Η είδηση έπαιξε ψηλά
σε όλα τα μέσα ενημέρωσης – πανελλαδικά. Και καλώς. Λίγο μετά τις 11 το βράδυ, δύο κουήρ άτομα διασχίζουν την Αριστοτέλους (και, μάλιστα, σε μέρα που εξελίσσεται το 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το οποίο περιλαμβάνει το αφιέρωμα «Citizen Queer», με ντοκιμαντέρ αφιερωμένα στον αυτοπροσδιορισμό), περνώντας ανάμεσα κυρίως από ανήλικα παιδιά που συγκεντρώνονται κάθε Σαββατόβραδο στην πλατεία. Μια ομάδα ατόμων τα κυνηγά, φτύνοντάς τα και πετώντας μπουκάλια. Ουδείς παρεμβαίνει για να το αποτρέψει – αντίθετα, όλο και περισσότεροι σπεύδουν να παρακολουθήσουν τη σκηνή. Τα δύο άτομα βρίσκουν καταφύγιο σε ένα εστιατόριο της Αριστοτέλους, με το πλήθος να επιτίθεται και στους εργαζομένους στο μαγαζί, φωνάζοντας: «Δώστε τους, να τους σκίσουμε»…
Ακόμη κι αν δεν είσαι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς, η περιγραφή είναι σοκαριστική – στο δικό μου μυαλό ανακάλεσε κατευθείαν μια κλασική, πλέον, φωτογραφία από τη Νύχτα των Κρυστάλλων (η αρχή του μαζικού, πανεθνικού πογκρόμ κατά των Εβραίων στη Γερμανία και την Αυστρία, τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Νοεμβρίου 1938), με μια νεαρή Εβραιοπούλα να τρέχει στον δρόμο για να σωθεί, φορώντας πλέον μόνο τα εσώρουχά της, αναμαλλιασμένη, χτυπημένη και με αίματα στο πρόσωπο και στο σώμα, με το πλήθος να την κυνηγάει μαινόμενο και με πέτρες στο χέρι σε απόσταση αναπνοής). Αν τέτοιες εικόνες ήταν απαράδεκτες το 1938, θα έπρεπε να είναι αδιανόητες 86 χρόνια αργότερα, όταν –θεωρητικά– έννοιες όπως η ενσυναίσθηση και η συμπερίληψη θα έπρεπε να αποτελούν όχι την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα.
Το περιστατικό ξεσήκωσε θύελλα σε social media και ΜΜΕ. Η οργή ήταν μεγάλη και απολύτως δικαιολογημένη. Πολλοί έσπευσαν να ανακαλέσουν το σκοτεινό παρελθόν της Θεσσαλονίκης – μια γραμμή βίας που φαίνεται να τέμνει τον χρόνο, ξεκινώντας από περιστατικά όπως η σφαγή των προξένων τον Μάιο του 1876, η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α’ τον Μάρτιο του 1913, ο εμπρησμός του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ τον Ιούνιο του 1931 και το αίμα που χύθηκε στις εργατικές κινητοποιήσεις τον Μάιο του 1936, φτάνοντας (μεταξύ πολλών άλλων περιστατικών) ώς το μπλόκο της Καλαμαριάς τον Αύγουστο του 1944, τη δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ τον Μάιο του 1948, τον θανάσιμο τραυματισμό του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάιο του 1963, τη δολοφονία του Γιάννη Χαλκίδη τον Σεπτέμβριο του 1967 ή τη δολοφονία του βουλευτή Γιώργου Τσαρουχά τον Μάιο του 1968. Για άλλη μία φορά, η Θεσσαλονίκη κατέστη συνώνυμο των άκρων: άκρων πολιτικών, άκρων θρησκευτικών, άκρων κοινωνικών. Είναι όμως ακριβώς έτσι;
