης κοινών αξιών και επιτευγμάτων, αλλά και της μελέτης του κοινωνικού, οικονομικού και ιστορικού υπόβαθρου, σχεδιάζοντας το παρόν και το μέλλον με επιστημονικά και πολιτισμικά κριτήρια που σέβονται πλήρως τα μονοπάτια του παρελθόντος.
Είναι το μοναδικό ερευνητικό κέντρο που αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος ως ειδικό σε θέματα ισλαμικής κοσμικής κουλτούρας και πολιτισμού και ένα από τα λίγα στην Ευρώπη. Η έρευνα του ΜΟΗΑ καθορίζει και τον προγραμματισμό του, ο οποίος φιλοδοξεί να έχει αντίκτυπο στην κοινωνία μέσω της δημιουργικότητας, της συμμετοχής και της ενδυνάμωσης, σε συνεργασία με ακαδημαϊκούς, ιδρύματα, επιστήμονες, ερευνητές και καλλιτέχνες. Προς την κατεύθυνση αυτή, οι δραστηριότητές του είναι αφιερωμένες στον εντοπισμό των αναγκών και στην πρόταση μακροπρόθεσμων, βιώσιμων και χωρίς αποκλεισμούς λύσεων, με βάση τον πλούτο των πολιτισμών και τον διαπολιτισμικό σεβασμό.
Αντικείμενα του έργου του ΜΟΗΑ είναι, μεταξύ άλλων:
- Η μελέτη της ιστορίας και της αλληλεπίδρασης των πολιτισμών της Μεσογείου, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής και η επίδρασή τους στην επιστημονική, τεχνολογική και πολιτιστική κληρονομιά του σύγχρονου κόσμου.
- Η συστηματική μελέτη, καταγραφή, τεκμηρίωση και διατήρηση της πολιτιστικής πολυμορφίας που απαντά στον σύγχρονο κόσμο και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής.
- Η ενθάρρυνση του ισλαμικού και του δυτικού κόσμου να κατανοήσουν περισσότερο ο ένας τον άλλον, αναπτύσσοντας κοινωνική συνοχή, πολιτιστική συνείδηση και αμοιβαίο σεβασμό.
- Η εξάπλωση της πεποίθησης ότι η ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της μελέτης της ιστορίας και της αμοιβαίας αναγνώρισης κοινών αξιών.
- Η ενθάρρυνση νέων μαθητών να αντιμετωπίζουν την επιστημονική και την τεχνολογική καινοτομία ως ένα θετικό και εποικοδομητικό κανάλι προσωπικής έκφρασης πεποιθήσεων και ως εναλλακτική στην κοινωνική ή τη θρησκευτική απομόνωση.
- Η προώθηση της επιστήμης και της μάθησης ως εναλλακτικών λύσεων στις αρνητικές ή εξτρεμιστικές συμπεριφορές.
- Η προσπάθεια ολοένα και περισσότεροι από εκείνους που είναι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής να κατανοήσουν ότι η επιστημονική και η τεχνολογική κληρονομιά μπορούν να λειτουργήσουν ως γέφυρες μεταξύ των κοινοτήτων, αυξάνοντας έτσι την εγχώρια κοινωνική συνοχή και τον διαπολιτισμικό σεβασμό.
- Η δημιουργία ενός μετώπου ενάντια στη βία στο όνομα της θρησκείας, τονίζοντας τη σημασία των κοινών πολιτιστικών διαδρομών.



