1
Ο χαμένος ιππόδρομος των αστικών θρύλων
Μέρος τού γαλεριανού συγκροτήματος, ο ιππόδρομος της Θεσσαλονίκης εντυπωσίαζε με τις διαστάσεις του, καθώς είχε μήκος σχεδόν 450 μέτρων και πλάτος 95 μέτρων. Η κατασκευή του τοποθετείται στις αρχές τού 4ου μ.Χ. αιώνα, ενώ, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, εξακολούθησε να λειτουργεί τουλάχιστον μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ. Οι περισσότεροι, βέβαια, τον γνωρίζουν για τη σφαγή 7.000 Θεσσαλονικέων μετά από εντολή τού Θεοδοσίου τού Α’ το 390 μ.Χ.
Στο βόρειο, καμπύλο τμήμα του σχηματίζονταν δώδεκα χώροι που πλαισίωναν την κεντρική είσοδο και χρησίμευαν για τη στάθμευση και εκκίνηση των αρμάτων (ιππάφεση), ενώ η ανατολική πλευρά του χρησιμοποιούσε το ανατολικό τείχος τής πόλης για τη διαμόρφωση των κερκίδων. Στη δυτική πλευρά υπήρχε το θεωρείο τού αυτοκράτορα. Ακόμη μία είσοδος για τους θεατές των αγώνων υπήρχε στη σφενδόνη, δηλαδή στο νότιο κυκλικό τμήμα του, στα όρια της σημερινής οδού Μητροπόλεως (ίχνη της είναι ορατά πίσω από το ιερό τής Νέας Παναγίας, στη συμβολή τής Γούναρη με τη Μητροπόλεως). Σε γενικές γραμμές, πάντως, ο ιππόδρομος της Θεσσαλονίκης είναι σήμερα μάλλον αόρατος – με την πάροδο των χρόνων, ο στίβος του δεν καταλήφθηκε από κτίρια, αλλά μετατράπηκε στη μακρόστενη πλατεία που διατηρήθηκε ώς τις μέρες μας ως πλατεία με το ίδιο όνομα.
2
Ένα ρωμαϊκό λουτρό στο υπόγειο ενός σύγχρονου ξενοδοχείου
Πόσο πιθανό είναι να βρείτε ένα ρωμαϊκό λουτρό στο υπόγειο ενός σύγχρονου ξενοδοχείου; Αν κινείστε στη Θεσσαλονίκη, αρκετά. Στο υπόγειο του ξενοδοχείου «Mandrinο», στην οδό Εγνατία (στο ύψος τής Αντιγονιδών) σώζεται τμήμα βαλανείου των ρωμαϊκών χρόνων. Οι τοίχοι του σώζονται σε ύψος 80 εκατοστών, το πιο εντυπωσιακό εύρημα, ωστόσο, είναι το ψηφιδωτό δάπεδο της αίθουσας, το οποίο απεικονίζει παράσταση με τέθριππο αγωνιστικό άρμα και φέρει επιγραφή. Στο μπροστινό μέρος τής παράστασης υπάρχουν τρεις «πίνακες» που απεικονίζουν γυναικεία πορτρέτα.
Τα ψηφιδωτά, τα οποία χρονολογούνται στον 3ο μ.Χ. αιώνα, έχουν αποκολληθεί και μεταφερθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, όπου εκτίθενται. Η επιγραφή που διατηρείται αναφέρεται στα Πύθια, αγώνες προς τιμήν τού Απόλλωνα, που άρχισαν να διεξάγονται στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν από τα μέσα τού 3ου μ.Χ. αιώνα.
3
Ο χριστιανικός ναός στο Διοικητήριο που «εξαφανίστηκε» κάτω από μια σύγχρονη οικοδομή
Εργασίες για τη διάνοιξη φρέατος το 1888, στο κέντρο τής Θεσσαλονίκης, αποκάλυψαν (στο ύψος τής σημερινής οδού Μπαλταδώρου 8, έναν δρόμο κάτω από την οδό Ολύμπου, στο ύψος τού Διοικητηρίου) ένα άγνωστο ώς τότε λατρευτικό οικοδόμημα: τον ναό τού Σέργιου Πραγαμά. Πρόκειται για ένα μικρό λατρευτικό οικοδόμημα (και ένα από τα πρώτα μνημεία αφιερωμένα στη χριστιανική λατρεία στη Θεσσαλονίκη), το οποίο ιδρύθηκε στη θέση ρωμαϊκού λουτρού, μετατρέποντας έναν χώρο με ανατολικό προσανατολισμό σε κόγχη ιερού. Στο δεξιό τοίχο του διασώθηκε ψηφιδωτή κτητορική επιγραφή, που αναφέρει τον Σέργιο Πραγαμά.
Ο ναός, ο οποίος χρονολογείται στον 5ο μ.Χ. αιώνα, είχε συμπεριληφθεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στο χωροταξικό σχέδιο της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, το 1970 ανεγείρεται τελικώς οικοδομή στο ίδιο σημείο, με τον ναό να βρίσκεται σήμερα στο υπόγειό της, σε αρκετά μεγάλο βάθος και με μάλλον δύσκολη πρόσβαση.