Το πρόβλημα πάει βαθύτερα
Ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: όσο κι αν μας πονάει ως Θεσσαλονικείς, η αλήθεια είναι ότι τόσο η πόλη όσο και ευρύτερα η Βόρεια Ελλάδα δείχνουν μια «κλίση» προς τα άκρα. Δυστυχώς, η αλήθεια είναι ότι η Θεσσαλονίκη δείχνει να ταλανίζεται από έναν ιδιότυπο διπολισμό: από τη μία, υπήρξε και παραμένει η μήτρα ορισμένων από τις πλέον πρωτοποριακές ιδέες, ορισμένων από τους δυναμικότερους δημιουργούς, στοχαστές, πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες του τόπου μας, οι οποίοι –με αφετηρία τη Θεσσαλονίκη– άφησαν ένα αποτύπωμα συχνά όχι απλώς υπερτοπικό και εθνικό, αλλά διεθνές. Και από την άλλη, στην ίδια ακριβώς περιοχή καταγράφονται ορισμένα από τα υψηλότερα ποσοστά πανελλαδικά για κόμματα που έχουν κάνει σημαία τους εθνικιστικές ή θρησκόληπτες αντιλήψεις, ορίζοντας την ανεκτικότητα, τη διαφορετικότητα και τον σεβασμό στην αντίθετη άποψη ή πρακτική ως τον κατεξοχήν ιδεολογικό εχθρό. Κάπως έτσι, η πόλη κινείται σε ένα αλλοπρόσαλλο εκκρεμές, που τη φέρνει από το ζενίθ στο ναδίρ (όπως κι αν περιγράφει καθένας τη μία και την άλλη έννοια), δείχνοντας μια ανεξήγητη απέχθεια προς το κέντρο και την καταλλαγή.
Η κορυφή του παγόβουνου
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, φοβάμαι ότι η επίθεση στα δύο κουήρ άτομα στην Αριστοτέλους ήταν απλώς ένα σύμπτωμα μιας βαθιάς ασθένειας και όχι η διάγνωσή της.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η πλατεία Αριστοτέλους αποτελεί –ιδιαίτερα κάθε βράδυ Σαββάτου– το σημείο συνάντησης μιας ιδιότυπης συνάθροισης ατόμων νεαρής, κυρίως, ηλικίας (12-17 χρόνων), με συμπεριφορές αγέλης με κίνητρα άλλοτε οπαδικά και άλλοτε σεξουαλικά. Διάβασα κάπου ότι στα επεισόδια πρωταγωνίστησαν νεαρά άτομα που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη από άλλες χώρες – ομογενείς ή μετανάστες. Παρότι υπάρχει βάση σε αυτόν τον ισχυρισμό, από τη στιγμή που από τα 21 άτομα που τελικώς συνελήφθησαν από την Ελληνική Αστυνομία τα 12 ήταν αλλοδαποί, υπήρχαν σχεδόν άλλα τόσα (9 άτομα) που ήταν ημεδαποί. Άρα, κάπου εκεί ο ισχυρισμός περί του «κακού ξένου, που έρχεται να αλλοιώσει τον τρόπο ζωής μας» πάει περίπατο.
Έχω επίσης την αίσθηση ότι, αν επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε την αφορμή τέτοιων επιθέσεων στον διαφορετικό σεξουαλικό προσδιορισμό κάποιων ατόμων, πάλι θα βλέπαμε το δέντρο και όχι το δάσος. Ναι, τα συγκεκριμένα δύο άτομα δέχθηκαν επίθεση επειδή ήταν κουήρ και, προφανώς, στα μάτια κάποιων άγουρων παλικαράδων ήταν ο εύκολος στόχος, ώστε να δείξουν στους συνομήλικούς τους ή στις κοπέλες που τους ενδιαφέρουν πόσο «μάτσο» και «άντρακλες» ήταν.
