Εναν πολύ ιδιαίτερο, αλλά συνάμα χαρακτηριστικό τρόπο επιλέγει ο Μ. Καραγάτσης, για να περιγράψει τη Θεσσαλονίκη τής δεκαετίας τού 1930 στο βιβλίο του «Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του»: «Το αυτοκίνητο, προσπερνώντας τη Γεωργική Σχολή, έστριψε δεξιά και πήρε τον μεγάλο δρόμο. Ολόγυρα ξερά χωράφια κι ανάρια σπίτια τής περιχωρικής ζώνης, αριστερά λίγη θάλασσα. – ‘Το τοπίο δεν μου φαίνεται πολύ τρελό’, μουρμούρισε ο Βάσιας. – ‘Άσε να δεις και την πόλη…’. Έφτασαν στο Ντεπό και άρχισαν να χορεύουν στο καλντερίμι τής κεντρικής αρτηρίας. Από τις δύο μεριές τού δρόμου ορθώνονταν παλαιϊκά σπίτια μέσα σε κήπους, ένα είδος βίλες ρυθμού fin de siècle, αρκετά άσχημες και παραμελημένες. Πού και πού μίζερα μαγαζιά και κανένα σπάνιο καινούργιο σπίτι, πάντοτε κακόγουστο. Ο Μιχάλης εξήγησε πως περνούσαν την προπολεμική αριστοκρατική συνοικία, που γλίτωσε από την πυρκαγιά τού 1916. – ‘Τώρα φτάνουμε στην παλιά πυρίκαυστη ζώνη, όπου χτίστηκε η καινούργια, μοντέρνα πόλη, που αποτελεί το κέντρο, σαν να λέμε ‘το Σίτυ’…’. – ‘Να ιδούμε και το ‘Σίτυ’…’. Ξεμπούκαραν σε μια παραλιακή πλατεία στολισμένη με τον Λευκό Πύργο. Ο δρόμος ακολουθούσε τώρα τη θάλασσα. Από τη μεριά τής στεριάς ήταν πλαισιωμένος με ψηλά, καινούργια σπίτια, σπάνιας ασχήμιας. Αυτοί πήραν έναν λοξό δρόμο –την οδό Τσιμισκή– πλατύ, με καλή προοπτική, τριγυρισμένο κι αυτόν από παρόμοια, αηδιαστικά οικοδομήματα. – ‘Δεν έχει αρχιτέκτονες εδώ;’ ρώτησε ο Βάσιας, – ‘Ό,τι θέλεις έχει. Και καλλιτεχνική κίνηση ακόμη. Μόνο γούστο δεν έχει…’».
Αν παραβλέψουμε την ανακολουθία με τη χρονολογία τής πύρινης λαίλαπας (η μεγάλη πυρκαγιά τής Θεσσαλονίκης συνέβη το 1917 και όχι το 1916, όπως αναφέρεται στο βιβλίο), ο Μ. Καραγάτσης αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη που άλλαζε διαρκώς.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΜΠΡΑΡ ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΑΡΚΕΤΕΣ ΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ, ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΝΑ ΠΑΡΑΚΑΜΨΕΙ ΕΜΠΟΔΙΑ. ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΟΤΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΕΚΕΙΝΗ ΟΙ ΦΗΜΕΣ ΠΕΡΙ «ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΩΝ», «ΞΕΝΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ» ΚΑΙ «ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΩΝ ΤΩΝ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥΧΩΝ ΠΟΥ ΑΝΕΚΑΛΥΨΑΝ ΝΕΟΝ ΠΑΝΑΜΑΝ» ΕΙΧΑΝ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΡΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΥΡΙΚΑΥΣΤΟΥ, ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΝΑ ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΙ ΣΟΒΑΡΕΣ ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΠΟΙΗΣΗΣ.
Συνοπτικά, ώς τη δεκαετία τού 1930 (αρχής γενομένης από τα τέλη τού 19ου αιώνα) η πόλη επεκτεινόταν λόγω αύξησης του πληθυσμού της. Παράλληλα, διέθετε πλέον υποδομές που την έκαναν (ήδη από το 1912) να προβάλλεται ως «η πιο σύγχρονη πόλη τής οθωμανικής αυτοκρατορίας». Από το 1912 και μετά οι ελληνικές αρχές άρχισαν να ασχολούνται με την εκπόνηση ενός νέου σχεδίου πολεοδόμησης, τα σχέδια ωστόσο διακόπηκαν το 1914, λόγω του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Η έλευση της Στρατιάς τής Ανατολής στη Θεσσαλονίκη επέβαλε την ικανοποίηση των αναγκών ενός επιπλέον πληθυσμού 200.000 στρατιωτών. Ακολούθησε η πυρκαγιά τού 1917 και η επιτακτική χρεία για έναν νέο πολεοδομικό, αλλά και αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Η κυβέρνηση Βενιζέλου συγκρότησε επιτροπή με επικεφαλής τον πολεοδόμο Ερνέστ Εμπράρ, με αποστολή να σχεδιάσουν μια πόλη που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες τού μέλλοντος. Έτσι και συνέβη. Ωστόσο, το σχέδιο προχώρησε μόνο μερικώς…
Στο μεταξύ, η Θεσσαλονίκη άλλαζε ήδη φυσιογνωμία, καθώς μεταξύ 1921-1924 γνώρισε μια νέα αύξηση του πληθυσμού της, λόγω των προσφύγων που κατέφτασαν. Την ίδια στιγμή, ένας μεγάλος αριθμός Εβραίων μετανάστευε στη Δυτική Ευρώπη και στην Παλαιστίνη (ακόμη δεν υπήρχε το κράτος τού Ισραήλ), τα ακίνητα στο κέντρο τής πόλης είχαν αλλάξει χέρια, ενώ η παλαιά δομή τής Θεσσαλονίκης (με σαφή διαχωρισμό των κατοίκων της με βάση την κοινοτική ή τη θρησκευτική τους ταυτότητα) είχε διαλυθεί. Πλέον, η νέα δομή προσανατολιζόταν στην προώθηση του αστικού τρόπου ζωής.
Τα πρώτα βήματα
Από το 1893, όταν εξελέγη δήμαρχος της πόλης, ο Χαμδί μπέης προχώρησε σε εντυπωσιακές κινήσεις. Άρχισε να χτίζει δημοτικά κτίρια και να φροντίζει τους δημόσιους χώρους, ενώ παράλληλα νέες συνοικίες, όπως η Χαμηδιέ, ανοικοδομούνταν με σύγχρονη ρυμοτομία, καθώς σχεδιάζονταν και νέα έργα υποδομής (όπως το δίκτυο ύδρευσης και οι αστικές συγκοινωνίες). Ταυτόχρονα, εγκαινιάστηκαν δύο σιδηροδρομικές γραμμές (προς το Μοναστήρι και προς την Κωνσταντινούπολη), επεκτάθηκε το λιμάνι και διαπλατύνθηκε η παραλιακή οδός.
Το 1913 συστάθηκε από τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν η Επιτροπή Εξωραϊσμού, προκειμένου να εκπονήσει ένα συνολικό σχέδιο για την πόλη. Στις προτάσεις περιλαμβάνονταν η διάνοιξη της Εγνατίας και η διαπλάτυνση της Βενιζέλου (στα 24 μέτρα για κάθε δρόμο), όπως επίσης και η διαμόρφωση πλατειών και η ανάδειξη μνημείων. Ο πόλεμος, ωστόσο, διέκοψε τις εργασίες τής επιτροπής, ενώ εν συνεχεία η πυρκαγιά τού 1917 δημιούργησε ένα εντελώς νέο σκηνικό: εξαφάνισε την παραδοσιακή όψη τής Θεσσαλονίκης, κατέστησε 70.000 ανθρώπους αστέγους, κατέστρεψε αρχεία, δημόσια κτίρια, μνημεία, λατρευτικούς χώρους, συναγωγές και ναούς.