4
Ένα (συν ένα) ταφικό μνημείο κάτω από τη Νομική τού ΑΠΘ
Ένα πολύ ιδιαίτερο ταφικό κτίσμα βρίσκεται στον χώρο ανάμεσα στο Κτίριο Διοίκησης του Αριστοτελείου και το κτίριο της Νομικής. Πρόκειται για τον τύπο τού «cubiculum», με έναν χτιστό υπόγειο δρόμο στη μία πλευρά του και τρία αρκοσόλια (θέσεις για την τοποθέτηση σαρκοφάγων) στο εσωτερικό τού θαλάμου, ο οποίος φέρει ζωγραφική διακόσμηση.
Ο τάφος αποκαλύφθηκε στη διάρκεια των εργασιών θεμελίωσης της Νομικής Σχολής, τη δεκαετία τού 1960. Λίγο δυτικότερα βρέθηκε και δεύτερο cubiculum, το οποίο δεν είναι πλέον ορατό. Το μνημείο αποτελεί μέρος τού εβραϊκού νεκροταφείου τής πρώτης κοινότητας των Εβραίων τής Θεσσαλονίκης. Στη μαρμάρινη πόρτα τού πρώτου cubiculum (που δεν σώζεται σήμερα) υπήρχε εγχάρακτη επιγραφή, η οποία ανέφερε: «Βενιαμής ω κε Δομέτιος» (δηλαδή, «Βενιαμής, ο οποίος [λέγεται] και Δομέτιος»). Η συγκεκριμένη επιγραφή, η οποία χρονολογείται στο πρώτο μισό τού 4ου μ.Χ. αιώνα, οδηγεί τους αρχαιολόγους στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μέλος τής εβραϊκής κοινότητας της πόλης.
5
Η απροσπέλαστη βυζαντινή κινστέρνα τής οδού Ολυμπιάδος
Οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς γνωρίζουν το βυζαντινό λουτρό τής οδού Θεοτοκοπούλου – ένα υπέροχα αναστηλωμένο κτίσμα, το οποίο είναι επισκέψιμο τόσο για ξενάγηση όσο και στο πλαίσιο πολιτιστικών εκδηλώσεων που φιλοξενούνται εκεί. Η πλειονότητα, ωστόσο, μάλλον αγνοεί ότι ελάχιστα μέτρα νοτιότερα, στον αριθμό 90 τής οδού Ολυμπιάδος, η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε μια μεγάλων διαστάσεων υπόγεια κινστέρνα (δεξαμενή νερού), η οποία καταλαμβάνει το μισό πλάτος τής Ολυμπιάδος και όλη την επιφάνεια παρακείμενου οικοπέδου, το οποίο έχει διαμορφωθεί σε χώρο πρασίνου (δυστυχώς, όχι προσβάσιμο από το ευρύ κοινό). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων, η κινστέρνα χρονολογείται στα όψιμα βυζαντινά χρόνια (συμπέρασμα που προκύπτει από τη χρήση παλαιοχριστιανικών μαρμάρων σε δεύτερη χρήση για την κατασκευή της).
6
Τρεις επαύλεις τριών διαφορετικών αιώνων κάτω από ένα σχολείο στην Ιασωνίδου
Ένα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής σχολείο λειτουργούσε επί πολλά χρόνια στην οδό Ιασωνίδου (στον σημερινό αριθμό 6). Δυστυχώς, αυτό το κομψό οικοδόμημα δεν άντεξε το χτύπημα του εγκέλαδου στη Θεσσαλονίκη, το 1978, με αποτέλεσμα έναν χρόνο αργότερα (το 1979) να αποφασιστεί η οριστική κατεδάφισή του. Στη θέση του θα ανεγειρόταν και πάλι σχολείο. Ωστόσο, μια έκπληξη περίμενε τα συνεργεία στα οποία ανατέθηκε το έργο.
Ήδη με τις πρώτες εκσκαφές ήρθαν στο φως τα ίχνη τριών βυζαντινών επαύλεων του 4ου, του 5ου και του 6ου μ.Χ. αιώνα, οι οποίες είχαν διασωθεί στα θεμέλια του αρχικού σχολείου. Στα πρότυπα των αρχαιοελληνικών και των ρωμαϊκών αστικών κατοικιών, τα κτίρια αναπτύσσονται γύρω από αίθρια, περιλαμβάνοντας μαγειρεία, χώρους υγιεινής, λουτρά, αποθήκες για τη φύλαξη τροφίμων, δεξαμενές, πολυτελή τρικλίνια (τα επίσημα δωμάτια με την πολυτελή διακόσμηση, όπου πραγματοποιούνταν τα συμπόσια), πηγάδια για την τροφοδοσία με νερό, ακόμη και δεξαμενές για την εκτροφή ψαριών που προορίζονταν για την καθημερινή διατροφή των ενοίκων. Οι τοίχοι των κατοικιών κοσμούνταν από τοιχογραφίες, ενώ τα δάπεδα στόλιζαν ψηφιδωτά και μαρμαροθετήματα (οι λεγόμενες «λατύπες», κομμένες σε γεωμετρικά σχήματα).
Μετά από 10 χρόνια εντατικών σχεδιασμών και εργασιών, στο σημείο ανεγέρθηκε ένα νέο, σύγχρονο σχολικό συγκρότημα (με είσοδο από την οδό Αρριανού 3), το 34ο δημοτικό σχολείο, το οποίο κρύβει στο υπόγειό του ένα επισκέψιμο μουσείο, αφιερωμένο σε ένα σημαντικό κομμάτι τής ιστορίας τής πόλης.
7
Το ρωμαϊκό παρελθόν «ζει» στο υπόγειο μιας οικοδομής στην Ολύμπου
Ένα σημαντικό τμήμα τού ρωμαϊκού παρελθόντος τής Θεσσαλονίκης «κρύβεται» στο υπόγειο της οικοδομής που βρίσκεται στη συμβολή τής Ολύμπου 81 με την οδό Αγνώστου Στρατιώτου – και μάλιστα στη μορφή που ανασκάφτηκε, χωρίς να έχει καλυφθεί.
Πρόκειται για ένα συγκρότημα δύο κτιρίων στη βόρεια πλευρά τής ρωμαϊκής αγοράς, τα οποία έχουν διατηρηθεί αποσπασματικά. Το πρώτο είναι ένα επίμηκες, τετράπλευρο κτίριο διαστάσεων 16×23 μ., στη βόρεια πλευρά τού οποίου σώζεται ημικυκλική κόγχη όπου ήταν τοποθετημένο άγαλμα της Αθηνάς, που βρέθηκε στην ανασκαφή. Το κεφάλι τού αγάλματος μεταπλάστηκε στο πορτρέτο τής αυτοκράτειρας Αθηνάς Δόμνας, συζύγου τού Σεπτίμιου Σεβήρου (192-211 μ.Χ.). Στις ανασκαφές βρέθηκαν, επίσης, οι μαρμάρινες βάσεις των αγαλμάτων τής βασίλισσας Θεσσαλονίκης, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του γιου του, Αλεξάνδρου τού Δ’, και άλλων ηγεμόνων. Στα δυτικά τού πρώτου κτίσματος ανασκάφηκε δεύτερο, μικρότερο κτίριο (διαστάσεων 8,50×9,20 μ.), με θυραίο άνοιγμα στη νότια πλευρά του και ημικυκλικές κόγχες στους υπόλοιπους τρεις τοίχους.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις τής αρχαιολόγου Ε. Καμπούρη σε δημοσίευση του 1985, το συγκρότημα χρονολογείται στις αρχές τού 3ου αιώνα και λειτουργούσε ως βιβλιοθήκη. Νεότερες εκτιμήσεις, ωστόσο (της Θεοδοσίας Στεφανίδου-Τιβερίου, σε δημοσίευσή της στον τόμο «Αρχαιολογικό Έργο σε Μακεδονία και Θράκη 15», 2001, εκδόσεις υπουργείου Πολιτισμού), το ταυτίζουν με χώρο αυτοκρατορικής λατρείας την περίοδο των Σεβήρων.
8
Η παλαιοχριστιανική Θεσσαλονίκη κρύβεται κάτω από την Γ’ Σεπτεμβρίου
Κατά τις εργασίες διάνοιξης της σημερινής Γ’ Σεπτεμβρίου, τον Ιούνιο του 1980, η αρχαιολογική σκαπάνη έπεσε πάνω σε μια συστάδα καμαροσκεπών τάφων, όπως επίσης και σε μια παλαιοχριστιανική εκκλησία στον χώρο ανάμεσα στις εγκαταστάσεις τής ΔΕΘ και το Γ’ Σώμα Στρατού. Όπως αποδείχθηκε, επρόκειτο για μέρος τού ανατολικού παλαιοχριστιανικού νεκροταφείου τής Θεσσαλονίκης (της ελληνιστικής και, κυρίως, της ρωμαϊκής εποχής. Σημειωτέον ότι το μεγαλύτερο μέρος τού χριστιανικού εκτός των ανατολικών τειχών νεκροταφείου βρέθηκε στη περιοχή τής πανεπιστημιούπολης και του νοσοκομείου «Άγιος Δημήτριος»).
Η βυζαντινή εκκλησία έχει ιδιαίτερη αρχαιολογική αξία, καθώς είναι η μοναδική που ανακαλύφθηκε εκτός των τειχών, αφού όλες οι υπόλοιπες είχαν καταστραφεί από επιδρομές ήδη από τον 7ο αιώνα. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, η ίδρυση ναού στον χώρο τού νεκροταφείου συνδέεται με τη λατρεία μαρτύρων – εν προκειμένω, πιθανολογείται ότι οι νεκροί των τάφων ήταν μάρτυρες ή αρχιερείς.
Σήμερα ο συγκεκριμένος αρχαιολογικός χώρος είναι ορατός στρίβοντας δεξιά στη Γ’ Σεπτεμβρίου από τη λεωφόρο Στρατού και ακολουθώντας το πλακόστρωτο δρομάκι στο επίπεδο του εδάφους, αρκετά μέτρα χαμηλότερα από την (υπερυψωμένη λόγω των ευρημάτων) σύγχρονη λεωφόρο. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι περιφραγμένος, είναι ωστόσο πλήρως ανεσκαμμένος και περιποιημένος, επιτρέποντας στον διαβάτη μια καλή ματιά στο παρελθόν τής πόλης.
9
Το «ορφανό» καταφύγιο στις Σαράντα Εκκλησιές
Πληθώρα αστικών μύθων συνοδεύει το (αθέατο στο μάτι τού ανυποψίαστου περαστικού) όρυγμα, που ξεσήκωσε τη φαντασία πολλών γενιών πιτσιρικάδων (και όχι μόνο πιτσιρικάδων) στην πλατεία Παύλου Μελά, στις Σαράντα Εκκλησιές. Ορισμένοι το περιγράφουν ως μέρος ενός αχανούς συμπλέγματος υπόγειων στοών που διατρέχουν την πόλη, ενώ οι εικασίες για το πόσο βαθύ είναι και πού φτάνει δίνουν και παίρνουν.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα καταφύγιο που διανοίχτηκε επί εποχής Μεταξά και χρησιμοποιήθηκε κατά κύριο λόγο για την προστασία των πολιτών κατά τους βομβαρδισμούς τής Θεσσαλονίκης. Το συνολικό του μήκος φτάνει τα 22 μέτρα, το ύψος του τα 2,5 μέτρα και το πλάτος του επίσης τα 2,5 μέτρα.
