Υπάρχει
μια φήμη που συνοδεύει τη Θεσσαλονίκη (πέρα από εκείνη της «ερωτικής πόλης»). Η φήμη της πρωτεύουσας πόλης της γαστρονομίας στην Ελλάδα, αλλά και μίας από εκείνες που διακρίνονται ακόμη και διεθνώς στο συγκεκριμένο πεδίο.
Κι αν η πρώτη περίπτωση (αυτή της ερωτικής πόλης) είναι, στην πραγματικότητα, ένα εφεύρημα κυρίως των αθηναίων φίλων μας (μια περιγραφή που έχει τις ρίζες της στα «καραβάνια» κρατικών παραγόντων και παρατρεχάμενων που ανέβαιναν το πάλαι ποτέ από το κλεινόν άστυ με αφορμή τα εγκαίνια της Έκθεσης, για ένα φουλ τριήμερο με πληρωμένο άρτο και θεάματα), με το οποίο η Θεσσαλονίκη βαυκάλιζε επί δεκαετίες τις υστερήσεις της σε μια δύσκολη (και, στην πραγματικότητα, ανούσια) σύγκριση με την πρωτεύουσα, στην περίπτωση της γαστρονομίας υπάρχει όντως βάση.
Η μαγειρική κουλτούρα της πόλης είναι ένα περίεργο, αλλά και συναρπαστικό αμάλγαμα από μικρασιατικές, ποντιακές, οθωμανικές, σεφαραδίτικες, αρμενικές, βαλκανικές και γαλλικές επιρροές. Η πόλη εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αποτελεί μήτρα σπουδαίων μαγείρων, αλλά και γαστρονομικών κόνσεπτ που μεταλαμπαδεύονται εν ριπή οφθαλμού στη μεγάλη αγορά του Νότου, στην Αθήνα. Και, εδώ και μερικά χρόνια, μπορεί να καμαρώνει ότι είναι η πρώτη ελληνική πόλη που εντάχθηκε, τον Νοέμβριο του 2021, στο Δίκτυο Δημιουργικών Πόλεων Γαστρονομίας (Creative Cities of Gastronomy) της UNESCO.
Όλα καλά, λοιπόν; Όλα καλά. Ή ίσως όχι όλα…
Τα στέκια που έχτισαν τον μύθο
Οι μπαγιάτηδες Θεσσαλονικείς έχουν να θυμούνται πολλές ιστορίες από μαγαζιά που έχτισαν τη φήμη της Θεσσαλονίκης ως παράδεισου των foodies. Μαγαζιά στο ανθρώπινο μέτρο, που έχτισαν τον μύθο τους υπηρετώντας μια κουζίνα από ανθρώπους για ανθρώπους, μακριά από μοδάτες τάσεις, εξεζητημένες τεχνικές και εξωτικά υλικά. Πραγματικό φαγητό, ειλικρινά παρηγορητικό, που ενέτασσε τα συγκεκριμένα μαγαζιά στις καθημερινές διαδρομές μιας πόλης που απολάμβανε κατεξοχήν τον επιούσιο.