Η πραγματικότητα ωστόσο δείχνει ότι το ζήτημα δεν αφορά μόνο τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Μόνο τις τελευταίες εβδομάδες είχαμε: ξυλοδαρμό ενός 15χρονου από ομάδα νεαρών (πιθανότατα συμμαθητών του αδελφού του) έξω από γνωστό εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης (28.02.2024). Επίθεση πέντε μαθητών ηλικίας 17-18 ετών σε βάρος 18χρονου στη διάρκεια διαλείμματος σε σχολείο του Λαγκαδά, με το θύμα να πηγαίνει προληπτικά σε νοσοκομείο (09.02.2024). Επίθεση πέντε ανήλικων κοριτσιών (το ένα βιντεοσκοπούσε την επίθεση με το κινητό του) σε βάρος 15χρονης στην περιοχή της Τούμπας (30.01.2024). Επίθεση 25χρονου τράπερ σε βάρος 23χρονου (τον οποίο έστειλε σε κρίσιμη κατάσταση στην εντατική μονάδα νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης) έξω από κλαμπ στη συμβολή της Εγνατίας με τη Συγγρού (26.01.2024). Αλλά και ξυλοδαρμό νεαρών στην οδό Έβρου, στις Συκιές, το πρωί της Πρωτοχρονιάς, όταν μια παρέα πέντε ατόμων διαπληκτίστηκε με άλλα δύο νεαρά άτομα επειδή τους ενοχλούσε η θέση όπου είχαν σταθμεύσει το αυτοκίνητό τους. Σε καμία από αυτές τις ενδεικτικές περιπτώσεις το αίτιο δεν ήταν ο σεξουαλικός προσανατολισμός των θυμάτων της επίθεσης.
Επίσης προφανώς, το πρόβλημα δεν απαντά ειδικά στη Θεσσαλονίκη. Ανατρέχω και πάλι στο αστυνομικό δελτίο: στις 04.02.2024 πέντε ανήλικοι έστησαν καρτέρι σε 13χρονο μαθητή στην Καλλιθέα Αττικής, τον χτύπησαν στο πρόσωπο (σκίζοντάς του τα χείλη και τα ούλα) και στο κεφάλι, απειλώντας τον μάλιστα ότι θα σκοτώσουν και τον πατέρα του. Στις 06.02.2024, στον Πειραιά, μια παρέα ανηλίκων που αποτελούταν από έναν 17χρονο, έναν 15χρονο, έναν 16χρονο και άλλους φίλους τους δέχθηκε επίθεση από παρέα περίπου 30 νεαρών ατόμων (μεταξύ τους, τέσσερις ανήλικοι), με έναν από τους δράστες να φτάνει στο σημείο να απειλήσει τα παιδιά ακόμη και με ματσέτα. Στις 14.02.2024, στο Περιστέρι Αττικής, 17χρονος μαθητής λυκείου έπεσε θύμα ξυλοδαρμού από ομάδα δεκατεσσάρων ατόμων, όλοι τους επίσης ανήλικοι. Στις 14.03.2024, στο Ηράκλειο Κρήτης, τρεις 16χρονες επιτέθηκαν σε βάρος 15χρονης, η οποία μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της πόλης με χτυπήματα, μεταξύ άλλων, στο κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια. Και στις 15.03.2024 τέσσερις ανήλικοι συνεπλάκησαν στο πάρκο Λιθαρίτσια, στο κέντρο των Ιωαννίνων, λίγο μετά τις 21:00, με δύο από τους εμπλεκόμενους να μεταφέρονται στο νοσοκομείο της πόλης με τραύματα από μαχαίρι, ο ένας στην κοιλιακή χώρα και ο άλλος στο πόδι.
(Θεωρώ εύκολα αντιληπτό ότι τα περιστατικά που προαναφέρονται είναι τα αποτελέσματα μιας πρόχειρης αναζήτησης στο διαδίκτυο και αποτελούν κλάσμα, απλώς, των περιστατικών που καταγράφηκαν την ίδια περίοδο στο αστυνομικό δελτίο).
Κάπως έτσι, υποθέτω ότι και ο πλέον σκεπτικιστής αντιλαμβάνεται δύο πράγματα: πρώτον, η αφορμή για τέτοιου είδους εκδηλώσεις βίας δεν εξαντλείται στη σεξουαλική ταυτότητα ενός προσώπου. Και, δεύτερον, τέτοια περιστατικά καταγράφονται όχι αποκλειστικά στη Θεσσαλονίκη, αλλά, ισομερώς και αντίστοιχα με τον πληθυσμό, σε κάθε γωνιά της χώρας.
Άρα; Ποια είναι η αιτία του κακού;
Φταίει η πανδημία…
Θεωρώ πρακτικά αδύνατον ακόμη και ο πλέον επιφυλακτικός να μην αποδεχθεί ότι όσα ζήσαμε από το ξέσπασμα της πανδημίας στην Ελλάδα, το 2020, άφησαν αποτύπωμα σε αυτά τα άγουρα νιάτα. Σε μια εποχή που οι νέες και οι νέοι είναι εξωστρεφείς, σε μια εποχή που κοινωνικοποιούνται μέσω της επαφής με τους συνομήλικούς τους, που μαθαίνουν τα όριά τους βιώνοντας την αποδοχή και την απόρριψη, που αρχίζουν να σκιρτούν ερωτικά, που έχουν ανάγκη να διοχετεύσουν με φυσική δραστηριότητα όλη αυτήν την ατέλειωτη ενέργεια της νεανικής τους ορμής, αυτές οι γενιές αναγκάστηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Προσοχή: δεν λέω ότι δεν ήταν το αναγκαίο κακό – πράγματι, αν επιτρεπόταν η ελεύθερη κυκλοφορία των νέων ανθρώπων εν μέσω της διασποράς ενός ιού απρόβλεπτου και επιθετικού ακόμη και σήμερα, που έχουμε πλέον εμβόλια, ούτε να σκεφτώ θέλω τι θα σήμαινε αυτή η ανεμπόδιστη κινητικότητα, ειδικά για τα ηλικιωμένα μέλη των οικογενειών αυτών των νέων. Σίγουρα όμως το αποτύπωμα είναι βαθύ. Είναι, ίσως, τα πρώτα αποτελέσματα ενός (αναγκαστικού) πλανητικού πειράματος που βιώνουμε σήμερα, καταγράφοντας μέρα μέρα πώς αλλοιώνει τον χαρακτήρα, τις αξίες, τις προτεραιότητες και τις συμπεριφορές ενός νέου ανθρώπου η βίωση του κόσμου πίσω από το πληκτρολόγιο και την οθόνη ενός κινητού ή ενός λάπτοπ. Είναι η αυξημένη επιθετικότητα το απότοκο μιας τέτοιας αναγκαστικής συνθήκης; Η αποστασιοποίηση και η απαξία προς την κοινωνική επαφή; Και τα δύο μαζί, ανάλογα με το άτομο και τον περίγυρο;
Οπωσδήποτε, αυτό είναι ένα ερώτημα που, ως μη ειδικός, δεν μπορώ να απαντήσω. Σίγουρα αποτελεί ήδη πεδίο έρευνας για ανθρώπους με την αντίστοιχη επιστημονική επάρκεια – μιας έρευνας, τα αποτελέσματα της οποίας θα σημάνουν πολλά για τις επόμενες γενιές των κοινωνιών μας.
…όχι, όμως, μόνον η πανδημία
Επιτρέψτε μου, όμως, να βάλω έναν αστερίσκο, κρίνοντας από την προσωπική μου εμπειρία. Ναι, η επίπτωση της πανδημίας στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των σημερινών εφήβων είναι αυταπόδεικτη, ακόμη κι αν δεν έχουμε μπορέσει ακόμη να ιχνηλατήσουμε τον τρόπο.
Το πρόβλημα ωστόσο, κατά την άποψή μου, έγκειται και κάπου αλλού: στην τεχνολογία και στον τρόπο με τον οποίο την αξιοποιήσαμε (ή μάλλον: δεν την αξιοποιήσαμε) στη διάρκεια των τελευταίων μίας-δύο δεκαετιών. Θα καταφύγω σε μια αναπόδραστη σύγκριση λόγω ηλικίας (καθώς εδώ και λίγο καιρό έχω συμπληρώσει τα πρώτα 50 χρόνια της ζωής μου), χωρίς ωστόσο –ελπίζω– να πέσω στην παγίδα τού «κάθε πέρσι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα».
