
Μία πόλη, άπειρες δυνατότητες: το Citymag επισκέπτεται τη Νάουσα, περνά αρκετές ημέρες σ’ αυτήν, συζητά με τα δημιουργικά μυαλά που οραματίζονται (και σχεδιάζουν) ένα καλύτερο μέλλον στην πόλη τους (ανάμεσά τους, οι οινοποιοί που αναδεικνύουν το χαρισματικό Ξινόμαυρο) και διερευνά τις δυνατότητες που κρύβει το μέλλον γι’ αυτόν τον ταλαιπωρημένο, αλλά συνάμα ευλογημένο τόπο.
Επισήμως, ο δήμος Νάουσας ιδρύθηκε το 1912, ύστερα από την απελευθέρωση της πόλης από την οθωμανική κυριαρχία. Η ιστορία αυτού του σπουδαίου κέντρου της Κεντρικής Μακεδονίας πηγαίνει, ωστόσο, αρκετούς αιώνες πιο πίσω, με τη Νάουσα να ιδρύεται μεταξύ 1383-1387, σε μια περιοχή που κατοικούνταν από τη θρακική φυλή των Φρυγών ήδη πριν από τον Τρωικό Πόλεμο. Οι Φρύγες εκδιώχθηκαν το 1200 π.Χ. από τις μακεδονικές φυλές και το 168 π.Χ., ύστερα από τη μάχη της Πύδνας, η περιοχή περνά στους Ρωμαίους. Ήταν εκείνη την περίοδο που οι κάτοικοι της Μίεζας και του Κιτίου εγκαταστάθηκαν στο οροπέδιο όπου έχτισαν την Παλιονιάουστα, την πόλη όπου έζησαν ελεύθεροι ώς την άφιξη των Οθωμανών. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία…
Μία ιστορία, η οποία φτάνει ώς τις μέρες μας ως ένα success story που κατέρρευσε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, οδηγώντας μια ακμάζουσα πόλη στον εφιάλτη της αποβιομηχάνισης και της ανεργίας. Αλλά και δημιουργώντας εκ νέου σήμερα τις προϋποθέσεις ώστε αυτή η πανέμορφη πόλη να αντικρίσει το μέλλον της με περισσότερη αισιοδοξία.
Η ιστορία αρχίζει να γράφεται στα μέσα του 1870, επί οθωμανικής κυριαρχίας ακόμη, όταν η Κεντρική Μακεδονία ξεκινά να γνωρίζει μια πρωτόγνωρη άνθιση της κλωστοϋφαντουργίας, χάρη σε ιδιωτικά κεφάλαια που επενδύθηκαν μαζικά με αφετηρία τη Θεσσαλονίκη και επέκταση σε τρεις πόλεις της περιοχής (τη Νάουσα, τη Βέροια και την Έδεσσα), με τη Νάουσα να κρατά τα ηνία, παρότι είχε τον μικρότερο πληθυσμό μεταξύ των τριών μακεδονικών πόλεων (πέραν της Θεσσαλονίκης). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1875 το ποσοστό της Νάουσας ανερχόταν στο ¼ της συνολικής παραγωγής Νάουσας, Βέροιας, Έδεσσας και Θεσσαλονίκης, καθιστώντας την πόλη κεντρικό πυλώνα στη βιομηχανία της κλωστοϋφαντουργίας.
Αυτή η λαμπρή πορεία περνά έναν πρώτο κλυδωνισμό με την απελευθέρωση της πόλης (και της Μακεδονίας, εν γένει) το 1912 και τη συνακόλουθη ενσωμάτωση της περιοχής στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Η εξαγωγή των παραγόμενων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων προς τα βαλκανικά κράτη, που βρίσκονταν ακόμη υπό οθωμανικό ζυγό, σταματά, ενώ μεγάλες αλλαγές φέρνει και η ανάγκη εναρμόνισης με τη νομοθεσία και το φορολογικό καθεστώς της ελεύθερης Ελλάδας. Είναι εκείνη την περίοδο που η Νάουσα χάνει τα πρωτεία στην κλωστοϋφαντουργική δραστηριότητα από την Έδεσσα, η οποία ώς το 1940 φτάνει να έχει 2.500-3.000 βιομηχανικούς εργάτες σε έναν συνολικό πληθυσμό 12.994 κατοίκων. Προσωρινή ανάσα θα δώσουν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία μετά το 1922, καθώς αποτέλεσαν ένα νέο εργατικό δυναμικό, ειδικευμένο και σχετικά φθηνό, επιτρέποντας την αύξηση της παραγωγής, αλλά και την παράλληλη ανάπτυξη της ταπητουργίας και της σηροτροφίας, στις οποίες οι Μικρασιάτες είχαν ιδιαίτερο ταλέντο και εξειδίκευση.