Ανακαλώ μνήμες δικές μου, των γονιών και των παππούδων μου, σε τυχαία σειρά. Πόσοι από εσάς θυμούνται τα σαγανάκια του «Ανάπηρου», με τις αφίσες πορνό στους τοίχους; Τα κυνήγια του «Κρικέλα» (τα προμηθευόταν από το Νεοχώρι και τον Δημοσθένη Δαβίλλα) και του Μπασβάντη; Επίσης στον «Κρικέλλα», τα τηγανητά βατραχοπόδαρα; Το παγωτό Σικάγο στο «Μπόγκο Μπόγκο»; Τις πίτες στον «Μαύρο Βράχο», στις Συκιές; Το φιλέτο με σος Μαδέρα στη «Ρωξάννη»; Το χουνκιάρ μπεϊγιεντί και το αγριογούρουνο στιφάδο του «Όλυμπος Νάουσα»; Τις αδιανόητα γευστικές μακαρονάδες της «Λυκόβρυσης», στην περιοχή της πλατείας Ναυαρίνου; Τα σάντουιτς του «Κοσμά» με σουτζουκάκι και ρώσικη (αρκεί να άντεχες τη μακρά ουρά για να τα απολαύσεις); Τη δημιουργική παραξενιά του Αδαλάκη; Τη ρετσίνα στο καπηλειό του Αντώνη, στην Παύλου Μελά; Την πίσω αυλή της «Κληματαριάς», όταν ήταν ακόμη στην Αγίας Σοφίας; Την πολύβουη αίθουσα του «Στρατή», με τον κλασικό γύρο; Την κληματαριά και τα κρέατα του μπάρμπα-Βάγγου στις 40 Εκκλησιές; Το μυαλό και τη γλώσσα συνοδεία ρετσίνας στον Τζότζο, εν μέσω πολιτικών συζητήσεων σε αναζήτηση του ορθού και του ηθικού (αλησμόνητο το κλασικό αστείο του Λευτέρη, του μικρότερου αδελφού του Τζότζου: «Τελείωσε το μυαλό, μόνο γλώσσα μάς έμεινε»); Το στρογκανόφ του «Διόνυσου»; Τις καραβίδες στα κάρβουνα του «Μπιρ Αλλάχ»; Τους κεφτέδες και το μπουζουκάκι στο «Σουέζ»; Το πιτόγυρο στο Φάληρο; Το κοτόπουλο Μιλανέζε, το αρνάκι φρικασέ και τις πατάτες κομπλέ στο «Τίφανις» (όπως επίσης και τη μαγειρίτσα καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου); Τα καβούρια στη σκάλα της Περαίας;
Συνεχίζω με άλλους γαστριμαργικούς θρύλους – η συλλογική μνήμη τους έχει χαράξει ανεξίτηλα στο συλλογικό υποσυνείδητο. Ενδεικτικά και σε τυχαία σειρά: το μπιφτέκι του «Τάκη». Το εξοχικό της «Ψησταριάς». Τα σουτζουκάκια και η ρώσικη σαλάτα του Ρογκότη. Τα πεϊνιρλί του «Ιορδάνη». Τα κουλούρια του Σπυριδάκη στη Ροτόντα, χαράματα. Το «Ανθέων» μετά από ξενύχτι, με μακαρονάδα, μπιφτεκάκι και Σικάγο. Η πάστα Αφρικάνα από τις «Πεταλούδες». Το λουκάνικο και η μαύρη μπίρα στην Έκθεση. Ο γύρος που έψηνε στα κάρβουνα ο «Ξενοφών». Τα αφράτα μπιφτεκάκια, οι τηγανητές πατατούλες κομμένες στο χέρι και οι γίγαντες στο «Λιόπεσι», στην πλατεία Ναυαρίνου. Τα μεζεδάκια στο ουζερί «Λεπέν», στην εσωτερική αυλή του Βοσπόρειου Μεγάρου, στην οδό Αριστοτέλους. Οι γαρίδες στου «Λάκη». Η σκοπελίτικη πίτα στα «Νησιά» του Γιάννη Αλεξίου. Ο πατσάς στον «Τρούλο», στην Πρίγκιπος Νικολάου (πριν μετονομαστεί σε Αλεξάνδρου Σβώλου). Η τουλούμπα με καϊμάκι