Tabula rasa
Στις 11 Αυγούστου 1917, μόλις έξι ημέρες μετά την πυρκαγιά που κατέκαψε μεγάλο μέρος τής Θεσσαλονίκης, σε σύσκεψη ειδικών υπό τον υπουργό Συγκοινωνίας Αλέξανδρο Παπαναστασίου προτάθηκε «η καείσα περιοχή να απαλλοτριωθή και να εκποιηθούν τα σχηματιζόμενα οικόπεδα μετά την νέαν ρυμοτομίαν, προτιμωμένων των παλαιών οικοπεδούχων».
Οι πρώτες αποφάσεις αφορούσαν την πλήρη αναδιάταξη του ιστού τής πόλης, την απαλλοτρίωση της καμένης ζώνης και την εκποίηση των νέων οικοπέδων. Η επιθυμία να επανασχεδιαστεί η πόλη ήταν του ίδιου του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο Παπαναστασίου, από την άλλη, έφριττε με τους «ανθυγιεινούς όρους τής Θεσσαλονίκης, εκεί όπου δεν έγινε πυρκαγιά. Τους ανθυγιεινούς όρους δεν δημιούργησεν η πυρκαϊά, αλλ’ η κατάστασις η οποία υφίσταται εις το ανατολικόν μέρος τής πόλεως. Εις την Θεσσαλονίκην οργιάζει η αυθαίρετος κρίσις τής ατομικής ιδιοκτησίας. Εν μικρόν οικόπεδον εμποδίζει την χρήσιν ενός πολύ μεγαλύτερου οικοπέδου ευρισκομένου εις το ενδότερον του τετραγώνου και ούτω καθ’ εξής».
Το 1917, ο πολεοδόμος Ερνέστ Εμπράρ βρισκόταν επιστρατευμένος στη Θεσσαλονίκη, ως διευθυντής τής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τής Στρατιάς τής Ανατολής, με φιλοδοξία η παρουσία της να σημαδευτεί όχι μόνον από στρατιωτική νίκη, αλλά και από επιστημονικό έργο. Οι γαλλικές δυνάμεις ενώθηκαν με τις αγγλικές, αλλά και τις ντόπιες και έτσι (στις 11 Οκτωβρίου 1917) καθορίστηκε με υπουργική απόφαση η οριστική σύνθεση της Επιτροπής Σχεδίου, με μέλη τον αρχιτέκτονα Τόμας Μόσον, τον πολιτικό μηχανικό Ζαν Πλεϊμπέρ, τον αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ, τον πολιτικό μηχανικό Άγγελο Γκίνη, τον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο, τον αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Κιτσίκη και τον τότε δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνο Αγγελάκη. Ο Εμπράρ ανέλαβε την καθοδήγηση της ομάδας, με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου να δηλώνει: «Στη Θεσσαλονίκη ερμηνεύσαμε τα ιδεώδη του κ. Βενιζέλου, που συνέλαβε την ιδέα μιας ανακαινισμένης πόλης, η οποία θα είναι το λιμάνι, το εμπορικό και το βιομηχανικό κέντρο τής Μακεδονίας και των παραπέρα περιοχών και, συγχρόνως, το πνευματικό και κοινωνικό τους κέντρο, με τα κτίσματα της περιφερειακής διοίκησης, το δικαστήριο, μιαν ελκυστική περιοχή κατοικίας και ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο».
Παράλληλα με την Επιτροπή Σχεδίου, επιτροπή νομικών ανέλαβε να εκπονήσει το νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο θα ήταν δυνατή η εφαρμογή τού σχεδίου, ενώ μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων και τοπογράφων ανέλαβε την καταγραφή των ζημιών και την αξιολόγηση της αξίας τής γης.
ΣΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΕΜΠΡΑΡ ΠΡΟΒΛΕΠΟΤΑΝ Η «PLACE CIVIQUE», ΟΠΟΥ ΘΑ ΑΝΕΓΕΙΡΟΝΤΑΝ ΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΤΙΡΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. ΑΥΤΗ Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΝΑ ΧΩΡΟΘΕΤΗΘΕΙ ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΟΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ. Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΠΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΗΤΑΝ ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΜΑΤΑΙΩΣΕ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ, ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1960.
Πρωτοποριακό έργο
Η δουλειά ήταν υποδειγματική και αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη πολεοδόμηση του 20ού αιώνα: στο πλαίσιό της, σχεδιάστηκαν κεντρικοί άξονες κάθετοι προς τη θάλασσα και δημιουργήθηκαν τέσσερις ενότητες γραμμικών χώρων (οι άξονες της Αριστοτέλους, της Αγίας Σοφίας, της Δημητρίου Γούναρη και των ανοικτών χώρων από το πανεπιστήμιο ώς την παραλία).
Η Αριστοτέλους (λεωφόρος Κοινωνίας των Εθνών) ήταν η μεγάλη καινοτομία τού σχεδίου. Το λιμάνι επεκτάθηκε προς τα δυτικά, ενώ προτάθηκαν νέες επεκτάσεις, ώστε η Θεσσαλονίκη να μπορεί να στεγάσει 350.000 κατοίκους. Παράλληλα, προσδιορίστηκαν οι ζώνες βιομηχανικών χρήσεων στα δυτικά και κατοικιών στα ανατολικά, ενώ έμφαση δόθηκε στα γεωμετρικά οικοδομικά τετράγωνα.
Στα σχέδια προβλεπόταν η «Place Civique», όπου θα ανεγείρονταν το δημαρχείο, το δικαστικό μέγαρο και άλλα κτίρια δημοσίων υπηρεσιών. Αυτή η πλατεία επρόκειτο να χωροθετηθεί στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται η ρωμαϊκή αγορά (η ανασκαφή που αποκάλυψε τα αρχαία ήταν εκείνη που ματαίωσε τη δημιουργία της, τη δεκαετία τού 1960). Εκεί, επίσης, επρόκειτο να χτιστεί μια αψίδα, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στο πράσινο, με τη δημιουργία μεγάλων κήπων και πάρκων.
Περαιτέρω, προβλεπόταν (σε διάφορα σημεία τού κέντρου) η ανέγερση των μεγάρων των συντεχνιών, του ταχυδρομείου και του χρηματιστηρίου, κάτι που (προφανώς…) δεν έγινε. Σχεδιάστηκαν οι πλατείες που πλαισιώνουν μνημεία και δημόσια κτίρια, όπως του Βαρδαρίου («Faubourg Vardar» στο σχέδιο), του Λευκού Πύργου, της Αχειροποιήτου, του Διοικητηρίου και του Σιντριβανίου, εκπονήθηκαν σχέδια για τις βιομηχανικές περιοχές, τους εργατικούς συνοικισμούς και την επέκταση της πόλης (τόσο ανατολικά όσο και δυτικά), ενώ τέθηκαν και περιορισμοί ως προς το ύψος των κτιρίων.
Το σχέδιο Εμπράρ χρειάστηκε να αλλάξει αρκετές φορές στην πορεία, προσπαθώντας να παρακάμψει εμπόδια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή εκείνη οι φήμες περί «μεγάλων κεφαλαιούχων», «ξένων ενδιαφερομένων» και «εκμεταλλευτών των οικοπεδούχων που ανεκάλυψαν νέον Παναμάν» είχαν μεγάλη πέραση στους κατοίκους τής πόλης και της πυρικαύστου, με αποτέλεσμα να σημειώνονται σοβαρές δυσχέρειες στη διαδικασία εκποίησης. Έτσι, η αρχική μορφή τού σχεδίου Εμπράρ (του 1918) διαφέρει από εκείνη του 1921 (η οποία τελικώς εγκρίθηκε), καθώς έγινε προσαρμογή προς το ρεαλιστικότερο: σε αυτό το πλαίσιο, ωστόσο, μειώθηκε ο δημόσιος χώρος, ενώ αργότερα, με το γνωστό ελληνικό «πρότυπο» της αντιπαροχής, αυξήθηκε η δόμηση – μάλιστα, σε ορισμένα σημεία διπλασιάστηκε σε σχέση με την αρχικώς προβλεπόμενη. Τα αποτελέσματα φαίνονται σε πυκνοκατοικημένα σημεία με κακές συνθήκες αερισμού, όπως η Ιασωνίδου ή η Ολύμπου.