ΓΕΝΙΕΣ ΟΛΟΚΛΗΡΕΣ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ ΟΧΙ ΑΠΛΩΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΖΗΣΕΙ ΤΗ ΧΑΡΑ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ, ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΜΟ ΝΑ ΧΩΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΤΗ ΒΡΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΩΣ ΕΝΘΥΜΙΟ ΧΑΡΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΛΑΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΞΕΔΙΠΛΩΝΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΕΞΕΛΙΣΣΟΥΝ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥΣ. ΙΣΩΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΠΟΛΛΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ (ΕΥΤΥΧΩΣ, ΟΧΙ ΟΛΑ) ΤΟΣΟ ΕΥΕΠΙΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΕΥΚΟΛΟ ΜΙΜΗΤΙΣΜΟ, ΤΟΣΟ ΕΥΑΛΩΤΑ ΣΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ, ΤΟΣΟ ΡΗΧΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΓΥΡΩ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΞΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΔΙΕΠΟΥΝ.
Η δική μας γενιά απέκτησε πρόσβαση σε τεχνολογικά αγαθά σε αρκετά μεγάλη, ήδη, ηλικία (ο υποφαινόμενος απέκτησε τον πρώτο του υπολογιστή πρωτοετής στο πανεπιστήμιο, το πρώτο του κινητό το μακρινό 1995 και την πρώτη του ταμπλέτα πριν από 6-7 χρόνια). Ίσως να μην ακούγεται φοβερό, σκεφτείτε όμως ότι, ακόμη και σε επίπεδο μάθησης ξένων γλωσσών, η όποια πρόσβασή μας εξαντλούταν στα όποια αγγλόγλωσσα (ή σε όποια άλλη γλώσσα) περιοδικά και εφημερίδες βρίσκαμε σε κεντρικά σημεία πώλησης (όπως ο αξεπέραστος «Μόλχο», στην Τσιμισκή) και στις όποιες ταινίες έπαιζαν τα (πολύ λιγότερα, στην εφηβική και μετεφηβική μας ηλικία) τηλεοπτικά κανάλια της εποχής. Κι όμως: αυτά τα αντικειμενικά εμπόδια δεν μας απέτρεψαν από την αναζήτηση γνώσης και πληροφοριών ούτε μας στέρησαν εφόδια – ακόμη θυμάμαι ότι, ως πρωτοετή φοιτητή στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, το οποίο είχε μόλις λειτουργήσει, με πρώτο πρόεδρο της προσωρινής γενικής συνέλευσής του τον αξεπέραστο και αείμνηστο δάσκαλο (μας) Δημήτρη Μαρωνίτη, μου είχε κάνει εξαιρετική εντύπωση ότι οι συμφοιτητές μου με τα λιγότερα, συγκριτικά, προσόντα μιλούσαν το λιγότερο δύο ξένες γλώσσες. Ναι, υπήρχε έλλειμμα μέσων σε προηγούμενες γενιές, με έναν μαγικό τρόπο ωστόσο αυτό το έλλειμμα μέσων αντισταθμιζόταν από μια ακόρεστη δίψα και ανάγκη για γνώση. Για να μην παρεξηγηθώ: όχι, δεν ήμασταν ακοινώνητοι, μονήρεις χαρακτήρες που περνούσαν όλη την ημέρα τους με ένα βιβλίο στο χέρι (έχουμε κι εμείς τα δικά μας, ωραία ξενύχτια και ακρότητες να θυμόμαστε). Κάπου, κάπως, κάποτε, ωστόσο, το 24ωρό μας χωρούσε πολύ περισσότερα από τις χαρές μιας ζωής που παραπέμπει σε αέναο πάρτι.
Σήμερα σίγουρα δεν ζούμε σε εποχή έλλειψης μέσων – εδώ και ήδη πολλά χρόνια, ένα δίχρονο παιδάκι μπορεί να ευκολία να ενεργοποιήσει μια ταμπλέτα και να σκρολάρει στην οθόνη της, η χρήση κινητού τηλεφώνου θεωρείται αυτονόητη συνθήκη ήδη για τις μαθήτριες και τους μαθητές του δημοτικού σχολείου (πολλές φορές μάλιστα, όπως βλέπω σε παιδιά φίλων και γνωστών, κουβαλούν στην τσάντα τους συσκευές αξίας αρκετών εκατοντάδων ευρώ), ενώ δεν νοείται σπίτι χωρίς υπολογιστή (ντέσκτοπ ή λάπτοπ). Κάπως έτσι, με όλα αυτά τα γκάτζετ, καθένας έχει πλέον στην άμεση διάθεσή του, κάθε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, ένα παράθυρο στον κόσμο, τη δική του πηγή της γνώσης.
Σε ποια γνώση παραπέμπουν όμως πλέον όλα αυτά τα θαυμαστά μέσα; Φοβάμαι ότι, για να αναπτύξουμε το μέσο, παραβλέψαμε το μήνυμα (ή, όπως θα λέγαμε και στη δική μας δουλειά, το περιεχόμενο, αυτό που στο τέλος της ημέρας αποτελεί την προστιθέμενη αξία στο οπλοστάσιο που έχουμε στη διάθεσή μας για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι). Ζούμε την εποχή τού «less is more». Ζούμε την εποχή που ομνύει στην εικόνα και όχι στον γραπτό λόγο. Ζούμε την εποχή που μας θέλει να καταναλώνουμε εύπεπτη, μασημένη εικόνα και όχι να διαβάζουμε σκέψεις άλλων, που θα μας επιτρέψουν να αναπτύξουμε συνδυαστικά και τη δική μας σκέψη, το δικό μας κριτήριο. Ζούμε την εποχή που οι «γκουρού» της επικοινωνίας ομνύουν στα σύντομα κείμενα των 100-120 λέξεων («Το μάτι δεν μπορεί να διαβάσει περισσότερα σε μία οθόνη» – και πράγματι έτσι είναι, όπως έχουν καταδείξει επιστημονικές έρευνες), απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας τα μακροτενή κείμενα, αυτά που επιτρέπουν στη σκέψη να απλωθεί, στον συλλογισμό να αναλυθεί, στις λέξεις να πλέξουν τον ιστό της μαγείας τους και στο μυαλό να ανοίξει, να μιμηθεί, να εμπνευστεί, να δημιουργήσει τη δική του παρακαταθήκη. Ζούμε την εποχή όπου νέοι άνθρωποι αγνοούν ακόμη και ως ονόματα συγγραφείς και ποιητές όπως ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Δάντης, ο Βοκάκιος, ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο Τσαρλς Ντίκενς, ο Λέων Τολστόι, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Κνουτ Χάμσουν, ο Μαρσέλ Προυστ, ο Τζέιμς Τζόις, ο Φραντς Κάφκα, ο Φερνάντο Πεσόα, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Έρνεστ Χέμινγουέι, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και ο Ζοζέ Σαραμάγκου ή έργα όπως τα «Οιδίπους Τύραννος», «Μήδεια», «Θεία Κωμωδία», «Δεκαήμερο», «Βασιλιάς Ληρ», «Μόμπυ Ντικ», «Μεγάλες προσδοκίες», «Πόλεμος και ειρήνη», «Έγκλημα και τιμωρία», «Πείνα», «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», «Οδυσσέας», «Η Δίκη», «Το βιβλίο της ανησυχίας», «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Ο γέρος και η θάλασσα», «Εκατό χρόνια μοναξιάς» και «Περί τυφλότητας» (εκτός κι αν το Χόλιγουντ αποφασίσει να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη κάποιο από αυτά, με την ελπίδα πάντοτε αυτή η μεταφορά να μην είναι της κακιάς ώρας, χάριν θεάματος). Γιατί; Επειδή, πολύ απλά, τέτοια αριστουργήματα δεν μπορείς να τα αποδώσεις μέσα από κείμενα των 100-120 λέξεων. Κάπως έτσι, γενιές ολόκληρες μεγαλώνουν όχι απλώς χωρίς να έχουν ζήσει τη χαρά ενός βιβλίου στην παραλία, με την άμμο να χώνεται στις τσακισμένες του σελίδες, ώστε να τη βρεις στην καρδιά του χειμώνα ως ενθύμιο χαράς και ανάπαυλας, αλλά και με μια ουσιαστική αναπηρία στον τρόπο που μπορούν να ξεδιπλώνουν και να εξελίσσουν τη σκέψη τους. Ίσως αυτό το έλλειμμα να είναι που κάνει πολλά από αυτά τα παιδιά (ευτυχώς, όχι όλα) τόσο ευεπίφορα στον εύκολο μιμητισμό, τόσο ευάλωτα στην ιδεολογική χειραγώγηση, τόσο ρηχά στην άποψή τους για τον κόσμο γύρω τους και για τις αξίες που πρέπει να τον διέπουν.