Η διαδρομή που ακολούθησε η Νάουσα από το 1870 ώς σχεδόν τις μέρες μας είχε πολλά και σημαντικά ονόματα να τη σημαδεύουν. Η προβιομηχανική περίοδος ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα με τον μύλο του Ράιου στη Μπατάνια, δίπλα στον ποταμό Αράπιτσα. Λίγο πιο κάτω υπήρχε το σηματοτριβείο του Κόκκινου που, με την πάροδο των ετών, μετονομάστηκε σε σηματοτριβείο του Μάκη. Η ιστορία της βιομηχανίας στην περιοχή αρχίζει περίπου το 1875, με το εργοστάσιο Λόγγου-Τουρμπάλη, το οποίο ξεκινά με επτακόσιες ατράκτους, για να φτάσει στις 7.000 το 1907 και σε περισσότερες από 16.500 το 1911, μετά τη συγχώνευσή του με τη Γρ. Τσίτσης & ΣΙΑ της Έδεσσας.
Το «hall of fame» της κλωστοϋφαντουργίας στην περιοχή περιλαμβάνει, ακόμη, το βαμβακοκλωστήριο Γκούτα και Καράτζια (1890-1985), το βαμβακοκλωστήριο Μπίλη – Τσίτση & ΣΙΑ (1891-1984), το νηματουργείο Γρηγορίου Τσίτση & ΣΙΑ (1897-2014), το εριουργείο Λαναρά – Γκούτα & ΣΙΑ (1921-1950, 1961-1995), το εργοστάσιο ΕΡΙΑ – Βέτλανς (1907-1949, 1950-1993, 1998), το εριουργείο Λαναρά – Πεχλιβάνου(1909-1960), το εριουργείο Λαναρά – Κύρτση & ΣΙΑ (1922-1960, 1960-1993) και τα εριοκλωστήρια Πενιέ των αδελφών Λαναρά (1928-2004).
Αυτή η λαμπρή τροχιά της μακεδονικής πόλης, η οποία κυριάρχησε ως ισχυρή βιομηχανική περιοχή με αιχμή του δόρατος τα εργοστάσια της κλωστοϋφαντουργίας, άλλαξε άρδην τα τελευταία 25 χρόνια, λόγω της αποβιομηχάνισης. Ύστερα από πολλές επενδύσεις σε βάθος χρόνου στον δευτερογενή τομέα, αυτή η μονοδιάστατη ανάπτυξη άρχισε να ακολουθεί πτωτική τροχιά στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ώσπου στα μέσα του 2007 κατέρρευσε ολοκληρωτικά, αυξάνοντας με δραματικό τρόπο τα ποσοστά της ανεργίας στον τοπικό πληθυσμό. Η εξέλιξη αυτή μείωσε το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα της Νάουσας και μετακίνησε αναγκαστικά το παραγωγικό της μοντέλο από τον δευτερογενή τομέα (της βιομηχανίας) στον πρωτογενή και τον τριτογενή. Και κάπως έτσι, μια πόλη που, στο παρελθόν, ήταν περιτριγυρισμένη από βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες, έφτασε να είναι περικυκλωμένη από εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό που παραδίδονται αμαχητί στη φθορά του χρόνου.