στο «Κεφίρ». Τα μπιφτέκια του Καλούση, στο Φάληρο. Το πεϊνιρλί του «Ανδρέα», στην Καμάρα. Το αρμενοβίλ του Φλόκα. Η σούπα στα «Πράσινα Φανάρια», μετά από ξενύχτι. Οι νοστιμιές του Pepery’s στην Παλαιών Πατρών Γερμανού, με ιδιαίτερη μνεία στις υπέροχες πατάτες με μαγιονέζα. Το γκριλ «Τα σουτζουκάκια» – ένα υπέροχο γαλακτοπωλείο που ο Μίμης και ο Τάσος μετέτρεψαν σε ζηλευτό φαστφουντάδικο στην προ γύρου εποχή. Το «Κάιρο» και ο «Γκιγκιλίνης» στην Τσιμισκή (με τον ντοντουρμά συνοδεία γλυκού βύσσινο). Η «Χήρα» στη Δεληγιώργη, κάθετα στη Φλέμινγκ (σε ένα παλιό σπίτι με αυλή στην πίσω πλευρά του, δίπλα στη γέφυρα), με την καταπληκτική ρετσίνα, τις σαρδέλες, τις χοιρινές μπριζόλες και τα αβγά. Και λίγο πιο κάτω, στη Δεληγιάννη, μεταξύ Ξενοφώντος και Φλέμινγκ, η «στραπατσάραινα» και η πεντανόστιμη σαρδέλα στα κάρβουνα στην ταβέρνα «Η φτωχομάνα» της Ευδοξίας Φωτοπούλου, το γένος Τσαπατσάρη. Οι λουκουμάδες του «Γέρου», απέναντι από τον κινηματογράφο «Απόλλων». Τα κουρκουμπίνια δίπλα από τον κινηματογράφο «Αθηνά», στη Βασιλίσσης Όλγας. Τα σουτζουκάκια του Σωτήρη με το κλασικό μόττο «Σας ήρθε μουσαφίρης; Κανένα πρόβλημα! Σωτήρης». Το παγωτό ντοντουρμάς από την «Ωραία». Το παγωτό μόκα με το ψηλό κουτάλι. Το κουλούρι βράδυ Σαββάτου στην Τσιμισκή, μετά το στήσιμο στην ουρά για την αγορά εφημερίδων. Τα σάντουιτς του «Γουέμπλεϊ», στην Κολόμβου. Οι καριόκες του Πορφύρη στο Χιρς, κολλητά με τον τοίχο του Λαϊκού Νοσοκομείου («Ιπποκράτειου»). Το αλλαντοπωλείο των αδελφών Κανάρα, λίγο πριν από το Μπιτ Παζάρ, με μπίρα vom Fass (σε ποτήρι) και ό,τι μεζέ ήθελες από τα αλλαντικά τους. Τα ρεβίθια και το τας κεμπάπ του «Λουτρού». Στον «Βλάχο», στο Τσινάρι, τα αμελέτητα, οι τηγανιές, τα αρνίσια γλυκάδια και η μελιτζανοσαλάτα, την οποία αποκαλούσαν «πέος αγρού σαλατοποιηθέν» (σημειωτέον ότι ο πελάτης μπορούσε να ακούσει… Γαλλικά, αν ζητούσε τηγανητές πατάτες – είχαν εξοβελιστεί από το μενού από τη φορά που το μαγαζί είχε πάρει φωτιά από ένα τηγάνι που είχε ξεχαστεί στη φωτιά). Η κουζίνα του κ. Βαγγέλη στο «Wolves» της Βασιλίσσης Όλγας – ειδική μνεία οφείλεται στο μπιφτέκι με τη σος, αλλά και στη «Μπόμπα» (κρέας κρυμμένο κάτω από ένα «λοφάκι» από μακαρόνια, με λιωμένο κασέρι από πάνω). Τα τηγανητά μύδια στη «Νεράιδα του Γυαλιού», πλάι στη θάλασσα, εκεί όπου σήμερα είναι το Ποσειδώνιο. Το μπιφτέκι του Βασίλη Μπατσίλα στην οδό Κρήτης. Ο «Κραβαρίτης» πίσω από το Παπάφειο. Το γεμιστό καλαμάρι στη «Μυροβόλο Σμύρνη». Τα μπιφτέκια του «Αρχοντή». Τα σουτζουκάκια του κυρ-Γιάννη στη στοά στην Εγνατία. Το υπόγειο