Φωτογραφίες: Σάκης Γιούμπασης.
Είστε επικεφαλής τού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης από το 2016. Είστε ικανοποιημένη απ’ όσα έχετε πετύχει μέχρι τώρα, σε συνάρτηση με τους στόχους που είχατε θέσει στο ξεκίνημα της θητείας σας;
Ήδη πριν βρεθώ στο φεστιβάλ γνώριζα πολλά για τον φορέα και τις δραστηριότητές του. Όταν όμως ανέλαβα, γνώρισα σε βάθος τις ανάγκες και τις δυνατότητές του. Οι στόχοι, οι φιλοδοξίες και το όραμα που θέσαμε εξαρχής έχουν σε μεγάλο βαθμό υλοποιηθεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αναπροσαρμόστηκαν σύμφωνα με τις διαρκείς απαιτήσεις και τις ανάγκες τού οργανισμού και της εποχής.
Εδώ θα ήθελα να τονίσω ότι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός, που περιλαμβάνει πολύ περισσότερα απ’ όσα λέει ο τίτλος του. Το φεστιβάλ ως οργανισμός διοργανώνει όχι απλώς ένα, αλλά δύο διεθνή φεστιβάλ (το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ τον Μάρτιο και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου τον Νοέμβριο), ενώ, πέρα από αυτές τις δύο ετήσιες διοργανώσεις, στον οργανισμό υπάγονται δύο κινηματογράφοι με συνολικά τέσσερις αίθουσες, ένα μουσείο και μία βιβλιοθήκη. Παράλληλα, διαχειριζόμαστε εθνικές συλλογές, καθώς και αρκετά κτίρια ιστορικής σημασίας.
Η πρόκληση με την οποία ήρθα αντιμέτωπη με το που βρέθηκα σ’ αυτήν τη θέση ήταν να προσφέρω σταθερότητα και, παράλληλα, να αναζωογονήσω έναν θεσμό που είχε πληγεί βαρύτατα από την ελληνική κρίση (χωρίς όμως να λυγίσει, καθώς επέδειξε σθεναρή αντίσταση). Ένας επιπλέον στόχος ήταν –μέσα από τις δραστηριότητες, τον προγραμματισμό και την τεχνογνωσία μας– ένα βιώσιμο, εξωστρεφές και ανοιχτό πρότζεκτ, χρήσιμο για την κινηματογραφική βιομηχανία και ελκυστικό για το κοινό. Το πλάνο μας ήταν από την πρώτη στιγμή ξεκάθαρο: να αναπτύξουμε, να ενδυναμώσουμε, να προωθήσουμε το φεστιβάλ, χωρίς να υπονομεύσουμε την ταυτότητά του ως εμβληματικού δημόσιου πολιτιστικού θεσμού, που βρίσκεται στην υπηρεσία τού κοινού, αλλά και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις τής ευρωπαϊκής κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Πιστεύω ότι έχουμε καταγράψει πολλές επιτυχίες σε περισσότερα από ένα μέτωπα. Το φεστιβάλ είναι οικονομικά σταθερό και έχει εμπλουτίσει τις πηγές χρηματοδότησής του. Έχουμε, επίσης, προβεί σε ριζικό επανασχεδιασμό τού προγράμματος και έχουμε ενισχύσει τα βραβεία μας. Έχουμε εκσυγχρονίσει τα εργαλεία μας, έχουμε επαναπροσδιορίσει τις συνεργασίες μας και έχουμε ανασχεδιάσει την επικοινωνιακή μας πολιτική. Είμαι εξαιρετικά περήφανη για την πρόοδο που έχουμε πραγματοποιήσει στην πορεία αυτών των τεσσάρων ετών με την ομάδα των συνεργατών και με τον καλλιτεχνικό διευθυντή, Ορέστη Ανδρεαδάκη, με τον οποίο διατηρούμε μια σχέση εμπιστοσύνης και μια δημιουργική συνεργασία.
Σε ό,τι αφορά το 22ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, το οποίο τελικώς αναβλήθηκε λόγω κορωνοϊού (ενδεχομένως, απ’ ό,τι πληροφορούμαστε, να πραγματοποιηθεί κάποια στιγμή στα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου), πιστεύετε, καθώς περνούν τα χρόνια, ότι πλέον απευθύνεστε σε ένα ευρύτερο κοινό ή αποκλειστικά σε έναν μικρότερο πυρήνα από παραδοσιακούς «φανατικούς» τού ντοκιμαντέρ;
Το ντοκιμαντέρ ανοίγει τα φτερά του και ξεφεύγει από τον στενό κύκλο. Για του λόγου το αληθές, ρίξτε μια ματιά στις online πλατφόρμες υψηλής επισκεψιμότητας, οι οποίες επενδύουν στο είδος τού ντοκιμαντέρ. Αναλογιστείτε την επιτυχία τού ντοκιμαντέρ «Honeyland: στη γη τού άγριου μελιού», της ταινίας από τη Βόρεια Μακεδονία που απέσπασε οσκαρικές υποψηφιότητες σε δύο κατηγορίες: τόσο στην κατηγορία τού Καλύτερου Ντοκιμαντέρ όσο και σε εκείνη της Διεθνούς Ταινίας. Παράλληλα, το κοινό τής Θεσσαλονίκης επιδεικνύει ολοένα και μεγαλύτερο ενθουσιασμό για τα ντοκιμαντέρ. Τα νούμερα, εξάλλου, το πιστοποιούν: πέρσι το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ παρακολούθησαν περί τα 60.000 άτομα.
«ΝΙΩΘΩ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΑ, ΜΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ. ΕΧΩ ΥΙΟΘΕΤΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΜΟΥ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ, ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ, ΕΧΩ ΦΙΛΟΥΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – ΑΝ ΚΑΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΩ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΠΟΛΛΑ ΑΠΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ, ΠΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΜΟΥ… ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΟΜΩΣ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΩ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ, ΜΙΑ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΣΚΩ ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ, ΑΠΟΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΠΑΥΣΗ».
Ποια είναι η γνώμη σας για το ελληνικό σινεμά;
Τα τελευταία δέκα χρόνια το ελληνικό σινεμά έχει γνωρίσει μιαν απίστευτη άνθιση. Μια ολόκληρη γενιά από νέους σκηνοθέτες έχει κάνει την εμφάνισή της τόσο στον χώρο τού ντοκιμαντέρ όσο και στη μυθοπλασία – και μπορώ με περηφάνια να πω ότι το φεστιβάλ έχει διαδραματίσει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν την «έκρηξη», μέσα από τις δράσεις τής Αγοράς, που έχουν ευθεία διασύνδεση με τη βιομηχανία τού κινηματογράφου.
Αυτή η δυναμική που έχει αναπτυχθεί, όπως ανέφερα και νωρίτερα, δεν εξαντλείται στις ταινίες μυθοπλασίας. Χάρη στις διεθνείς συμπαραγωγές, τα ελληνικά ντοκιμαντέρ ανεβαίνουν διαρκώς επίπεδο, αποκτώντας πρόσβαση και απήχηση σε διεθνές κοινό – όπως, για παράδειγμα, η ταινία «Όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες», η οποία ξεκίνησε τη διαδρομή της πέρσι στη Μπερλινάλε, γνώρισε τεράστια επιτυχία τόσο στο φεστιβαλικό όσο και στο τηλεοπτικό κύκλωμα και ήταν η επίσημη πρόταση της Ελλάδας φέτος, στα Όσκαρ. Το «Dolphin Man» γνώρισε επίσης μεγάλη επιτυχία, βρίσκοντας διανομή σε πολλές χώρες και διαγράφοντας πολύ καλή πορεία στο box office.
Πιστεύετε ότι ένα φεστιβάλ, όπως το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή έμπνευσης για νέα ταλέντα, τα οποία θα παρακινήσει να ασχοληθούν ενεργά με το είδος τού ντοκιμαντέρ;
Το ελπίζουμε. Οι νέοι και ταλαντούχοι δημιουργοί είναι πάντοτε ευπρόσδεκτοι. Όχι μόνο στις σκοτεινές αίθουσες, με σκοπό να διευρύνουν τους κινηματογραφικούς τους ορίζοντες, αλλά και στην Αγορά, η οποία φιλοξενεί ένα ευρύ φάσμα από επαγγελματικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων η κατάρτιση των ανερχόμενων ελλήνων δημιουργών. Σε αυτό το πνεύμα, στην προετοιμασία μας για το 22ο Φεστιβάλ είχαμε συμπεριλάβει ένα νέο διαγωνιστικό τμήμα με την επωνυμία «Newcomers», στο οποίο 12 νέοι σκηνοθέτες παρουσιάζουν το πρώτο ή το δεύτερο ντοκιμαντέρ τους, διεκδικώντας τον «Χρυσό Αλέξανδρο» και το Βραβείο τής Επιτροπής.
Ποιες είναι οι προτεραιότητές σας από εδώ και στο εξής, όσον αφορά το Φεστιβάλ Κινηματογράφου;
Οι προκλήσεις είναι πολλές και αδιάκοπες, καθώς η κινηματογραφική βιομηχανία δεν έχει σταματήσει να εξελίσσεται από τότε που γεννήθηκε η τέχνη τού κινηματογράφου. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, καθώς όλες οι υπάρχουσες δομές και στρατηγικές βρίσκονται διαρκώς σε αμφισβήτηση και επαναδιαπραγμάτευση, με το τοπίο να αλλάζει συνέχεια μορφή. Η αποστολή μας διαμορφώνεται μέρα με τη μέρα, χωρίς κανένα περιθώριο για εφησυχασμό. Το μουσείο μας, για παράδειγμα, έχει ανάγκη από εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση. Αυτός είναι ένας από τους προσεχείς μας στόχους.
Αλήθεια… Νιώθετε Θεσσαλονικιά μετά από τόσα χρόνια στην πόλη;
Προφανώς και νιώθω Θεσσαλονικιά, με πολλούς τρόπους. Έχω υιοθετήσει στην καθημερινότητά μου το φαγητό, τον τρόπο ζωής, έχω φίλους στη Θεσσαλονίκη – αν και εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πολλά από ποδόσφαιρο, προς μεγάλη απογοήτευση των συνεργατών μου… Προσπαθώ όμως να διατηρήσω και τη ματιά ενός εξωτερικού παρατηρητή, μια απόσταση που μου επιτρέπει να ασκώ κριτική και αυτοκριτική, αποφεύγοντας την επανάπαυση.