Τι έχει αφήσει στη Νάουσα σήμερα αυτή η βίαιη μεταβολή; Σίγουρα, μια σειρά από βιομηχανικές μονάδες που σταμάτησαν να λειτουργούν, αφήνοντας πίσω τους ένα μεγάλο απόθεμα σε κτήρια και εξοπλισμό που, σε αρκετές περιπτώσεις, παραμένει αναξιοποίητος. Αλλά και την αλλαγή του παραγωγικού της μοντέλου, το οποίο στράφηκε πλέον στον πρωτογενή τομέα, με τη γεωργική παραγωγή να επικεντρώνεται στις δενδρώδεις καλλιέργειες, όπως αυτές των ροδάκινων, των μήλων, των αχλαδιών, των κερασιών και των κάστανων.
Πλάι στην καλλιέργεια επιτραπέζιων φρούτων και λαχανικών στις πιο πεδινές και κερασιών και κάστανων στις περισσότερο ορεινές περιοχές της Νάουσας, η πόλη έχει στη διάθεσή της περίπου 6.000 στρέμματα αμπελιών, όπου παράγεται κατεξοχήν ερυθρός ξινόμαυρος οίνος. Χάρη σ’ αυτόν, η Νάουσα αναγνωρίστηκε διεθνώς το 1987 ως Πόλη Οίνου και Αμπέλου, με δεκάδες οινοποιεία και πολλές ζώνες Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και Ονομασίας Προελεύσεως Ανωτέρας Ποιότητας (ΟΠΑΠ). Πέραν του Ξινόμαυρου (στο οποίο η Νάουσα διατηρεί πλεονεκτική θέση έναντι άλλων περιοχών της Βόρειας Ελλάδας χάρη στην πρωτοκαθεδρία της στην παραγωγή), επιχειρήσεις της Νάουσας ξεχωρίζουν για την παραγωγή ούζου, τσίπουρου (με ή χωρίς γλυκάνισο), ρακής και ρετσίνας, με πωλήσεις που (παρότι έχουν ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουν όσον αφορά στην εξωστρέφειά τους πέρα από τα ελληνικά σύνορα) αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες και τα έξοδα της παραγωγής.
Και δεν σταματούν εδώ τα «όπλα» της Νάουσας. Σήμερα, η πόλη διαθέτει 20 σχολικά κτήρια πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ένα κέντρο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Ο οικείος δήμος διαθέτει το συγκρότημα του πολιτιστικού κέντρου, μαζί με δύο θέατρα (θερινό και χειμερινό), τις μουσικές σχολές του ωδείου και τη σχολή μπαλέτου. Υπάρχει ο Δημοτικός Πολιτιστικός Οργανισμός Νάουσας (ΔΗΠΟΝ), ο οποίος, χάρη στο προσωπικό του και με τη βοήθεια εθελοντών, οργανώνει καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, σε συνεργασία και με πολιτιστικούς συλλόγους της πόλης, μια σειρά από εκδηλώσεις και δραστηριότητες. Υπάρχουν η δημόσια βιβλιοθήκη με δεκάδες χιλιάδες βιβλία, το Μουσείο Οίνου και Αμπέλου (στο πρώτο οινοποιείο της πόλης), το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο (με μια πολύ αξιόλογη συλλογή που καλύπτει την περίοδο την ελληνικής επανάστασης και του μακεδονικού αγώνα), το Λαογραφικό Μουσείο Βλάχων (όπου ξετυλίγεται η ιστορία των ναουσαίων Βλάχων), αλλά και το κτήριο της Ευξείνου Λέσχης Ποντίων Νάουσας (με έναν θησαυρό περίπου χίλιων βιβλίων από τη βιβλιοθήκη της Αργυρούπολης, στον Πόντο, για την ιστορία της Τραπεζούντας).
Σημαντική, αναλογικά με το μέγεθός της, είναι η «προίκα» της Νάουσας και στον αθλητικό τομέα, με εγκαταστάσεις όπως το κλειστό γήπεδο ΔΑΚ Νάουσας (για καλαθοσφαίριση και χειροσφαίριση), το δημοτικό στάδιο Νάουσας (για στίβο), το δημοτικό κολυμβητήριο Νάουσας (για μαθήματα και δραστηριότητες κολύμβησης), τα γήπεδα τένις και τα γήπεδα καλαθοσφαίρισης του Αγίου Νικολάου και το χιονοδρομικό κέντρο στα 3-5 Πηγάδια.
