«ΛΑΤΡΕΥΩ ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗ, ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΩ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΔΟΣ ΟΜΩΣ ΜΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΜΙΑΝ ΑΦΑΝΤΑΣΤΗ ΜΑΓΕΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ. ΤΟ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΣ ΕΞΑΡΧΗΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥΣ, ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟΥΣ ΚΟΣΜΟΥΣ, ΠΑΡΑΞΕΝΑ, ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ, ΤΟ ΝΑ ΑΝΑΛΥΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΘΕΑΤΕΣ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΥΣ, ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΥΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ, ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΣ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΑΣΥΓΚΡΙΤΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ –ΤΟ ΡΙΓΟΣ, ΤΟ ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ, ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΞΗ, ΤΗΝ ΑΓΩΝΙΑ ΚΑΙ, ΤΕΛΙΚΩΣ, ΤΗ ΛΥΤΡΩΣΗ– ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΑΣΥΓΚΡΙΤΟ ΓΙΑ ΕΜΕΝΑ».
Είστε η καλλιτεχνική διευθύντρια των θεατρικών εργαστηρίων τής ΧΑΝΘ. Ποια είναι η εικόνα που έχετε αποκομίσει μέχρι στιγμής από το νέο δυναμικό τής πόλης; Υπάρχει ενδιαφέρον και προσέλευση; Και, αν ναι, έχετε εντοπίσει θεατρικά «φυντανάκια», στα οποία μπορούμε να προσβλέπουμε;
Η φετινή χρονιά μού επιφύλασσε μια πολύ σημαντική συνεργασία με ένα από τα πιο ιστορικά ιδρύματα τής χώρας. Η ΧΑΝΘ είναι ένας αξιοζήλευτος πόλος έλξης μικρών και μεγάλων – και χαίρομαι ιδιαιτέρως που αποτελώ μέλος μιας μεγάλης οικογένειας με εκπαιδευτικό όραμα στον χώρο τού θεάτρου.
Είναι επίσης γεγονός ότι η προσέλευση των καινούργιων μελών στα θεατρικά εργαστήρια είναι εντυπωσιακή. Γνωρίζοντας ότι η ΧΑΝΘ άλλαξε φέτος σελίδα μετά από 19 χρόνια, ομολογώ πως η εκ νέου διαμόρφωση των τμημάτων φάνταζε στην αρχή σαν ένα δύσκολο εγχείρημα. Ωστόσο, η εμπιστοσύνη που μου έδειξε η διοίκηση της ΧΑΝΘ να αναλάβω την καλλιτεχνική διεύθυνση των εργαστηρίων είχε ως αποτέλεσμα τη συμμετοχή περισσοτέρων από 50 νέων μελών (ενηλίκων, παιδιών και εφήβων).
Φυσικά ανάμεσά τους υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ταλέντο στην υποκριτική – αλλά, σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να αναφερθώ στη σπουδαιότητα της θεατρικής αγωγής στους ανθρώπους. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι τα θεατρικά εργαστήρια είναι ελεύθεροι τόποι έκφρασης και δημιουργίας. Είναι μέρη όπου οι συμμετέχοντες ανακαλύπτουν ξανά τον εαυτό τους, δοκιμάζουν τη φαντασία τους, ανοίγουν σώμα και πνεύμα, δημιουργούν φιλίες και, τέλος, χρησιμοποιούν το θέατρο ως έναν από τους κυριότερους μοχλούς προσωπικής ανάπτυξης. Διαφέρουν σημαντικά από τις θεατρικές σχολές, όπου δημιουργούνται ηθοποιοί. Τα θεατρικά εργαστήρια είναι πεδία εκτόνωσης, διασκέδασης και δημιουργίας.
Λέγεται ότι η Αθήνα έχει –αναλογικά με τον πληθυσμό της– περισσότερα θέατρα κι από τη Νέα Υόρκη. Περισσότερα θέατρα σημαίνουν, λογικά, περισσότερες παραστάσεις. Σημαίνουν όμως και καλύτερες παραστάσεις; Ποια είναι η κατάσταση, συγκριτικά, στη θεατρική σκηνή τής Θεσσαλονίκης σήμερα;
Αποτελεί γεγονός ότι είμαστε μια χώρα που παράγει πολύ θέατρο. Και είναι απολύτως φυσιολογικό, καθώς εδώ γεννήθηκε η ιερή ιδέα τού θεάτρου και την τιμούμε ιδιαιτέρως. Θυμάμαι ωστόσο στο παρελθόν, όταν ως «Θέατρο του Άλλοτε» ανεβάζαμε την παράσταση «Τυφλόμυγα» στο θέατρο «Αλκμήνη», στην Αθήνα, συγχρόνως έπαιζαν 1.800 παραστάσεις! Αδιανόητα μεγάλος αριθμός.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι ανεβαίνουν ποιοτικά άρτιες παραστάσεις… Όλοι όμως έχουμε δικαίωμα στην τέχνη. Το κοινό αποφασίζει, έτσι κι αλλιώς.