καπηλειό στη γωνία Φιλίππου με Ίωνος Δραγούμη, απέναντι από τον «Γέρο του Μωριά», με φιξ μενού – μαρούλι, καλαμάρια και ταραμάς. Οι ομελέτες στον «Λευκό Πύργο». Το «Ίγγλις» του κυρ-Μανώλη με τους κολοκυθοκεφτέδες, τα σουτζουκάκια και τη ντοματοσαλάτα με το βραστό αβγό. Οι σουπιές στο «Ελβετικό» (ένα πιάτο που είχε δοκιμάσει –και εκθειάσει– ο Τζορτζ Πολκ κατά την παραμονή του στη Θεσσαλονίκη). Η σούπα με μύδια και γαρίδες στο «Μαϊάμι». Το τοστ στον «Ρωμιό». Τα σάντουιτς στον «Καρανίκα». Τα σουτζουκάκια στο «Μαμ-Μαμ», στην Αγία Τριάδα. Η χουρμαδόπαστα της θρυλικής Μάγδας στον «Μανδραγόρα». Το μπιφτεκάκι με το κομματάκι βούτυρο επάνω του στον «Αχιλλέα», στη Φλέμινγκ. Η μπουγάτσα από φρέσκο γάλα στη «Δωδώνη», στην Εγνατία 47. Οι μεζέδες και το κρασί του «Κεφαλλονίτη» στο λιμάνι, κοντά στον Ερυθρό Σταυρό. Η λαγάνα γεμιστή με μπιφτέκι στο «Μον Αμί», στη Δεσπεραί με Μανουσογιαννάκη. Οι ψητές σουπιές γεμιστές με φέτα στο «Στέκι των Δικηγόρων». Το παγωτό μόκα στον Μουτάφη και το παρφέ στο «Ελληνικό». Τα πατσατζίδικα «Κωνσταντινούπολη» και «Ηλίας», στην Εγνατία.
Κάτι έχει αλλάξει…
Σας κούρασα με τη μακροτενή αναφορά; Θέλω να ελπίζω πως όχι (ομολογώ ότι, όταν ξεκινούσα να ρωτάω γνωστούς και φίλους –κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας, παρότι ορισμένα από τα συγκεκριμένα στέκια τα έχω προλάβει κι εγώ– για τα αγαπημένα τους μαγαζιά, δεν περίμενα τέτοιο πλούτο από προσωπικές γαστριμαργικές «ψηφίδες», που έφτιαχναν το μωσαϊκό της «Θεσσαλονίκης, πρωτεύουσας των foodies»).
Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό στοιχείο όλων αυτών των μαγαζιών (και των συνταγών τους); Ήταν νοστιμιές απλές στη φιλοσοφία τους, με έντονο, παρά ταύτα, το στοιχείο της πρωτοτυπίας, δουλεμένες στον χρόνο (κάτι που αποδεικνυόταν από την αντοχή τους, που τις καθιστούσε σχεδόν κλασικές) και απευθυνόμενες σε πραγματικούς ανθρώπους. Νοστιμιά βαθιά και ανεπιτήδευτη, η οποία με έναν μαγικό τρόπο είχε ενταχθεί στο γλωσσάρι των καθημερινών απολαύσεων των Θεσσαλονικέων, κυρίως, αλλά και των επισκεπτών στην πόλη, αποτελώντας μέρος της θεσσαλονικιώτικης ταυτότητας (ως πραγματικής άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς).
Και σήμερα; Θα ήταν άδικο να πει κάποιος ότι η πόλη έχει πάψει να γεννά μαγειρικά ταλέντα. Δόξα τω Θεώ, η πόλη όχι απλώς διαθέτει σπουδαίους μάγειρες και σπουδαίες μαγείρισσες, αλλά τους εξάγει κιόλας, κυρίως στην αθηναϊκή γαστρονομική αγορά, όπου πολλοί από αυτούς θριαμβεύουν ανοίγοντας τα δικά τους εστιατόρια προς τέρψιν του multi culti αθηναϊκού κοινού.