10
Το καταφύγιο των ναζί στα έγκατα του «Ανατόλια»…
Μόλις 20 μέτρα κάτω από το ισόγειο τμήμα τού αμερικανικού κολλεγίου «Ανατόλια», το οποίο οι ναζί χρησιμοποιούσαν ως στρατηγείο τους, οι κατοχικές δυνάμεις κατασκεύασαν στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου δύο διακλαδωμένα τούνελ που οδηγούν σε διαφορετικούς χώρους. Κατεβαίνοντας 60 σκαλοπάτια από έναν διάδρομο πλάτους ενός μέτρου και ύψους μόλις 1,80 μ. ξεκινά η πορεία προς τους ενδότερους χώρους τής υπόγειας κατασκευής, η οποία κατέληγε σε ένα καταφύγιο συνολικής επιφάνειας 55 τετρ.μ., διαιρεμένο σε δύο χώρους που σφραγίζονταν με δύο τεράστιες μεταλλικές πόρτες. Εκτιμάται ότι σε αυτά τα δωμάτια οι γερμανοί αξιωματούχοι έκρυβαν τους οικείους τους σε περίπτωση βομβαρδισμών.
Το καταφύγιο διατηρείται ώς τις μέρες μας για την ιστορική του αξία και μόνο, χωρίς να είναι λειτουργικό σε πιθανή περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
11
…και το αντίστοιχο στο «Γ. Γεννηματάς»
Ακόμη ένα καταφύγιο που είχαν κατασκευάσει οι ναζί στη Θεσσαλονίκη στη διάρκεια της κατοχής τής πόλης, από το 1941 ώς το 1944, βρίσκεται στην οδό Εθνικής Αμύνης, στα υπόγεια του γενικού νοσοκομείου «Γεώργιος Γεννηματάς».
Η ιστορία τού συγκεκριμένου καταφυγίου ξεκινά το 1942, όταν οι Γερμανοί επέταξαν το κτίριο και έσκαψαν κάτω από αυτό, με στόχο να κατασκευάσουν χειρουργεία και μονάδες νοσηλείας για τους στρατιώτες τους, προστατεύοντάς τους από ενδεχόμενες απειλές. Χτισμένο από μπετόν και πλέγματα σιδήρου, αποτελεί μια εξαιρετικά γερή κατασκευή, με αντοχή στον χρόνο. Διαθέτει μία κύρια είσοδο και τρεις εξόδους κινδύνου, σημεία εξαερισμού, τουαλέτες, αλλά και δίκτυο παροχής ρεύματος. Σήμερα το νοσοκομείο χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο υπόγειο τμήμα του ως χώρο φύλαξης του αρχείου.
12
Οι μυστικές σήραγγες που διατρέχουν την πόλη
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν αρχικώς δύο στρατιωτικές σήραγγες, η Φαρδιά και η Στενή, που διέτρεχαν την πόλη. Η Στενή σήραγγα (με πλάτος 1,7 μ. και ύψος 2 μ.) ξεκινούσε από το λιμάνι, διέτρεχε διαγωνίως τα τείχη (περνώντας κοντά από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων) και κατέληγε στο σημερινό Επταπύργιο. Η Φαρδιά σήραγγα ξεκινούσε μέσα από τα τείχη, δεξιά από την αριστερή Πορτάρα, περνούσε κάτω από το Διοικητήριο και κατέληγε στα θαλάσσια στόμια των πύργων τού Τοπ Χανέ. Σύμφωνα με τις ίδιες παραδόσεις, αυτές τις ελληνιστικές στρατιωτικές σήραγγες τις επεξέτειναν αργότερα οι Ρωμαίοι.
Την περίοδο της Pax Romana οι εν λόγω στρατιωτικές σήραγγες φέρονται να περιέπεσαν σε αχρηστία. Η ύπαρξή τους, όμως, έδωσε την ιδέα στους πρώτους Χριστιανούς να δημιουργήσουν ένα παράλληλο δίκτυο κατακομβών, που χρησιμοποιούνταν ως τόποι θρησκευτικής λατρείας και μυστικής συνάθροισης. Οι κατακόμβες αυτές συνέδεαν (σύμφωνα πάντοτε με τον αστικό μύθο) τους πρωτοχριστιανικούς ναούς με ένα λαβυρινθώδες δίκτυο στοών και κατακομβών, που το ξεπερνούσε μόνον εκείνο της Ρώμης. Λέγεται μάλιστα ότι ακόμη και σήμερα σώζονται κάποια τμήματά τους – κάποιοι υποστηρίζουν ότι μία καταπακτή στο δάπεδο του ναού τού Οσίου Δαυίδ οδηγεί σε αυτόν τον υπόγειο κόσμο.
