Φωτογραφίες: Σάκης Γιούμπασης
Μια φορά
κι έναν καιρό, υπήρχε μια πλατεία στη Θεσσαλονίκη. Μια πλατεία τόσο υποβαθμισμένη από τον αστικό σχεδιασμό, τόσο πνιγμένη από τα διερχόμενα και τα παρκαρισμένα οχήματα, που, παρότι τυπικώς ήταν πλατεία, παρότι βρισκόταν σε ένα από τα πλέον προνομιακά σημεία της πόλης (μία ανάσα από το μνημείο -σύμβολό της, τον Λευκό Πύργο, και πάνω σε δύο εμβληματικούς άξονες: την οδό Παύλου Μελά –αυτήν που οι Θεσσαλονικείς γνωρίζουν ως «Διαγώνιο»– και τη Δημητρίου Γούναρη, που εκτείνεται από την Παλιά Παραλία ώς και πάνω από τη Ροτόντα, στην οδό Αγίου Δημητρίου), ελάχιστοι την αναγνώριζαν, έστω, ως πλατεία. Πολλώ δε μάλλον, να γνωρίζουν ότι ονομάζεται πλατεία Φαναριωτών. Και αυτό παρά το γεγονός ότι πρόκειται για έναν από τους ελάχιστους εναπομείναντες μεγάλους ελεύθερους χώρους στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με έκταση περίπου 9,5 στρμ., συγκρίσιμη με εκείνη της πλατείας Αριστοτέλους, που καταλαμβάνει περίπου 9 στρμ. στο τμήμα της κάτω από την οδό Μητροπόλεως.
Ολα αυτά
ώς τη στιγμή που δημοτική αρχή της πόλης (με δήμαρχο τον Γιάννη Μπουτάρη) αποφασίζει να εντάξει το έργο ανάπλασης της περιοχής στις δράσεις που χρηματοδοτεί (γενναιόδωρα) το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Η μελέτη βασίστηκε σε ερευνητική εργασία που συντάχθηκε το 2014 από το Πιλοτικό Εργαστήριο Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού του Τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, με ομάδα εργασίας από διδάσκοντες, υποψήφιους διδάκτορες και φοιτητές και επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή Νίκο Καλογήρου (την οποία στη συνέχεια επεξεργάστηκε η διεύθυνση Αστικού Σχεδιασμού και Αρχιτεκτονικών Μελετών του Τμήματος Μελετών Δημοτικών Κτιρίων και Κοινόχρηστων Χώρων), αλλά και στη Μελέτη Διαμόρφωσης του Περιβάλλοντος Χώρου της Νέας Παναγίας και των ευρημάτων του Αρχαίου Ιπποδρόμου Θεσσαλονίκης, που είχε συνταχθεί από τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης του υπουργείου Πολιτισμού. Τη μελέτη, επίβλεψη και διοίκηση του έργου ανέλαβε το θεσσαλονικιώτικο γραφείο Makridis Associates.
Η πορεία
δεν ήταν εύκολη – και πότε είναι, όταν αναφερόμαστε σε δημόσια έργα στη χώρα μας; Η ανάπλαση, με προϋπολογισμό 925.000 ευρώ (πλέον ΦΠΑ) ανατέθηκε σε τεχνική εταιρεία τον Οκτώβριο του 2018, με ορίζοντα παράδοσης 180 ημερών. Στην πορεία, ωστόσο, τα ευρήματα που έφεραν στο φως οι αρχαιολογικές έρευνες, οι αχαρτογράφητες διελεύσεις των δικτύων κοινής ωφέλειας, οι κυκλοφοριακές φάσεις που επέβαλε η τροχαία Θεσσαλονίκης (και είχαν ως αποτέλεσμα την τμηματική υλοποίηση των έργων ανά περιοχή), απρόβλεπτες, πρόσθετες εργασίες που απαιτήθηκαν, αλλά και η αδράνεια ορισμένων οργανισμών κοινής ωφέλειας οδήγησαν στην παράδοση του έργου περίπου έναν χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2019.
Οι αριθμοί
είναι εντυπωσιακοί: 5.520 τετρ.μ. από τη συνολική έκταση των 9.400 τετρ.μ. δαπεδοστρώθηκαν με συνολικά 456.000 γρανιτοκυβόλιθους. Σε συνολική επιφάνεια πρασίνου 1.650 τετρ.μ. φυτεύτηκαν 5.185 θάμνοι και δέντρα. Εγκαταστάθηκαν 183 φωτιστικά κάθε μορφής, τοποθετήθηκαν τέσσερις δείκτες μνήμης, ενώ το συνολικό μήκος των οδεύσεων για άτομα με μειωμένη ορατότητα φτάνει τα 615 μ.
Εξίσου σημαντικό είναι, ωστόσο, το αποτύπωμά της στην πόλη. Χάρη σ’ αυτήν, αναδείχθηκε ο μνημειακός άξονας της Δημητρίου Γούναρη (ώς τότε, ο άξονας δεν ήταν οπτικά προσβάσιμος από τη Διαγώνιο εξαιτίας τριών δέντρων στο προαύλιο του ναού της Νέας Παναγίας, τα οποία κλαδεύτηκαν, ώστε να απελευθερωθεί η θέα).
Αποκαλύφθηκαν ίχνη του αρχαίου ιπποδρόμου, ο οποίος αρχικώς εκτεινόταν από τη Νικηφόρου Φωκά ώς την Εγνατία (στο ύψος της εκκλησίας της Υπαπαντής), σε μήκος σχεδόν 500 μ. και πλάτος 50 μ. (μάλιστα, στη διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκαν και δεκατέσσερις σκελετοί). Πλέον, τα ευρήματα αναδεικνύονται με την κατασκευή μεταλλικής πεζογέφυρας που επιτρέπει τη θέασή τους. Επιπλέον, η θέαση των οικοδομικών καταλοίπων του ιπποδρόμου, αλλά και η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανατολική όψη του ναού της Νέας Παναγίας (που πριν από την ανάπλαση δεν ήταν εύκολα προσβάσιμη από το κοινό) είναι εφικτή ακόμη και τις βραδινές ώρες, χάρη στην κατάλληλο φωτισμό ανάδειξης.
Διασώθηκαν οι τοιχογραφίες του μεταβυζαντινού ναού της Νέας Παναγίας, που καταστρέφονταν λόγω υγρασίας, με την εγκατάσταση συστήματος εξαερισμού στους τοίχους της εκκλησίας.
Οι χώροι πρασίνου στην περιοχή σχεδόν τριπλασιάστηκαν, απομακρύνθηκαν όλα τα μη υγιή δένδρα, περιποιήθηκαν και αναδείχθηκαν τα υφιστάμενα υγιή, ενώ φυτεύτηκαν χιλιάδες νέα δενδρώδη, θαμνώδη και πολυετή ποώδη φυτά.
Η παρουσία του στοιχείου του νερού βελτιώνει το μικροκλίμα της περιοχής, αλλά και τη διάθεση των περιπατητών, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες.
Και κάπως έτσι, η ανάπλαση της πλατείας Φαναριωτών και η ανάδειξη του μνημειακού άξονα της Δημητρίου Γούναρη μπήκαν στη λίστα των 30 καλύτερων έργων αρχιτεκτονικής τοπίου διεθνώς από το γνωστό περιοδικό αρχιτεκτονικής Dezeen.
Το πιο σημαντικό
ωστόσο είναι το πώς αγκάλιασε η πόλη το έργο, κάτι που τεμηριώνεται από την αύξηση του αριθμού των Θεσσαλονικέων που διέρχονται ή συχνάζουν στην περιοχή, από τις σημαντικά περισσότερες επιχειρήσεις που άνοιξαν στην πλατεία και στα πέριξ της, ακόμη –αν θέλετε– και από το πώς αυτή η νέα πραγματικότητα αποτυπώνεται σε αναρτήσεις, stories και reels Θεσσαλονικέων και επισκεπτών στην πόλη. Όλα αυτά δείχνουν ότι κάτι καλό γίνεται στη συγκεκριμένη γειτονιά. Κάτι που αξίζει να μας κάνει να την εντάξουμε και στις δικές μας καθημερινές διαδρομές.