Θα ήταν εξίσου λάθος να υποστηρίξει κάποιος ότι η πόλη έχει σταματήσει να δημιουργεί κόνσεπτ – μια διαφορετική ιδέα, η οποία κάνει τη λαμπερή είσοδό της στο εγχώριο γαστρονομικό γίγνεσθαι, φτάνοντας πολλές φορές να εξελιχθεί σε αλυσίδα που «εξάγεται» προς άλλες περιοχές και άλλες χώρες. Και είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι, αν σχεδιάζει κάποιος μια έξοδο για το γεύμα ή το δείπνο του, μάλλον θα δυσκολευτεί να επιλέξει πού. Μαγαζιά υπάρχουν.
Τότε; Πού είναι το πρόβλημα;
Γαστρονομικός διεθνισμός
Θα σας μεταφέρω τη δική μου αίσθηση ως ανθρώπου που, λόγω προσωπικών συνηθειών, αλλά και εξαιτίας της δουλειάς βγαίνει αρκετά και δοκιμάζει πολλά.
Έχω την εντύπωση ότι ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός επιλογών εστίασης στη Θεσσαλονίκη αρχίζει να βαίνει αντιστρόφως ανάλογος της πρωτοτυπίας και της δημιουργικότητας που θα περίμενε κάποιος από ένα νέο γαστρονομικό εγχείρημα. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: ναι, ασφαλώς και υπάρχουν εστιατόρια που λειτουργούν εδώ και αρκετά χρόνια, ενίοτε και δεκαετίες, τα οποία έχουν μια ξεκάθαρη μαγειρική φιλοσοφία, διακριτή και ενδιαφέρουσα, την οποία υπηρετούν και εξελίσσουν. Ναι, ασφαλώς και εμφανίζονται νέα γαστρονομικά εγχειρήματα, τα οποία προκύπτουν για καλό σκοπό (μια πραγματικά καλή ιδέα ενός αυθεντικά δημιουργικού μάγειρα, που έρχεται να φέρει κάτι καινούργιο στο πιάτο μας). Ωστόσο, αν εξαιρέσει κάποιος αυτές τις πραγματικά αξιομνημόνευτες προσπάθειες (υφιστάμενες ή νέες), έχω την αίσθηση ότι στην πόλη αρχίζει να κυριαρχεί ένας μαγειρικός διεθνισμός που μοιάζει απειλητικός προς αυτήν την πολυσυλλεκτική γαστρονομική κουλτούρα της Θεσσαλονίκης.
Σεφ και εστιατόρια στην πόλη μοιάζουν ευεπίφορα σε εξεζητημένες τεχνικές, εξωτικά υλικά και μεταφορά αυτού που είναι αυτήν τη στιγμή «τρέντι» εκτός συνόρων στην καθ’ ημάς μαγειρική σκηνή. Η γαστρονομική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης δείχνει να εξαντλείται στα «τουριστικά» κουλούρι – μπουγάτσα – γεμιστό τσουρέκι – τρίγωνο Πανοράματος – πατσάς (και αυτά, πλέον, περιορισμένα σε μαγαζιά που μετριούνται ανά κατηγορία στα δάχτυλα του ενός χεριού). Πολύ σπάνια βλέπω πλέον σε μενού (σε εκτέλεση ή, ακόμη καλύτερα, σε δημιουργική επανεκτέλεση) πιάτα που ήταν κάποτε συνώνυμα της θεσσαλονικιώτικης πολυεθνικής κουζίνας. Νοστιμιές όπως τα μικρασιάτικα μαντί, το πολίτικο μυδοπίλαφο και τα πολίτικα σουτζουκάκια (που δεν μοιάζουν με τα σμυρναίικα, καθώς θυμίζουν περισσότερο μακρόστενα μπιφτεκάκια με μπούκοβο στο πλάι), το ιτς και το ατζέμ πιλάφι, την παλαμιδολακέρδα, το τας καπαμά (με χοιρινό κρέας, κρεμμύδι και πλιγούρι), το μοσχαρίσιο κρέας με κυδώνια, το χοιρινό με μελιτζάνες, τον ποντιακό σουρβά και το ιβριστό, την τσιρονόπιτα από τον Λαγκαδά (μια ευρεσιτεχνία οικιακής οικονομίας, χάρη στην οποία οι κάτοικοι της περιοχής συνδύαζαν σε ένα πιάτο προϊόντα που είχαν στη διάθεσή τους, όπως τσιρόνια από τη Βόλβη και λαχανικά από το μποστάνι τους).
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, που εμφιλοχωρούν στην τοπική νοοτροπία: ασφαλώς και υπάρχουν μαγαζιά που πειραματίζονται με συνταγές από την ιστορική διαχρονία της πόλης (και ακόμη περισσότερα που χρησιμοποιούν πρώτες ύλες από τη σπουδαία αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή της Βόρειας Ελλάδας). Στην πλειονότητά τους, ωστόσο, τα εστιατόρια (παλιά και νέα) φαίνεται να προτιμούν πλέον την ασφάλεια ενός μενού μάλλον διεθνιστικού, που ακολουθεί δοκιμασμένες μαγειρικές πεπατημένες, φιλοδοξεί να εντυπωσιάσει με όρους όπως «αφρός», «σφαιροποίηση» και «εσπούμα» (μας κατέστρεψε το Master Chef), χρησιμοποιεί εξωτικές τεχνικές και μηχανήματα (όπως pacojet, sous vide, vacuum, thermomix κ.ά)., ομνύοντας την ίδια στιγμή στο food styling, το οποίο αναδεικνύεται σε λυδία λίθο για να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα: μια glossy, λιμπιστερή και πολύχρωμη φωτογραφία που θα ανεβεί στον λογαριασμό τους στο Instagram, θα πάρει εκατοντάδες likes και θα αναπαραχθεί από food bloggers, δημιουργώντας το νέο αντικείμενο ονείρωξης των ντόπιων foodies.
Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος (μαζί με τα αυξημένα κόστη λειτουργίας, που προϋποθέτουν μεγάλους τζίρους για να πετύχει το στοίχημα) που βλέπουμε τέτοιο rotation, τέτοια ταχεία εναλλαγή στο άνοιγμα και το κλείσιμο καταστημάτων. Μαγαζιά ανοίγουν, μαγαζιά κλείνουν μετά από ένα ή δύο χρόνια (πολλές φορές, ακόμη συχνότερα). Το μοτίβο είναι τις περισσότερες φορές κοινό: τα λαμπερά εγκαίνια ακολουθεί μια (σύντομη) περίοδος όπου το μαγαζί γνωρίζει μεγάλες πιένες, για να ακολουθηθεί με τη σειρά της από μια επόμενη περίοδο με άδεια τραπέζια και ελάχιστα κουβέρ, που προοιωνίζονται την αναπόδραστη κατάληξη.
Προφανώς, είναι δύσκολο να προσδιορίσει κάθε φορά κάποιος τον ακριβή λόγο, καθώς κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και έχει τις ιδιαιτερότητές της. Ωστόσο, το σίγουρο είναι ότι τον ρόλο της παίζει και η ίδια η γαστρονομική εμπειρία: είναι πολύ πιθανό το κοινό, σε μια πόλη με εστιατόρια να ανοίγουν το ένα μετά το άλλο (προσφέροντας ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό, ένα παρεμφερές, με ελάχιστες ουσιαστικές διαφοροποιήσεις μενού), τα μαγαζιά να πέφτουν θύματα της επιθυμίας του κοινού να δοκιμάζει διαρκώς νέα πράγματα, χωρίς να βρίσκουν στην αμέσως προηγούμενη εμπειρία τους κάτι ικανό να τους κρατήσει.
Η περίπτωση της Αγοράς Μοδιάνο
Σε όλη αυτήν τη δημόσια συζήτηση για την εστίαση στη Θεσσαλονίκη εντάσσεται και η Αγορά Μοδιάνο, η οποία εσχάτως έχει αναδειχθεί στο μέρος που λατρεύουν να μισούν αρκετοί θεσσαλονικείς χρήστες του διαδικτύου και των social media.
Ναι, είναι αλήθεια ότι η άρτι ανακαινισθείσα αγορά, η οποία άνοιξε ξανά τις πύλες της για το κοινό στις 5 Δεκεμβρίου 2022, δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες ορισμένων από εκείνους που περίμεναν την επανέναρξη της λειτουργίας της. Κάπως έτσι, άρχισε να υφαίνεται ένας ιστός που μπλέκει το ίδιο το κτήριο, τις επιχειρήσεις που επέλεξαν να εγκατασταθούν σε αυτό στη νέα εποχή του, τις τιμές των πωλούμενων προϊόντων και αγαθών, αλλά και την ίδια τη φυσιογνωμία του (αν πρόκειται, δηλαδή, περισσότερο για αγορά τροφίμων ή μάλλον για ένα ευρωπαϊκού τύπου food court, που προσφέρει επιλογές σε όποιον θέλει να απολαύσει το πρωινό, το γεύμα ή το δείπνο του).
Και εδώ, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Πράγματι, η Αγορά Μοδιάνο απέχει ακόμη από τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί πριν από το άνοιγμά της – ο λιγότερος του αναμενόμενου κόσμος που διασχίζει καθημερινά τις στοές της, αλλά και τα καταστήματα που μένουν ακόμη και σήμερα κλειστά τραβούν την προσοχή. Πράγματι, κάποια πράγματα στην αρχή δεν ήταν και τόσο λειτουργικά – ο ανοιχτός από παντού χώρος καθιστούσε την αγορά εξαιρετικά κρύα τον χειμώνα και εξαιρετικά ζεστή το καλοκαίρι. Ευτυχώς, αυτό πλέον άλλαξε, με την τοποθέτηση θυρών και υαλοπετασμάτων, ανεμιστήρων και συστημάτων κλιματισμού.
Ωστόσο, αλήθεια είναι και μερικά ακόμη πράγματα…
Όπως, για παράδειγμα, ότι η αναστήλωση του κτηρίου από τη Μόρφω Παπανικολάου ήταν πραγματικά υποδειγματική (μόνον ως κακόγουστο αστείο μπορώ να δεχτώ κάποια σχόλια που διαβάζω στα social media, οι συντάκτες των οποίων εμφανίζονται νοσταλγοί της «παλιάς» Αγοράς Μοδιάνο – όσοι ζούμε στο κέντρο ακόμη θυμόμαστε τους βρώμικους, σκοτεινούς διαδρόμους όπου βασίλευαν έντομα και τρωκτικά, για να μην αναφερθώ στο πάτωμα του ισογείου που βρισκόταν στα όρια κατάρρευσης, υποστηριζόμενο από πρόχειρα ξύλινα δοκάρια που είχαν στηθεί στο υπόγειο). Πλέον, η Αγορά είναι ολοκαίνουργια και πεντακάθαρη, με ένα ιστορικό κτήριο της κτηριολογικής παράδοσης της πόλης να είναι έτοιμο για τα επόμενα 100 χρόνια ζωής του.