Τις ίδιες σήραγγες φέρονται να χρησιμοποιούσαν και οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, για να πραγματοποιούν «υπερκόσμιες» εμφανίσεις – ενώ, για παράδειγμα, το εκκλησίασμα τους έβλεπε στη διάρκεια της θείας λειτουργίας στον Άγιο Δημήτριο, λίγο αργότερα (και χωρίς, φαινομενικά, να εγκαταλείπουν τον ναό) εμφανίζονταν στην Αγία Σοφία. Στο ίδιο δίκτυο ανήκε, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, η λεγόμενη «Στοά των Κάστρων», που διέτρεχε την πόλη από τον Λευκό Πύργο ώς το Επταπύργιο, με πλάτος αρκετό ώστε να μπορεί να φιλοξενεί μιαν ολόκληρη άμαξα. Τμήμα αυτής της στοάς σώζεται, σύμφωνα με τον αστικό μύθο, στο υπόγειο καταστήματος που λειτουργεί στην πλατεία Ιπποδρομίου.
Η παράδοση υποστηρίζει ότι η τελευταία υπόγεια σήραγγα στη Θεσσαλονίκη κατασκευάστηκε τον 19οαιώνα από τους λεγόμενους «λαγουμτζήδες», για να διευκολύνει τη διαφυγή διαφόρων ατόμων από τις αρχές. Βρισκόταν στην Άνω Πόλη, ξεκινούσε από ένα σπίτι μέσα από τα τείχη και κατέληγε σε έναν οίκο ανοχής έξω από τα τείχη, με το κόστος για τη χρήση της να ανέρχεται στις δύο λίρες.
Αρκετά τμήματα κατασκευών που φέρονται να ανήκαν σε αυτό το υπόγειο δίκτυο στοών σώζονταν ώς τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – ορισμένα, μάλιστα, χρησιμοποιούνταν ως καταφύγια από τους βομβαρδισμούς. Πολλά από αυτά πέρασαν οριστικά στο παρελθόν στη διάρκεια των δεκαετιών τού 1950 και του 1960, με την επέλαση της αντιπαροχής.
13
Η άγνωστη Αγία Σοφία, μέσα και κάτω από τον σημερινό ναό
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι στον χώρο όπου σήμερα υψώνεται ο ναός τής Του Θεού Σοφίας (του 7ου μ.Χ. αιώνα) βρισκόταν ένας παλαιότερος (και, μάλιστα, αρκετά μεγαλύτερος) ναός, ο οποίος καταστράφηκε από τον μεγάλο σεισμό τού 620 μ.Χ. Επρόκειτο για μια πεντάκλιτη βασιλική, μία από τις μεγαλύτερες της παλαιοχριστιανικής περιόδου, με μήκος 115 μ. και πλάτος 53 μ. (ο μικρότερος σε μήκος σημερινός ναός τής Αγίας Σοφίας έχει περίπου το ίδιο πλάτος με την παλαιότερη εκκλησία και ακολουθεί τους αρχικούς τοίχους).
Εντυπωσιακά ίχνη αυτής της παλαιότερης βασιλικής τού 5ου μ.Χ. αιώνα (συγκεκριμένα, μέρος τής κόγχης τού ιερού, καθώς και τμήματα των θρόνων των ιερέων) βρέθηκαν σε ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1961-62 στον αριθμό 1 της σημερινής Αλεξάνδρου Σβώλου και διατηρήθηκαν στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Ακόμη ένα τμήμα της διατηρείται στην αυλή τής κρύπτης τού Αγίου Ιωάννη τού Προδρόμου, η οποία αρχικά ήταν ρωμαϊκό λουτρό («νυμφαίο»), που μετατράπηκε σε βαπτιστήριο για τις ανάγκες τής παλαιότερης εκκλησίας. Μάλιστα, ένας από τους κίονες του βαπτιστηρίου διατηρείται στη θέση του ακόμη και σήμερα.
Ακόμη μία άγνωστη στο ευρύ κοινό πτυχή του κρύβει ο ναός τής Του Θεού Σοφίας στα (για λίγο ακόμη διάστημα απροσπέλαστα) υπερώα του, όπου κατά τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων λειτουργούσαν η διοίκηση και η γραμματεία –τα λεγόμενα «σεκρέτα»– τής μητρόπολης της «συμβασιλεύουσας». Τα υπερώα που περιβάλλουν τον ναό σε σχήμα πι πάνω από τους τρούλους ήλθαν στο φως μετά τον σεισμό τού 1978, στο πλαίσιο εργασιών στερέωσης του μνημείου, όταν απομακρύνθηκαν τα δάπεδα που κάλυπταν τη θολοδομία του (δηλαδή, τις καμάρες και τους θόλους τού ναού). Κατά τις ανασκαφές διαπιστώθηκε ότι στα κενά ανάμεσα στους θόλους τού ισογείου και στους πλευρικούς τοίχους των υπερώων είχαν στοιβαχτεί δεκάδες πήλινα μεσοβυζαντινά αγγεία, με στόχο αφενός να ελαφρύνουν την κατασκευή τού ογκώδους κτιρίου, αφετέρου να βελτιώσουν την ακουστική του. Οι ανασκαφές στο σημείο έφεραν στο φως, εκτός από νομίσματα, δεκαεπτά μολυβδόβουλα κοσμικών και εκκλησιαστικών αξιωματούχων τού 10ου και 11ου αιώνα, τα οποία παρέχουν πληροφορίες για σημαίνοντα πρόσωπα της Θεσσαλονίκης (μητροπολίτες, στρατηγούς, νοταρίους και πρωτοσπαθαρίους, επάρχους, δομέστικους και χαρτουλαρίους), ορισμένα εκ των οποίων δεν αναφέρονται σε οποιαδήποτε άλλη πηγή.