Πλέον, η Θεσσαλονίκη έχει να συναγωνιστεί τις μεγάλες παραγωγές όλης της χώρας. Υπήρχε μια εποχή που οι θεατρικές παραστάσεις τής Αθήνας επισκέπτονταν την πόλη μας μόνο κάθε Πάσχα. Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν παραστάσεις μεγάλων αθηναϊκών θιάσων που πρώτα κάνουν πρεμιέρα εδώ και μετά στην Αθήνα. Κάθε εβδομάδα έρχονται 4-5 μεγάλες παραστάσεις στην πόλη – και φυσικά για εμάς, τους τοπικούς θιάσους, η σύγκριση είναι αναπόφευκτη. Χαιρόμαστε όμως, επειδή το κοινό τής Θεσσαλονίκης μάς τιμά με γεμάτα θέατρα. Ο θεατής θα τη βρει την καλή παράσταση, επειδή, παρ’ όλη τη διαφήμιση, αυτό που θα γεμίζει πάντα τα θέατρα είναι το «στόμα με στόμα».
Ορισμένοι τείνουν να χαράσσουν διαχωριστικές γραμμές στο θέατρο – «εμπορικό» εναντίον «ποιοτικού», χρηματοδοτούμενο από το κράτος εναντίον των χρηματοδοτούμενων από ιδιώτες, «κλασικό» εναντίον «πειραματικού». Πόση αντανάκλαση στην πραγματικότητα έχουν αυτοί οι διαχωρισμοί; Υπάρχουν αντικειμενικές συνθήκες που διευκολύνουν ή δυσχεραίνουν τη θεατρική δημιουργία;
Θέλω να πιστεύω ότι οι διαχωριστικές γραμμές ανήκουν στο παρελθόν. Διαπιστώνουμε καθημερινά στη θεατρική πραγματικότητα ότι ένα ποιοτικό έργο μπορεί να γίνει εμπορικό – και το αντίθετο. Φυσικά, η τηλεόραση παίζει μεγάλο ρόλο στο θέατρο: είναι βέβαιον ότι ένας εμπορικός τηλεοπτικός ηθοποιός θα φέρει περισσότερο κόσμο στο θέατρο από κάποιον άσημο. Και, φυσικά, μια χρηματοδοτούμενη από το κράτος παράσταση έχει μια ευκολία που εμείς, που κάνουμε την παραγωγή μόνοι μας, δεν την έχουμε. Το κόστος μιας θεατρικής παραγωγής είναι τεράστιο, ειδικά αν επιθυμείς ένα άρτιο αποτέλεσμα: από την ασφάλιση των ηθοποιών μέχρι την κατασκευή των σκηνικών, τη διαφήμιση και δεκάδες άλλες παραμέτρους, το να ανεβάσεις μια παράσταση σε επαγγελματικό επίπεδο είναι τρομακτικά δύσκολο. Και το γεγονός ότι δεν έχεις λυμένα τα προβλήματα που δημιουργούνται από μια μη χρηματοδοτούμενη παράσταση δεν σου αφήνει πολύ χρόνο εμπνευσμένης δημιουργίας.
Αυτό όμως μας πεισμώνει πολύ και προσπαθούμε σκληρότερα. Πιστεύω όμως (και αυτό είναι το ελπιδοφόρο μήνυμα) ότι όλα έχουν ως αφετηρία τον θεατή. Και ο θεατής, πια, έχει εκπαιδευτεί στο θέαμα με ένα εντυπωσιακό, ειλικρινές κριτήριο – και το ξεπληρώνει με χειροκρότημα και γεμάτη πλατεία στις καλές παραστάσεις.
Οι θεατρικές παραστάσεις τις οποίες επιμελείστε είναι συνήθως αρκετά «σκοτεινές». «Σκοτεινή» χαρακτηρίζουν αρκετοί και τη Θεσσαλονίκη, ως μια πόλη που, στη διαχρονία της, είχε πολλές στιγμές που στιγματίστηκαν από άλυτα εγκλήματα, πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, πόλωση, διχασμό. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η φυσιογνωμία τής δουλειάς σας συμβαδίζει με τον χαρακτήρα τής Θεσσαλονίκης. Θα συμφωνούσατε με μια τέτοια ερμηνεία;
Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι και ομολογώ πως έχει ένα ενδιαφέρον αυτή η σύγκριση… Πιστεύω και εγώ πραγματικά ότι η Θεσσαλονίκη είναι μια σκοτεινή πόλη. