Γράφει ο Άγγελος Ν. Βάσσος
Έχουν μια μαγική αύρα
οι επιχειρήσεις εστίασης. Διαθέτουν μια παρηγορητική δύναμη ικανή να αμβλύνει τις γωνίες, να ελαφρύνει τα βάρη, να φτιάξει την ψυχολογία. Ένας αχνιστός, αρωματικός καφές με ένα κομματάκι μαύρης σοκολάτας ένα κρύο πρωινό του χειμώνα. Ένα καλοψημένο, έξοχα αρτυμένο κομμάτι κρέατος, τρυφερό και ζουμερό, για άμεση τόνωση εκείνες τις ημέρες που η δουλειά μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ και οι ώρες του 24ώρου δεν επαρκούν. Ένα αχνιστό ψαράκι σε λεμονάτο ζουμάκι με μία φέτα χειροποίητου, προζυμένιου ψωμιού για βουτιές – μια ανάμνηση μαμαδίστικης κουζίνας τα μεσημέρια του Σαββάτου. Ένα γλυκάκι «τόσο όσο» (με σοκολάτα, με κρέμα ή με σιρόπι, αδιάφορο – εδώ τα προσωπικά γούστα έχουν την πρώτη και την τελευταία λέξη) που έρχεται να μας παρηγορήσει σε στιγμές στενοχώριας ή που έχει τη δύναμη να μας δώσει μια «ένεση» ενέργειας, όταν ο κάματος της ημέρας μάς καταβάλλει. Ένα ποτήρι κρασί (λευκό, κόκκινο, ροζέ, αφρώδες – ό,τι λαχταρά καθένας) ένα μεσημέρι, καθισμένοι στο τραπέζι ενός εστιατορίου σε μια πλατεία, χαζεύοντας τον κόσμο· ένα απόγευμα σε κάποιο wine bar, παρέα με αγαπημένους φίλους, με γέλια και χαρές και πειράγματα και αγάπη· ένα βράδυ με το έτερον ήμισυ, μπροστά από τη φλόγα του τζακιού.
Έχουμε συνδέσει
το φαγητό, σε κάθε του μορφή, με όμορφες στιγμές στη ζωή μας. Με ένα κάλεσμα, με μια ευτυχισμένη στιγμή, με ένα ταξίδι, με μια έξοδο. Και όχι άδικα. Είναι μια απόλαυση που ικανοποιεί ταυτόχρονα όλες τις αισθήσεις – τη γεύση, με το γλυκό, το πικρό, το ξινό, το αλμυρό, το ουμάμι. Την όσφρηση, με το μοσχοβολιστό, το αρωματικό, το όξινο, το πιπεράτο. Την αφή, με την επαφή της πρώτης ύλης με τα χέρια μας. Την όραση, με τα χρώματα, τις υφές, τις φόρμες. Ακόμη και την ακοή – σίγουρα έχετε νιώσει την απόλαυση που προκαλεί το «κρατς» ενός φύλλου σφολιάτας ενώ απολαμβάνετε την αγαπημένη σας πίτα, το κριτσάνισμα της πετσούλας της χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας ή του πασχαλιάτικου αρνιού, την τραγανότητα ενός καλοψημένου ξηρού καρπού.
Ναι, το φαγητό είναι μία μορφή θρησκείας.
Όχι της θρησκείας του κοιλιόδουλου, αλλά εκείνης του εκλεπτυσμένου πιστού των επικούρειων απολαύσεων, εκείνων που μπορούν να δημιουργήσουν στιγμές ευωχίας. Και, ως θρησκεία, έχει τους «ναούς» της. Χιλιάδες «ναούς»: εστιατόρια, ταβέρνες, wine bars, μπιστρό, καφεκοπτεία, καταστήματα ξηρών καρπών, οινοποιεία και κάβες, ζαχαροπλαστεία, ντελικατέσεν, κρεοπωλεία, λαχανοπωλεία και οπωροπωλεία. Είναι τα μικρά ή μεγαλύτερα καθημερινά «προσκυνήματα», εκεί όπου αποζητούμε «ανάσες» από μια καθημερινότητα συχνά δυστοπική, που μας πνίγει, μας καταθλίβει, μας απογοητεύει.
Την εορταστική περίοδο,
αυτοί οι «ναοί» έχουν την τιμητική τους. Στολίζονται, φωταγωγούνται, γεμίζουν τις προθήκες τους με καλούδια και μας περιμένουν. Μέσα στην καταχνιά της εποχής, στη σύντομη διάρκεια της δεκεμβριάτικης ημέρας και της μακριάς δεκεμβριάτικης νύχτας, οι χώροι αυτοί μοιάζουν με κεριά σε σκοτεινό δωμάτιο.
«Ένα από τα πιο ωραία πράγματα στη ζωή
είναι που, σε κανονικά διαστήματα, πρέπει να σταματάμε ό,τι είναι αυτό που κάνουμε και να αφιερώνουμε την προσοχή μας στο φαγητό» είχε πει ο Λουτσιάνο Παβαρότι. Αν συνδυάσετε την άποψη του διάσημου ιταλού τενόρου με τη ρήση του Επίκουρου «Θα πρέπει να βρούμε με ποιον θα φάμε και θα πιούμε, πριν βρούμε τι θα φάμε και θα πιούμε», έχετε τη «συνταγή» των εορτών.
Να διαλέξουμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα.
Και να πάμε μαζί τους σε όποιον από τους «ναούς» των επικούρειων απολαύσεων προτιμάει καθένας μας, για να περάσουμε όμορφα. Να φάμε, να πιούμε, να κουβεντιάσουμε, να γελάσουμε. Να δημιουργήσουμε τις όμορφες αναμνήσεις του μέλλοντός μας. Το αξίζουμε όλο τον χρόνο και ειδικά τώρα, στις γιορτές. Χρόνια καλά, χρόνια πολλά, χρόνια νόστιμα.
«Κατεβάστε» το τεύχος ως e-book, ακριβώς όπως τυπώνεται στο χαρτί, εδώ: