Κάθε μήνα, το Citymag, με την πολύτιμη υποστήριξη της Alumil, διερευνά το αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης: πραγματικά προβλήματα αναζητούν πραγματικές λύσεις, αποτελώντας παράλληλα πεδίο δόξης λαμπρό για καλές ιδέες που μπορούν να αλλάξουν την καθημερινότητα στην πόλη.
Στην κεντρική φωτογραφία: Φωτορεαλιστική απεικόνιση της αναμορφωμένης Νέας Αγοράς από την οδό Ερμού.
Ο ανασχεδιασμός της Νέας Αγοράς, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αποτέλεσε το αντικείμενο της φερώνυμης διπλωματικής εργασίας της Άννας Βατάλη, του Ελευθέριου Οικονόμου και του Νικόλαου Πλάσκα [Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ(Φεβρουάριος 2019)], με επιβλέπουσα την καθηγήτρια Μαρία Δούση.
«Σήμερα, η αρχιτεκτονική δημιουργία παρουσιάζεται σημαντικά ρευστή, καθώς παρατηρείται μια νέα μετάβαση σε σύγχρονες, σύνθετες και αλληλοσυγκρουόμενες κατευθύνσεις, όχι μόνο στην αρχιτεκτονική σύνθεση, αλλά και ευρύτερα στο πολιτισμικό και γεωιστορικό πεδίο» σημειώνουν οι συντάκτες της εργασίας. Και συνεχίζουν: «Οι αρχιτέκτονες, ως βασικοί δημιουργοί και συνθέτες της σύγχρονης εικόνας του αστικού τοπίου, θα πρέπει να κατανοούμε τις γεωγραφικές, πολιτισμικές και ιστορικές πραγματικότητες και ιδιαιτερότητες κάθε τόπου. Η ανάγνωση και ανάλυση όλων των δεδομένων βοηθά στην ανάπτυξη ενός ρεαλιστικού περιβάλλοντος για την αρχιτεκτονική σύνθεση. Κάθε κτήριο αποτελεί ένα μοναδικό αντικείμενο έρευνας, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον τόπο και τον χρόνο, έχοντας ως υποκείμενο τόσο τον ίδιο τον αρχιτέκτονα που το σχεδιάζει όσο και τον χρήστη ή τον παρατηρητή που το βιώνει. Υπό την έννοια αυτή, ο σχεδιασμός θα πρέπει να βιώνεται ως μια διαδικασία όπου κάθε βήμα συνομιλεί τόσο με το προηγούμενο όσο και με το επόμενο».
Ένα αρχιτεκτονικό έργο για το οποίο η ομάδα εργασίας κλήθηκε να συνθέσει και να ισορροπήσει πολλές παραμέτρους και δεδομένα, υλικές και άυλες αξίες, είναι το κτήριο της Νέας Αγοράς. Τοποθετείται στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, δίπλα στην Αγορά Μοδιάνο. Πρόκειται για ένα εμπορικό κτήριο στοών μεγάλης αρχιτεκτονικής σημασίας, που συνδέει τις οδούς Βασιλέως Ηρακλείου και Ερμού και κατασκευάστηκε σε δύο φάσεις.
Αρχικά, το 1925, εκδόθηκε οικοδομική άδεια για το οικόπεδο επί της οδού Ερμού. Η άδεια αφορούσε σε κτήριο καταστημάτων και γραφείων σύμφωνα με το συνεχές σύστημα δόμησης. Το κτήριο αυτό διαθέτει υπόγειο, ισόγειο και όροφο με γραφεία, ενώ χαρακτηρίζεται για την εκλεκτικιστική του όψη. Τις επόμενες δεκαετίες στο κτήριο έγιναν προσθήκες καθ’ ύψος, σε υποχώρηση από την οικοδομική γραμμή επί της οδού Ερμού, δημιουργώντας αμηχανία ένταξης.
Το 1954 εκδόθηκε νέα άδεια, που περιλάμβανε ισόγειο με καταστήματα κατά μήκος τριών στοών που συνδέουν την οδό Ερμού με τη Βασιλέως Ηρακλείου και προσθήκη τριών ορόφων γραφείων επί της Βασιλέως Ηρακλείου.
Το κτήριο της Νέας Αγοράς εντάσσεται στην κατηγορία των στοών (στεγασμένη διέλευση μέσω του οικοδομικού τετραγώνου). Η γενικότερη τυπολογική οργάνωση της κάτοψης παραπέμπει στην τυπολογία της Αγοράς Μοδιάνο. Ενώ το μοντέλο της βασιλικής που παρατηρείται στην παρακείμενη Αγορά Μοδιάνο, ωστόσο, είναι επιβλητικό, ο τύπος της βασιλικής που υιοθετήθηκε στη Νέα Αγορά περιορίζεται μόνο στο κέντρο του οικοδομικού τετραγώνου και δεν αποτυπώνεται στις όψεις.
Η σημερινή εικόνα
Πέρα από τα πολλά λειτουργικώς προβληματικά σημεία που εντοπίζονται στο κτήριο (γεγονός που, πιθανότατα, οφείλεται στον κατακερματισμό της στοάς και στην απουσία ενιαίας εικόνας), σε αρκετά κακή κατάσταση βρίσκεται και η γενικότερη κατασκευή, λόγω της μακροχρόνιας παρουσίας του κτηρίου στην πόλη, καθώς και της συνεχούς λειτουργίας του ως εμπορικής αγοράς.
Το σημαντικότερο ζήτημα αφορά στην αποκόλληση τμημάτων του σκυροδέματος και στην οξείδωση του χάλυβα, καθιστώντας την κατασκευή στατικώς ανεπαρκή. Αυτό είναι έντονα εμφανές κατά μήκος όλης της στέγης που καλύπτει τις στοές. Η κατάσταση του φέροντα οργανισμού του κτηρίου της δεύτερης οικοδομικής φάσης (του 1954) εμφανίζει μεγαλύτερες φθορές και αλλοιώσεις σε σχέση με το κτήριο της πρώτης οικοδομικής φάσης (επί της οδού Ερμού), το οποίο κρίνεται κατασκευαστικώς σε καλύτερη κατάσταση. Έτσι, η γενικότερη εικόνα του κτηρίου παραπέμπει σε μια εγκαταλελειμμένη αγορά, με πολλά κατασκευαστικά και λειτουργικά προβλήματα, η οποία, ωστόσο, χωροθετείται στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης, υποβαθμίζοντας με τη σημερινή της κατάσταση την ευρύτερη περιοχή.
Η πρόταση
Αναγνωρίζοντας τη διαχρονική εμπορική δραστηριότητα της περιοχής και το πολυπολιτισμικό της υπόβαθρο, η πρόταση της Άννας Βατάλη, του Ελευθέριου Οικονόμου και του Νικόλαου Πλάσκα, όπως διατυπώνεται στη διπλωματική τους εργασία, βασίζεται στη διατήρηση της χρήσης του κτηρίου ως αγοράς τροφίμων.
Η ενεργοποίηση της λειτουργίας του κτηρίου, που τα τελευταία χρόνια σημειώνει έντονη παρακμή, ενισχύει την υπάρχουσα σύνδεση των εμπορικών αγορών με τις οποίες γειτνιάζει και επαναφέρει τον αρχικό του χαρακτήρα. Ο έντονος πολυπολιτισμικός χαρακτήρας που κυριαρχούσε στο σημείο για μεγάλο χρονικό διάστημα αποτέλεσε το έναυσμα για την απόδοση πολυπολιτισμικού χαρακτήρα και στην αγορά. Με τον τρόπο αυτόν, επιτυγχάνεται η διαφοροποίηση της Νέας Αγοράς από τις υπόλοιπες, έχοντας ως αναφορά αυτό ακριβώς το ιστορικό υπόβαθρο. Παράλληλα, η προσθήκη σημείων εστίασης δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου οι καταναλωτές μπορούν να αγοράσουν και να δοκιμάσουν γεύσεις απ’ όλο τον κόσμο.
Η διατήρηση της τυπολογίας αποτελεί κυρίαρχη παράμετρο στην πρόταση. Η τυπολογία της Νέας Αγοράς (που ταυτίζεται με εκείνη της Αγοράς Μοδιάνο) αποτελεί αξιόλογο δείγμα ευρωπαϊκών προτύπων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πρόσφατη αποκατάσταση της Αγοράς Μοδιάνο, καθιστά επιτακτική τη διατήρηση της τυπολογίας της. Παράλληλα, επιδίωξη αποτελεί η απρόσκοπτη σύνδεση των δύο αγορών, ώστε να λειτουργούν ως ένα ενιαίο σύνολο που αλληλοτροφοδοτείται.
Η τμηματική ανοικοδόμηση της αγοράς οδήγησε σε μη ενιαία αντιληπτική και λειτουργική ανάγνωση του κτηρίου. Κατά συνέπεια, στη διπλωματική εργασία κρίθηκε αξιόλογο προς διατήρηση το κτήριο επί της οδού Ερμού, το οποίο αποτελεί δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής και χρήσης οπλισμένου σκυροδέματος τις πρώτες δεκαετίες εφαρμογής του, ενώ το υπόλοιπο τμήμα (της δεύτερης οικοδομικής φάσης) επαναπροσεγγίζεται και ανασχεδιάζεται με γνώμονα τις σύγχρονες ανάγκες.
Για την καλύτερη οργάνωση του χώρου, τα μέλη της ομάδας εργασίας αξιοποίησαν τα ώς τώρα νεκρά δώματα, που προσφέρουν μια περισσότερο ενιαία αντίληψη του χώρου. Για τον λόγο αυτόν, επεκτείνονται καθ’ ύψος τα πλευρικά τμήματα, για την καλύτερη λειτουργία του προστιθέμενου επιπέδου. Επιπλέον, προεκτείνεται η τυπολογία και η οργάνωση των εσωτερικών εμπορικών νησίδων στο μέτωπο επί της Βασιλέως Ηρακλείου, αποκαλύπτοντας τον χαρακτήρα της αγοράς στην πόλη. Τέλος, δημιουργείται μια νέα στέγη που καλύπτει τις μονάδες και τονίζει τις στοές, η οποία οπισθοχωρεί στη Βασιλέως Ηρακλείου σε δεύτερο επίπεδο, για την ελάφρυνση του αστικού μετώπου.
Το κτήριο, όπως προτείνεται να αναδιαμορφωθεί, χωρίζεται σε τέσσερα επίπεδα. Στο ισόγειοτοποθετούνται χρήσεις αγοράς τροφίμων από διάφορες εθνικότητες, ενσωματώνοντας ορισμένους χώρους εστίασης. Στο επίπεδο του μεσοπατώματος, οι προσφερόμενοι χώροι αποτελούν τμήμα της εσωτερικής λειτουργίας των εμπορικών μονάδων, καθώς συνδέονται με εσωτερικές σκάλες. Στον πρώτο όροφο απαντά η χρήση εστίασης, με τα πλευρικά τμήματα να στεγάζουν καταστήματα και στα δώματα να γίνεται η εκτόνωση. Επιπλέον, εντάσσεται η χρήση εκπαίδευσης σε θέματα μαγειρικής στον πρώτο όροφο του κτηρίου επί της οδού Ερμού.
Το τμήμα επί της Βασιλέως Ηρακλείου διαφοροποιείται λόγω των χώρων εστίασης που τοποθετούνται στο ισόγειο και εκτονώνονται στο μεσοπάτωμα, ενώ το δώμα του είναι υπαίθριο και προσβάσιμο απ’ όλους.
Στο επίπεδο του υπογείου χωροθετούνται οι βοηθητικοί χώροι (όπως οι αποθήκες των καταστημάτων), καθώς και οι χώροι υγιεινής του κτηρίου. Τέλος, οι δημόσιες, κατακόρυφες επικοινωνίες τοποθετούνται στις εγκάρσιες στοές του κτηρίου.