Στην κεντρική εικόνα: Φωτορεαλιστική άποψη από το εσωτερικό της αυτοαναφορικής έκθεσης, στον χώρο της παλαιάς βρασσαρίας.
Η αναβίωση ενός τοπόσημου
Η διπλωματική εργασία σχεδιασμού της Θάλειας-Πελαγινής Κάλφα και της Σοφίας Μέρμηγκα-Αγγελή με τίτλο «Επανάχρηση της ιστορικής ζυθοποιίας ‘Κάρολος Φιξ’ στη Θεσσαλονίκη» [Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ (Φεβρουάριος 2024), με επιβλέπουσα καθηγήτρια τη Μαρία Δούση] αποτελεί μια πρόταση ενεργοποίησης του ιστορικού βιομηχανικού συγκροτήματος της ζυθοποιίας «Φιξ» στη Θεσσαλονίκη μέσω μιας προσέγγισης που εστιάζει αφενός στην ιστορική αξία του τόπου και της παρελθοντικής χρήσης του και, αφετέρου, στην πολυδιάστατη εμπειρία του σύγχρονου χρήστη.
Αναγνωρίζοντας τη βαθύτερη αλληλεπίδραση του χώρου με το κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο, η έμφαση δόθηκε στον ρόλο της αρχιτεκτονικής ως οργανικού μέρους του συνολικού πολιτισμικού γίγνεσθαι. Οι δύο φοιτήτριες στράφηκαν σε μια ανάγνωση της αρχιτεκτονικής πέραν της συμβατικής, εμπειρικής αντίληψης για τον κτισμένο χώρο, η οποία, εν δυνάμει, εγκλωβίζεται στη στείρα επίλυση ενός τεχνικού προβλήματος ή στην παραγωγή μιας αισθητικής φόρμουλας.
Το κτηριακό συγκρότημα του εργοστασίου «Κάρολος Φιξ» αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα διατηρούμενα μνημεία βιομηχανικής κληρονομιάς στον βορειοελλαδικό χώρο και μοναδικό κατάλοιπο ζυθοποιίας τέτοιου βεληνεκούς στη χώρα. Περιλαμβάνει ιστορικές κτηριακές δομές που χρονολογούνται από τα τέλη του 19ου ώς τα μέσα του 20ού αιώνα, πρωτοποριακές για την αρχιτεκτονική και κατασκευαστική τους ταυτότητα, αλλά και για τον βιομηχανικό τους εξοπλισμό. Βρίσκεται στη δυτική είσοδο της Θεσσαλονίκης, στην αρχή της παλαιάς εθνικής οδού Θεσσαλονίκης-Αθήνας, περιοχή η οποία αποτέλεσε στις αρχές του 20ού αιώνα την πρώτη βιομηχανική ζώνη της πόλης. Η όψη του συγκροτήματος ορίζει την ατμόσφαιρα της διαδρομής από και προς την πόλη – συγκεκριμένα, είναι η πρώτη εντύπωση καθώς εισέρχεται κάποιος από τη δυτική πλευρά της πόλης. Έτσι, λειτουργεί ως σημαντικό τοπόσημο με μοναδικό ιστορικό χαρακτήρα για την είσοδο της πόλης και την περιοχή γενικότερα. Γι’ αυτό και, από την έναρξη της λειτουργίας του, η παρουσία του συγκροτήματος είναι εγγεγραμμένη στο DNA του ιστού της πόλης.
Σήμερα η περιοχή λειτουργεί ως μεταβατική ζώνη που διακόπτει τη σχέση της Θεσσαλονίκης με το παραλιακό της μέτωπο. Συνολικά, η περιοχή εγείρει το αίσθημα της ανασφάλειας, λόγω της αποσπασματικότητας των χρήσεων και του σχεδιασμού, που δεν εντάσσονται αρμονικά σε ένα σύνολο. Ο χαρακτήρας της περιοχής ορίζεται, επιπλέον, από την ύπαρξη των βιομηχανικών καταλοίπων, τα οποία όμως παραμένουν κατά κανόνα σε εγκατάλειψη.
Παρ’ όλα αυτά, η σταδιακή μεταβολή της σημερινής συνθήκης προβλέπεται από μια σειρά πολεοδομικών επεμβάσεων και αρχιτεκτονικών διαγωνισμών που έχουν διεξαχθεί για την ευρύτερη περιοχή. Συγκεκριμένα, προγραμματίζεται η απόδοση των τριών πρώτων προβλητών του λιμανιού στο κοινό (στο πλαίσιο της ανάπλασης της περιοχής των παλαιών στάβλων) και ο σχεδιασμός μητροπολιτικού πάρκου στην έκταση του παλαιού σιδηροδρόμου, στην οποία εντάσσεται και το νέο Μουσείο Ολοκαυτώματος. Επομένως, με την αναβίωσή του το ιστορικό συγκρότημα «Φιξ» μπορεί να ενταχθεί και να ενισχύσει το μελλοντικό όραμα ενεργοποίησης της δυτικής εισόδου της πόλης (εικόνα 1).