Το ίδιο ισχύει και για πιο παραδοσιακά τουριστικά «όπλα». Όπως το δημοτικό πάρκο της Νάουσας, ένας παράδεισος 30 στρεμμάτων με ανθόκηπους, συντριβάνια, λίμνη και διακοσμητικές δενδροκαλλιέργειες, που δεσπόζει στην καρδιά της πόλης από το 1950. Όπως το άλσος του Αγίου Νικολάου, μια περιοχή δημοφιλής για το πλούσιο πράσινο που διαθέτει, για το ποτάμι που τη διασχίζει και για τα πλατάνια που αποτελούν μαγνήτη για τους επισκέπτες. Και δεν σταματούν εκεί τα θέλγητρα του Αγίου Νικολάου, ο οποίος διαθέτει αξιοθέατα και πόλους έλξης όπως η φερώνυμη εκκλησία, οι αθλητικές εγκαταστάσεις του κολυμβητηρίου, τα γήπεδα μπάσκετ, τένις και βόλεϊ, το αναψυκτήριο (που, λογικά, όλοι οι Θεσσαλονικείς έχουμε επισκεφθεί τουλάχιστον μία φορά στη ζωή μας), τα εστιατόρια και τα καφέ με την υπέροχη θέα. Ή όπως το χιονοδρομικό κέντρο στα 3-5 Πηγάδια, το οποίο αναπτύσσεται σε μια έκταση που ξεκινά από τα 1.430 μ., φτάνοντας ώς τα 2.005 μ. στην κορυφή του και διαθέτοντας πίστες για κάθε βαθμό δυσκολίας (πίστα αρχαρίων 200 μ., πίστα «Παράδεισος» 2.600 μ., πίστα «Αριστοτέλης» 1.800 μ., πίστα «Φίλιππος» 2.000 μ., πίστα δρόμων αντοχής 3.500-10.000 μ.).
Κι όταν η συζήτηση έρχεται στον πολιτισμό, η Νάουσα δεν έχει κάτι να ζηλέψει από γειτονικές περιοχές: από τη Σχολή του Αριστοτέλη (περίπου 2 χλμ. από τον δήμο Νάουσας, κοντά στην αρχαία Μίεζα), εκεί όπου ο Αριστοτέλης δίδαξε γραφή και φιλοσοφία στον Μέγα Αλέξανδρο, ώς τους τέσσερις σπουδαίους μακεδονικούς τάφους που έχουν βρεθεί μεταξύ Πέλλας και αρχαίας Μίεζας (ανάμεσά τους, ο Τάφος της Κρίσεως, ο μόνος μακεδονικός τάφος με διώροφη πρόσοψη, αλλά και ο Τάφος των Ανθεμίων, ένα μοναδικό μνημείο ιωνικής προέλευσης, με μια υπέρκοψη πρόσοψη με τέσσερις ημικίονες που στηρίζουν τον θριγκό και το αέτωμα του μνημείου), είναι βέβαιο ότι οι culture-lover επισκέπτες της περιοχής θα φύγουν ενθουσιασμένοι, γεμάτοι μοναδικές εικόνες και στιγμές ιστορίας.
Στον θρησκευτικό τουρισμό, η Νάουσα διαθέτει πέντε μεγάλες εκκλησίες που αποτελούν πόλους έλξης (τον ναό του Αγίου Γεωργίου από τον 19ο αιώνα, τον ναό του Τιμίου Προδρόμου από το 1715, τον ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου από τον 19ο αιώνα, τον ναό του Αγίου Μηνά από το 1750 και το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας από το 1890), αλλά και σχεδόν δεκαπέντε εκκλησίες μικρότερης κλίμακας (μέσα στην πόλη και στις γύρω περιοχές) με τεράστια πολιτιστική και καλλιτεχνική αξία.