Το χαριστικό χτύπημα από τις online «μοιρολογήστρες»
Μία τελευταία σκέψη, που οφείλω –εν είδει δικού μου ψυχογραφήματος– να μοιραστώ μαζί σας. Με αφορμή (και) αυτό το τελευταίο περιστατικό στην πλατεία Αριστοτέλους, είδα κάτι που είχα παρατηρήσει και παλιότερα και, ειλικρινά, δυσκολεύομαι να κατανοήσω ποια αντικειμενική ή εσωτερική ανάγκη υπηρετεί.
Το πεδίο, για ακόμη μία φορά, τα social media. Ο φορέας, οι χρήστες τους. Προσοχή, όμως: όχι οι «οpinion makers» του συρμού, όχι οι «influencers» της οκάς ούτε οι «celebrity whores», που ζουν τη ζωή τους μέσα από την παρουσία τους στα κοινωνικά δίκτυα, ξεπληρώνοντας με τις αναρτήσεις τους δώρα και προσκλήσεις.
Για ακόμη μία φορά, ήταν χρήστες του διαδικτύου τούς οποίους κατά κανόνα γνωρίζω και διά ζώσης και τους οποίους εκτιμώ και παρακολουθώ. Ήταν (και) σε αναρτήσεις τέτοιων ανθρώπων που είδα την υποταγή στο αρνητικό να υπερνικά κάθε άλλη αντίδραση, μέσα από λέξεις και φράσεις όπως «δυστοπία» (έχει γίνει πολύ της μόδας τελευταία ο συγκεκριμένος όρος – απορώ πώς ζούσαμε πριν από αυτόν), «απαισιοδοξία», «αναπόδραστη εξέλιξη», «ο μόνος δρόμος είναι προς τα κάτω», «η ελληνική κοινωνία πεθαίνει» και άλλα τέτοια επικολυρικά.
Ασφαλώς και δεν ζούμε βίο ανέμελο, δίχως προβλήματα (άλλα εισαγόμενα, λόγω των συνθηκών που επικρατούν στον διεθνή περίγυρο, άλλα ενδημικά, απότοκα δικών μας λαθών, παραλείψεων και αβελτηρίας). Έχουμε δύο επιλογές. Είτε να παραδοθούμε στα προβλήματα, να τα αποδεχτούμε ως την αναπόδραστη μοίρα μας και να υποκύψουμε στο απευκταίο. Είτε να προσπαθήσουμε κατ’ αρχήν να εντοπίσουμε με ενάργεια και ακρίβεια το πρόβλημα (απαλλαγμένοι, όσο γίνεται, από τις προσωπικές μας εμμονές και στρεβλώσεις), ώστε στη συνέχεια να μπορέσουμε να βρούμε τη λύση που θα μας απαλλάξει από αυτό.
Προσωπικά, δεν μπορώ να καταλάβω ποια ανάγκη εξυπηρετεί η μοιρολατρία. Γι’ αυτό και στρατεύομαι αναφανδόν πίσω από τη δεύτερη επιλογή. Ίσως κάπως έτσι να μπορέσουμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Και ίσως, αν αυτή η αλλαγή ξεκινήσει μέσα από καθέναν μας, να μπορέσουμε σε κάποια χρόνια να βλέπουμε καλύτερες ειδήσεις να περνούν από το timeline των κοινωνικών μας μέσων.