Ή το ότι οι «πανάκριβες τιμές» στην Αγορά Μοδιάνο είναι άλλος ένας αστικός μύθος, από αυτούς που αγαπά να δημιουργεί η πόλη. Ναι, ασφαλώς και υπάρχουν (και) ακριβά προϊόντα, όπως συμβαίνει και οπουδήποτε αλλού στην αγορά της πόλης. Υπάρχουν ωστόσο και εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα σε πολύ καλές τιμές, τα οποία –ευτυχώς– έχουν αρχίσει να ανακαλύπτουν οι καταναλωτές.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα με την Αγορά Μοδιάνο ήταν, ίσως, το ότι ουδείς είχε καθαρή εικόνα για το ποια θα έπρεπε να είναι η επόμενη μέρα της – σίγουρα όχι η πόλη, ίσως ούτε ακόμη και οι ίδιοι οι άνθρωποι πίσω από την αναβίωσή της. Στο κέντρο μιας πόλης όπου συνυπάρχουν, σε μικρή απόσταση, το Καπάνι και η Αγορά Βατικιώτη, αλλά και με έναν πρωτοφανή για τα μεγέθη της χώρας αριθμό αλυσίδων σούπερ μάρκετ (τα οποία πλέον πουλάνε όλη τη γκάμα προϊόντων – από είδη μπακαλικής ώς κρέατα, φρούτα, λαχανικά, ψάρια και θαλασσινά), η Αγορά Μοδιάνο έχει δύσκολο ανταγωνισμό. Και ίσως, αν μου επιτρέπετε την άποψη, αχρείαστο.
Ξεπερνώντας τις παιδικές ασθένειες που κάθε πρότζεκτ αυτού του μεγέθους έχει (αρκεί να θυμηθούμε τις αρχικές «περιπέτειες» μεγάλου εμπορικού κέντρου στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, πριν φτάσει να γίνει το σημερινό success story), η Αγορά Μοδιάνο μπορεί, με ορισμένες σημειακές βελτιώσεις, να γίνει ένα εξαιρετικό food court, αντίστοιχο με αυτά που λειτουργούν σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, απόλυτα χρήσιμο στην τουριστική καρδιά ενός αστικού συγκροτήματος όπως η Θεσσαλονίκη, αλλά και αντάξιο της επόμενης μέρας και της μετεξέλιξης ενός ιστορικού τοπόσημου της Θεσσαλονίκης, το οποίο –χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία– ευτυχώς διασώθηκε στον χρόνο.
Το «παράσημο» από την UNESCO
Μένοντας στον ίδιο καμβά, αμήχανη ήταν μέχρι και πολύ πρόσφατα ακόμη και η διαχείριση της ιδιότητας της πόλης ως μέλους του Δικτύου Δημιουργικών Πόλεων Γαστρονομίας της UNESCO. Πέρα από τη ηθική ικανοποίηση που γεννά μια τέτοια διάκριση, ιδίως όταν είσαι η πρώτη ελληνική πόλη που κατακτά αυτόν τον τίτλο, δεν είμαι σίγουρος –πέρα από μία-δύο εκδηλώσεις χάριν του φωτογραφικού φακού και της αποτύπωσης μερικών ενσταντανέ σε έντυπα ή ιστοσελίδες– αν σε κάποιον από τους εμπλεκόμενους αμέσως ή εμμέσως στην αλυσίδα της εστίασης (από τα εστιατόρια ώς τα ξενοδοχεία) εξηγήθηκε πώς ακριβώς η ένταξη της Θεσσαλονίκης στο συγκεκριμένο δίκτυο πόλεων θα μπορέσει να τον ωφελήσει.
Ευτυχώς, εδώ και μερικές ημέρες, με πρωτοβουλία της νέας διοίκησης του δήμου Θεσσαλονίκης λανσαρίστηκε (σχεδόν δυόμισι χρόνια από την απονομή του τίτλου στη Θεσσαλονίκη) η πλατφόρμα cityofgastronomy.thessaloniki.gr, που σκοπό έχει να ενισχύσει την ορατότητα της πόλης, να προβάλει και να προωθήσει τα μοναδικά προϊόντα της μακεδονικής γης και να ενημερώσει το κοινό για τις διατροφικές πολιτικές σύμφωνα με τα βιώσιμα αστικά διατροφικά συστήματα που προωθεί ο δήμος Θεσσαλονίκης, με τη συμμετοχή του στο Σύμφωνο Αστικής Πολιτικής Τροφίμων του Μιλάνου (Milan Urban Food Policy Pact – MUFPP). Κάλλιο αργά παρά ποτέ…