Τι σημαίνουν, πρακτικά, όλα αυτά; Ότι η Νάουσα, παρά το βαρύ χτύπημα που δέχτηκε τις προηγούμενες δεκαετίες, με τη βίαιη αποβιομηχάνισή της, έχει σήμερα πολλά «όπλα» που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να σχεδιάσει το (καλύτερο) μέλλον της.
Πράγματι, το παραμύθι της Νάουσας έχει δράκους. Την πληθυσμιακή μείωση, με τους νέους της να φεύγουν προς μεγαλύτερα αστικά κέντρα σε αναζήτηση εργασίας. Την υπερβολική εξάρτηση από τον πρωτογενή τομέα, ο οποίος έχει αποδειχθεί ευάλωτος σε περιόδους κλιματικής αλλαγής, όπως αυτή που διανύουμε. Τη μείωση των χρηματοδοτήσεων προς τον αγροτικό τομέα τα τελευταία χρόνια. Τη συντριπτική αποβιομηχάνιση, που έβαλε λουκέτο σε άλλοτε περιζήτητους εργοδότες. Τη χωρίς προγραμματισμό διαχείριση του εργατικού δυναμικού – από τη μία, προσωπικό εξειδικευμένο για έναν δευτερογενή τομέα που, ωστόσο, πεθαίνει· κι από την άλλη, ελεύθερους επαγγελματίες με παράλληλη δραστηριότητα σε μικρούς, πολυδιασπασμένους κλήρους. Το τεράστιο κτηριακό δυναμικό των τέως βιομηχανιών που μένει αναξιοποίητο. Τη σημαντικά αυξημένη ανεργία. Τον μεγάλο δρόμο που μένει να καλυφθεί στο πεδίο της ανάδειξης και αξιοποίησης των τουριστικών προορισμών της πόλης, αλλά και της καλύτερης υποδοχής και ενημέρωσης των επισκεπτών. Και την έλλειψη εγκαταστάσεωνπου θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μακροχρόνιο τουρισμό.
Εχει όμως και αρκετούς λευκούς ιππότες. Μεταξύ αυτών:
Εναν ισχυρό πρωτογενή τομέα με περιοχές και εδάφη υψηλής γαιοϊκανότητας, που είναι ενεργός καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Μια σημαντική αμπελουργική ζώνη και ανήσυχους οινοποιούς που παράγουν κόκκινο και λευκό κρασί.
Πολλές εγκαταστάσεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Αξιόλογες πολιτιστικές υποδομές με θέατρα, σχολή μπαλέτου και μουσικές σχολές.
Ενα τουριστικό δυναμικό με σημαντικά σημεία ενδιαφέροντος και αναψυχής, όπως το άλσος του Αγίου Νικολάου, το δημοτικό πάρκο, η Σχολή του Αριστοτέλη, μακεδονικοί τάφοι, το αρχαίο θέατρο της Μίεζας, το βιομηχανικό κέντρο κ.ά.
Δημόσιες αθλητικές εγκαταστάσεις για στίβο, καλαθοσφαίριση, χειροσφαίριση, ποδόσφαιρο, αλλά και ένα χιονοδρομικό κέντρο υψηλών προδιαγραφών στα 3-5 Πηγάδια.
Κέντρα βιομηχανικής κληρονομιάς σε τέως βιομηχανικές εγκαταστάσεις, που αποτελούν, πλέον, διατηρητέα μνημεία.
Σημαντικές δασικές εκτάσεις, κατάλληλες για την παραγωγή ξυλείας, αλλά και ως χώροι πρασίνου.
Τι θα μπορούσε να κάνει μια πόλη με όλα αυτά; Με μία λέξη: θαύματα.
Διαβάστε ακόμη:
Γιάννης Μπουτάρης: O επίμονος οραματιστής του Ξινόμαυρου.
Απόστολος Θυμιόπουλος: Ονειρα φτιαγμένα από Ξινόμαυρο.
Γενίτσαροι και Μπούλες: Ο πρόσωπος μιας πόλης.
Το κρασί ως αντικείμενο βιομηχανικής ιδιοκτησίας: η νομική προστασία του.