Το όραμα
Λαμβάνοντας υπόψιν αφενός τις σύγχρονες ανάγκες της περιοχής, τις γειτονικές χρήσεις και τη μελλοντική ενεργοποίηση των γύρω περιοχών, αφετέρου την αξιολόγηση του συγκροτήματος και της διαδικασίας παραγωγής, αλλά και την εξέταση των σύγχρονων τάσεων στη ζυθοποιία, δημιουργείται ένα προγραμματικό πλαίσιο επεμβάσεων που στοχεύει στην ισορροπία μεταξύ του ιστορικού παρελθόντος και των σύγχρονων αναγκών.
Το όραμα της Θάλειας -Πελαγινής Κάλφα και της Σοφίας Μέρμηγκα-Αγγελή βασίζεται σε τρεις προγραμματικούς άξονες που θα συνδέσουν την αξία του συγκροτήματος στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον: αυτοί είναι η διατήρηση της υλικής και άυλης κληρονομιάς (παρελθόν), η ενεργοποίηση του χώρου και η δημιουργία νέου τοποσήμου για την πόλη (παρόν) και η συμβολή και προώθηση των νέων τάσεων στη ζυθοποιία.
Η πρόταση διέπεται και αποτελείται από τρεις αφηγήσεις με κοινό άξονα σχεδιασμού, που διαφοροποιείται σε σχέση με το είδος των χρηστών. Αυτές οι αφηγήσεις συνθέτουν ένα πλέγμα εμπειριών, οι οποίες συντελούν στη δημιουργία ενός συγκροτήματος αφιερωμένου στον ζύθο.
Όσον αφορά στη διαφύλαξη και τη συνέχεια της ιστορικής μνήμης, αυτή επιτυγχάνεται μέσω της ερμηνείας της πρώην χρήσης (δηλαδή, της δημιουργίας ενός αυτοαναφορικού μουσείου), καθώς και της επανάληψης, διατήρησης και μεθερμηνείας της προηγούμενης χρήσης – μέσω, δηλαδή, της συνέχειας της άυλης κληρονομιάς, με τη δημιουργία μικροζυθοποιίας.
Για την ενεργοποίηση του χώρου και τη δημιουργία του τοπόσημου ένα μεγάλο μέρος του συγκροτήματος αποδίδεται στο κοινό με τη δημιουργία ενός δημόσιου, υπαίθριου χώρου εξωτερικής διαμόρφωσης και πάρκου, καθώς και με δημόσιες χρήσεις που παραλαμβάνει το συγκρότημα.
Η ένταξη του συγκροτήματος στο σήμερα επιτυγχάνεται με τη δημιουργία χώρων για δευτερεύουσες λειτουργίες, που προκύπτουν ως ανάγκες από την εξέλιξη της ζυθοποιίας στο σήμερα. Δημιουργούνται ευκαιρίες ανάπτυξης αυτών των λειτουργιών, δηλαδή χώροι πειραματισμού, εργαστήρια, χώροι γραφείων και σχεδιασμού, αφού πια τεράστιο μέρος της ζυθοποιίας σήμερα αποτελούν το μάρκετινγκ και ο σχεδιασμός της εταιρικής ταυτότητας του προϊόντος. Σε συνεργασία με τη διάδοση της κουλτούρας της ζυθοποιίας, ο προηγουμένως αδρανής ιστορικός χώρος μπορεί να μετατραπεί σε ζωντανό συγκρότημα αφιερωμένο στον ζύθο (εικόνα 2).
Η πρόταση
Η πρόταση αποτελεί μια μεταφορά της διαδικασίας παραγωγής στο σήμερα, με προϊόν την εξάπλωση της κουλτούρας της ζυθοποιίας και ως «στάδια παραγωγής» διαφορετικά επεισόδια-σταθμούς, που αναπτύσσονται σε όλη την έκταση του οικοπέδου, τόσο εσωτερικά του συγκροτήματος όσο και στον περιβάλλοντα χώρο.
Πυρήνα αυτής της νέας χρήσης του ιστορικού συγκροτήματος αποτελεί η αυτοαναφορική έκθεση που ξετυλίγεται γύρω από την καρδιά της πρωταρχικής χρήσης του συγκροτήματος, τον επιβλητικό χώρο της βρασσαρίας, όπου πραγματοποιούταν το σημαντικότερο στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας του ζύθου: η παραγωγή και ο βρασμός του ζυθογλεύκους (εικόνα 3). Η διαδρομή της αυτοαναφορικής έκθεσης ακολουθεί γενικά και κατά προσέγγιση την πορεία της πρώην διαδικασίας παραγωγής, επιτρέποντας την ταυτόχρονη επεξήγησή της στο εκάστοτε κτήριο, μαζί με τις πληροφορίες για την ιστορική αναδρομή του συγκροτήματος και της ευρύτερης περιοχής.
Οι χώροι διαδραστικών σεμιναρίων ζυθοποιίας, η μικροζυθοποιία και το δοκιμαστήριο-taproom έχουν άμεση αλληλεπίδραση με την εκθεσιακή διαδρομή, συμπληρώνοντας τη βιωματική εμπειρία του χρήστη, συνδέοντας την εμπειρία της ζυθοποιίας από το παρελθόν στο παρόν.
Οι υπόλοιπες χρήσεις ολοκληρώνουν λειτουργικά το συγκρότημα και διατάσσονται κατακόρυφα, από κάτω προς τα πάνω, από τις πιο δημόσιες στις πιο ιδιωτικές. Οι νέες κατασκευές τοποθετούνται με σκοπό τη συμπλήρωση του ενιαίου αφηγήματος σε όλη την έκταση του σύγχρονου οικοπέδου.
Η γεωμετρία των νέων κατασκευών προκύπτει από τη μορφολογία των στεγών των ιστορικών κτηρίων (χωρίς να ξεπερνούν το ύψος των υφιστάμενων), ενώ η κατασκευή τους είναι ελαφριά, από μέταλλο και γυαλί, δίνοντας την αίσθηση εφήμερων δομών. Συγκεκριμένα, γειτονικά στο παλαιό εμφιαλωτήριο, τη θέση των αποθηκών παίρνουν ελαφρές κατασκευές που αναπαράγουν τη μορφολογία των στεγών, με μειούμενο μέγεθος προς το λιμάνι. Η απομάκρυνση και διάτρηση των όγκων στοχεύει στη δημιουργία προσβάσεων, χώρων στάσης και οπτικών φυγών (εικόνα 4).
Σε ανατολική επέκταση του οικοπέδου δημιουργείται κτήριο υποδοχής, που εισάγει τον χρήστη ομαλά από τον αστικό χώρο, παρουσιάζοντάς του τις εναλλακτικές διαδρομές μέσα στο οικόπεδο. Η δομή του εμπνέεται από την εν δυνάμει αέναη επεκτασιμότητα της όψης του παλαιού εμφιαλωτηρίου (έργου του σημαντικού αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου) στην απέναντι πλευρά και συμπληρώνει τη συμμετρία/ισορροπία στην όψη του συγκροτήματος επί της κεντρικής οδού. Αποτελεί κόμβο, ο οποίος οδηγεί τον επισκέπτη είτε προς την καρδιά του οικοπέδου και τα ιστορικά συγκροτήματα είτε προς το βιομηχανικό πάρκο που δημιουργείται στον άμεσο περιβάλλοντα χώρο του (εικόνα 5).
Στο βιομηχανικό πάρκο, εξοπλισμός που έχει αφαιρεθεί από τα κτήρια επαναχρησιμοποιείται, δημιουργώντας ένα διαδραστικό «υπαίθριο μουσείο», ως μέρος της βιομηχανικής διαδρομής της ευρύτερης περιοχής. Ο πύργος, με μορφολογική αναφορά στα σιλό βύνης, εντάσσεται στο υπαίθριο βιομηχανικό πάρκο, επιτρέποντας θεάσεις τόσο στο εσωτερικό του οικοπέδου όσο και στα γύρω βιομηχανικά κτήρια.
Ο σχεδιασμός του περιβάλλοντα χώρου προκύπτει από τον κάναβο των χαράξεων των ιστορικών κτηρίων και ενοποιεί τα επιμέρους επεισόδια στο οικόπεδο. Η διαμόρφωση στο νότιο όριο υπογραμμίζει το παλιό υδάτινο όριο, με την τοποθέτηση αλλεπάλληλων υδάτινων γραμμικών στοιχείων. Περαιτέρω δευτερεύουσες διαδρομές συνδέουν το δίκτυο με κέντρα δραστηριοτήτων που εισάγονται στο σύνολο του οικοπέδου.
Ο συνδυασμός ήπιων χρήσεων εμπορίου, ψυχαγωγίας και τουρισμού μπορεί να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του κτηριακού συνόλου παλαιών και νέων δομών. Σε συνεργασία με τη διάδοση της κουλτούρας της ζυθοποιίας, ο προηγουμένως αδρανής χώρος μπορεί να μετατραπεί σε ζωντανό συγκρότημα αφιερωμένο στον ζύθο. Περιλαμβάνοντας μικροζυθοποιεία, taprooms, εργαστήρια και διαδραστικούς χώρους, ενισχύεται η διαρκής επικοινωνία των ειδικών της ζυθοποιίας και του κοινού μέσω ποικίλων δραστηριοτήτων, όπως ξεναγήσεις, διαλέξεις, workshops και εκδηλώσεις σχετικές με τη ζυθοποιία (εικόνα 6). Έτσι μπορεί να επιτευχθεί η άμεση ενεργοποίηση και ανάδειξη του χώρου, με σεβασμό στην ιστορικότητα και την ταυτότητά του και –γιατί όχι;– η δημιουργία ενός νέου κέντρου-σταθμού παραγωγής ζύθου για τους νομάδες ζυθοποιούς στο βόρειο τμήμα της χώρας.