Νέα πόλη, νέο ύφος
Εκτός από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, το σχέδιο Εμπράρ προνοούσε και για το αρχιτεκτονικό ύφος: στο πλαίσιο αυτό, όλα τα κτίρια κατά μήκος τού άξονα της Αριστοτέλους θα είχαν ενιαία έκφραση, με την τοξωτή φυσιογνωμία και μια μορφολογία σε επιμέρους στοιχεία, όπως τα κιονόκρανα, που παραπέμπουν μεν σε Βυζάντιο, ανήκουν σαφώς, ωστόσο, στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική (εφαρμογές αυτής της έκφρασης βλέπουμε στη Rue de Rivoli στο Παρίσι και στο Λιστόν τής Κέρκυρας).
Σήμερα, κάποιες πολυκατοικίες διατηρούν αυτήν την αρχική μορφή, παρότι στα αυθεντικά σχέδια υπήρχε ακόμη μεγαλύτερη επεξεργασία. Το «Ολύμπιον», για παράδειγμα, που σχεδιάστηκε πριν από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο (ολοκληρώθηκε το 1959), φέρει πολλά από τα στοιχεία τού αρχικού σχεδιασμού, παρότι στην πορεία το σχέδιο απλοποιήθηκε σημαντικά. Σε γενικές γραμμές, το σχέδιο Εμπράρ εφαρμόστηκε περισσότερο στην πολεοδομική του διάσταση παρά στην αρχιτεκτονική.
Αυτό που έχει μείνει από το σχέδιο Εμπράρ είναι η Αριστοτέλους, οι πλατείες και οι άξονες που προαναφέρθηκαν, καθώς και οι διανοίξεις και οι διαπλατύνσεις δρόμων τού κέντρου. Τα κτίρια της Αριστοτέλους ήταν από τα τελευταία που χτίστηκαν στην πυρίκαυστο. Επίσης, η επέκταση του λιμανιού προς τα δυτικά και όχι προς τα ανατολικά ήταν μια σημαντική παρέμβαση. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οι περιορισμοί καθ’ ύψος δεν τηρήθηκαν (με πρώτα τα κτίρια της Δημητρίου Γούναρη και της πέριξ περιοχής να ορθώνονται σε υπερβολικό για την εποχή ύψος). Τα διοικητικά κτίρια ουδέποτε κατασκευάστηκαν (όπως και η επιβλητική αψίδα ή οι κήποι), ενώ η θέα προς την Άνω Πόλη εμποδίζεται από τις πανύψηλες πολυκατοικίες.
Ερνέστ Εμπράρ (1875-1933)
Γάλλος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Έζησε και εργάστηκε στο Παρίσι, στη Ρώμη, στην Ελλάδα και στην Ινδοκίνα. Επέστρεψε στη χώρα μας το 1927, εργάστηκε στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και στην Αρχιτεκτονική τής Αθήνας, το 1930 γύρισε ωστόσο για λόγους υγείας στο Παρίσι, όπου πέθανε τρία χρόνια αργότερα. Είναι ίσως ο πρώτος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος που χρησιμοποίησε τη φωτογραφία ως «σημειωματάριο», ώστε αυτή να του χρησιμεύσει ως εργαλείο έρευνας και αναπαράστασης για τα σχέδιά του.