Το έργο αποκατάστασης των υπερώων, χρηματοδοτούμενο από τα ΕΣΠΑ, ξεκίνησε πέρσι από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης. Οι εργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη και υπολογίζεται ότι ο χώρος θα είναι πλήρως επισκέψιμος σε περίπου μία διετία. Η μελέτη προβλέπει προσβασιμότητα από ειδική εξωτερική είσοδο του μνημείου (συγκεκριμένα, από τον πύργο στην πλευρά τής οδού Κεραμοπούλου), που θα οδηγεί τους επισκέπτες κατευθείαν στα υπερώα.
14
Ένας νεολιθικός οικισμός κάτω από τη ΔΕΘ
Συνηθίζουμε να θεωρούμε «σημείο μηδέν» για την ιστορία τής Θεσσαλονίκης την ίδρυσή της το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η ιστορία τής πόλης πηγαίνει αρκετές χιλιάδες χρόνια πριν από τη συγκεκριμένη χρονολογία.
Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες γι’ αυτήν την πρώτη περίοδο είναι λίγες και σπάνιες και βασίζονται κυρίως σε τυχαία ευρήματα σωστικών ανασκαφών. Ένα τέτοιο τυχαίο εύρημα είναι και ο προϊστορικός οικισμός που εντοπίστηκε στο χώρο τής ΔΕΘ την περίοδο 1992-93, κατά την ανέγερση του συνεδριακού κέντρου «Ιωάννης Βελλίδης».
Ο οικισμός χρονολογείται περίπου 8.000 χρόνια πριν από το σήμερα. Σε μια έκταση περίπου 800 τετρ.μ. οι αρχαιολόγοι εντόπισαν λάκκους σε διάφορα μεγέθη και σχήματα, που χρησιμοποιούνταν ως χώροι για απορρίμματα, ως αποθήκες και ως ημιυπόγειες κατοικίες. Τα ευρήματα ήταν πήλινα αγγεία, εργαλεία από πέτρα και οστό, εργαλεία υφαντικής και κοσμήματα. Ο οικισμός αυτός είναι η αρχαιότερη γνωστή εγκατάσταση ανθρώπων στην περιοχή όπου πολύ αργότερα αναπτύχθηκε η πόλη τής Θεσσαλονίκης.
15
Η πλατεία Αντιγονιδών κρύβει έναν ναό παλαιότερο του Παρθενώνα
Κάτω από το επίπεδο του δρόμου στην πλατεία Αντιγονιδών σώζονται τμήματα υστεροαρχαϊκού ναού, του αποκαλούμενου «Ναού τής Αφροδίτης». Πρόκειται για κτίριο του 6ου π.Χ. αιώνα, το οποίο πιθανολογείται ότι μεταφέρθηκε στο συγκεκριμένο σημείο από την αρχαία Αίνεια (τη σημερινή Μηχανιώνα), όπου υπήρχε το αρχαϊκό ιερό τής Αφροδίτης, και ανασυντέθηκε στον χώρο των ιερών τής Θεσσαλονίκης (στην περιοχή τού σημερινού Διοικητηρίου) τα πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια.
Ο ναός ανακαλύφθηκε το 1936, όταν έγινε η εκσκαφή των θεμελίων για την ανέγερση διώροφης οικοδομής σε οικόπεδο των οδών Καραολή και Δημητρίου 32 και Αντιγονιδών 38. Η συγκεκριμένη οικοδομή κατεδαφίζεται το 2000, με την ανασκαφή που πραγματοποιείται να φέρνει στο φως το ανατολικό μέρος τής κρηπίδας τού ναού. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) εκδίδει απόφαση για προστασία και ανάδειξή του, σε αντίθεση με τη ΙΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, η οποία τάχθηκε υπέρ τής ανέγερσης οικοδομής, στο υπόγειο της οποίας θα διατηρούνταν οι αρχαιότητες.
Αυτήν τη στιγμή το μνημείο έχει καταχωθεί.
16
Η υπόγεια κρύπτη τού θεού Ώρου
Η ανακάλυψη έγινε το 1939… Καθώς ο αρχαιολόγος Χαράλαμπος Μακαρόνας εισερχόταν με τον φακό του σε έναν υπόγειο, σκοτεινό διάδρομο στην περιοχή τού Διοικητηρίου, δεν φανταζόταν τι θα συναντούσε – σίγουρα δεν περίμενε ότι θα αντίκριζε αιγυπτιακά σύμβολα στο δάπεδο. Μετά από λίγο, βρέθηκε στην είσοδο μιας κρύπτης. Το θέαμα που αντίκρυσε με το που πέρασε την πόρτα τού πάγωσε το αίμα: μια λευκή μορφή μετρίου αναστήματος τον «κοιτούσε» κατάματα. Στη δεύτερη ματιά, όλα ξεκαθάρισαν: απέναντί του στεκόταν το άγαλμα ενός γυμνού παιδιού με απόκοσμο βλέμμα, το οποίο στο αριστερό χέρι κρατούσε ένα κέρας και είχε υψωμένο το δεξί ώς τα χείλη του. Στα μάτια τού έμπειρου αρχαιολόγου ήταν χαρακτηριστική η χειρονομία που επιβάλλει τη σιωπή στους μυημένους: το άγαλμα αναπαριστούσε τον θεό Ώρο.
«Ο συντάκτης των γραμμών τούτων, συνεπιβλέπων μετά του καθηγητού κ. Πελεκίδη εις τας εργασίας και κατελθών εις την κρύπτην ευθύς ως αυτή ηνοίχθη, ευρέθη πρώτος ενώπιον του απροσδόκητου και μυστηριωδώς υποβλητικού περιβάλλοντος. Η ζωηρά συγκίνησίς του, ιδίως από το ξαφνικόν αντίκρυσμα της αγαθής μορφής τού θεού, η οποία σχεδόν εζωντάνευε από το σαλεύον αμυδρόν φως τού ηλεκτρικού φανού, θα μείνη ασφαλώς αλησμόνητος» [Χαράλαμπος Μακαρόνας, «Ανασκαφή παρά το Σεραπείον», Μακεδονικά, αριθμ. 1(1940) 465, σημ.1].
Η διαφορά που υπήρχε στην τοιχοδομία τής κρύπτης έδειχνε ότι ήταν πολύ προγενέστερη από το υπόλοιπο κτίσμα τής επιφάνειας: ήταν φανερό ότι προοριζόταν για τη μυστική λατρεία των αιγυπτίων θεών. Στο βάθος τής καμαροσκεπούς κρύπτης ανακαλύφθηκε μια ερμαϊκή στήλη τοποθετημένη ακριβώς κάτω από το ιδιόρρυθμο οικοδόμημα στην επιφάνεια (διαστάσεων 8×11 μ.), που ήταν ρωμαϊκής προέλευσης. Ανακαλύφθηκαν επίσης οι κεφαλές τού Σεράπιδος και της Ίσιδος και μια μικρή λίθινη σφίγγα.
Σήμερα, το άγαλμα του θεού Ώρου μπορεί να το θαυμάσει κάποιος στο Αρχαιολογικό Μουσείο τής Θεσσαλονίκης, μαζί με άλλα ευρήματα που ανασύρθηκαν από το Σεραπείον στο Διοικητήριο: συνεχίζει να προτείνει το δάχτυλο μπρος στα χείλη του, απαιτώντας (ή υπενθυμίζοντας) τον νόμο τής σιωπής.
17
Η ξεχασμένη κρύπτη τής μητρόπολης
Κάτω από τη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης υπάρχει μια κρύπτη που κατόρθωσε να αντέξει ώς τις μέρες μας. Βρίσκεται σε βάθος 3,5 μέτρων, ακριβώς κάτω από το ιερό βήμα τού μητροπολιτικού ναού, παρέχοντας τη δυνατότητα σε όσους γνώριζαν την ύπαρξή της να μετακινούνται από τη μητρόπολη (μέσω μιας καταπακτής στον χώρο τού ιερού και χάρη σε μια κρεμαστή σκάλα) στο μητροπολιτικό μέγαρο, αλλά και στο παρακείμενο ελληνικό προξενείο, που λειτουργούσε στο σημείο την περίοδο της οθωμανικής κατοχής.
Η κρύπτη κατασκευάστηκε κάτω από άκρα μυστικότητα πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, χωρίς οι οθωμανικές αρχές να αντιληφθούν το παραμικρό. Άλλωστε, ακόμη και η ύπαρξή της ήταν γνωστήσε ελάχιστους, για λόγους ασφαλείας. Στην πορεία των χρόνων ξεχάστηκε, για να έρθει ξανά στο φως μετά τον σεισμό τού 1978, όταν οι ζημιές που προκλήθηκαν στο κτίριο φανέρωσαν την ύπαρξή της.
18
Μια υπόγεια πόλη 31 στρεμμάτων στην Πυλαία
Το 2012, με αφορμή τις εκσκαφές που πραγματοποιήθηκαν για το αμαξοστάσιο της βασικής γραμμής τού μετρό, στην Πυλαία, ήρθε στο φως προκασσάνδρειο πόλισμα του 4ου π.Χ. αιώνα. Στο πλαίσιο των ανασκαφών ερευνήθηκε έκταση τριάντα ενός στρεμμάτων και αποκαλύφθηκε τμήμα μιας πόλης που ήταν οργανωμένη με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, στα πρότυπα των μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, όπως η Όλυνθος και η Πέλλα. Τα πολυάριθμα ευρήματα παραπέμπουν σε έναν ακμαίο οικισμό με ισχυρή οικονομία και αναπτυγμένες κοινωνικοπολιτικές δομές. Η μεγάλη ανάπτυξή του τοποθετείται στο δεύτερο μισό τού 4ου αι. π.Χ., η οποία όμως διακόπτεται από την ίδρυση της πόλης τής Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο το 315 π.Χ., οπότε και εγκαταλείπεται.
19
Το άγνωστο νεκροταφείο τής οδού Φλέμινγκ
Ακόμη ένα ενδιαφέρον εύρημα στο πλαίσιο της κατασκευής τού μετρό τής Θεσσαλονίκης αποτελεί το νεκροταφείο ρωμαϊκών χρόνων (2ος-4ος μ.Χ. αιώνα), που ερευνήθηκε στα όρια του Σταθμού Φλέμινγκ. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν πτυχές ενός άγνωστου μέχρι τώρα οικισμού, στις παρυφές τής αρχαίας Θεσσαλονίκης.
20
Η ανατολική νεκρόπολη του Σιντριβανίου
Στο πλαίσιο των εργασιών κατασκευής τού μετρό Θεσσαλονίκης, η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε στους σταθμούς «Σιντριβάνι», «Διασταύρωση Τροχιογραμμών» και «Πανεπιστήμιο» μεγάλο τμήμα τού ανατολικού νεκροταφείου τής πόλης, όπως επίσης και τρίκλιτη κοιμητηριακή βασιλική στη θέση παλαιότερου κτιρίου με ψηφιδωτά δάπεδα.
Συγκεκριμένα, έφερε στο φως τρεις χιλιάδες ταφικά μνημεία, τα οποία ήρθαν να εμπλουτίσουν τη μέχρι τώρα γνώση μας για την οργάνωση και τη συνεχή χρήση τού χώρου από την ελληνιστική περίοδο ώς και την ύστερη αρχαιότητα. Οι τάφοι ανήκουν σε διάφορους τύπους (λακκοειδείς, κιβωτιόσχημοι, εγχυτρισμοί, βωμοί, βωμοειδείς κατασκευές, καμαροσκεπείς απλοί ή δίδυμοι), ενώ ήταν κτερισμένοι με αγγεία πήλινα και γυάλινα, πήλινα ειδώλια, χρυσά και αργυρά κοσμήματα και νομίσματα.
21
Η δυτική νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης
Στη δυτική Θεσσαλονίκη (Σταυρούπολη, Μοναστηρίου, σιδηροδρομικός σταθμός), η ανασκαφική έρευνα που διεξήχθη τμηματικά, ανά περιόδους (κατά τα έτη 2009-2012 και 2016-2017, οπότε και ολοκληρώθηκε), συμπλήρωσε τις απαραίτητες πληροφορίες διαχρονικά, από τον 3ο π.Χ. αιώνα μέχρι τους νεώτερους χρόνους, για τη χωροταξική εξέλιξη της περιαστικής δυτικής ζώνης.
Την οργάνωση της περιοχής υπαγόρευσαν δύο παράμετροι: η διέλευση της κύριας οδικής αρτηρίας (της γνωστής ρωμαϊκής Εγνατίας οδού, που συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με την Πέλλα) και οι διαρρέοντες χείμαρροι. Επάλληλα χαλικόστρωτα και χωμάτινα καταστρώματα της οδού, που έφτανε έξω από τη Χρυσή Πύλη διασχίζοντας τον κεραμήσιο κάμπο και το νεκροταφείο, εντοπίστηκαν κάτω από τη σημερινή οδό Μοναστηρίου. Το τμήμα τής δυτικής αρχαίας νεκρόπολης που αποκαλύφθηκε στα όρια του σταθμού «Πλατεία Δημοκρατίας», στη διασταύρωση των τροχιογραμμών τής Σταυρούπολης και στον νέο σιδηροδρομικό σταθμό, είναι παρόδιο και αναπτύχθηκε κατά μήκος τής βόρειας πλευράς τού συγκεκριμένου οδικού άξονα. Οργανωμένο σε συστάδες, περιλαμβάνει ποικιλία τάφων και βωμοειδών κατασκευών – συνήθως εντός ταφικών περιβόλων, εξασφαλίζοντας χώρους για νεκρώσιμες τελετές και προσφορές. Ξεχωρίζουν μαρμάρινες σαρκοφάγοι και πολυτελή ταφικά κτίσματα του 2ου μ.Χ., του 3ου και του 4ου μ.Χ. αιώνα. Η διάρκεια χρήσης τής νεκρόπολης καλύπτει μια μακρά περίοδο από τον 3ο π.Χ. αιώνα ώς και τα μέσα τού 4ου μ.Χ. αιώνα, οπότε οργανώνονται τα χριστιανικά κοιμητήρια γύρω από πυρήνες με λατρευτικά κτίσματα, ναούς και μαρτύρια. Μεταγενέστερα (κυρίως από τον 6ο μ.Χ. αιώνα) συνεχίζονται σποραδικοί ενταφιασμοί, που δεν συνιστούν οργανωμένο νεκροταφείο.
Η ανασκαφή στον σταθμό και στις εισόδους τού σταθμού τής πλατείας Δημοκρατίας, στις παρυφές τής νεκρόπολης, ελάχιστα μέτρα έξω από τα δυτικά τείχη, έφερε στο φως στις δύο πλευρές τού δρόμου που οδηγούσε από την ύπαιθρο χώρα στη Χρυσή Πύλη μεγάλα συγκροτήματα κρατικών αποθηκών κρασιού και λαδιού (πιθεώνας) και εργαστηρίων της ύστερης αρχαιότητας. Πάνω στα ερείπια του πιθεώνα ιδρύθηκε τον 5ο μ.Χ. αιώνα ναός τετράγωνης κάτοψης με ταφικό πρόσκτισμα, αποθήκες και εργαστήρια.
Στα τέλη τού 6ου με αρχές τού 7ου μ.Χ. αιώνα ο ναός και οι εγκαταστάσεις του καταστρέφονται ολοσχερώς και εγκαταλείπονται. Ανάμεσα στα καθαγιασμένα ερείπιά του διανοίγονται σποραδικές ταφές. Η οικοδομική δραστηριότητα περιορίζεται στα νότια.
Στους μετέπειτα αιώνες, η περιοχή παραμένει αδόμητη, όχι τυχαία – άλλωστε, ονομαζόταν από τους Οθωμανούς «Çayir», δηλαδή «Λιβάδι» ή «Λιβάδια». Μόλις τον όψιμο 19ο αιώνα θα ανακτήσει τον εμπορικό της χαρακτήρα, όταν στον άξονα της Μοναστηρίου χτίζονται χάνια, καταστήματα και αποθήκες.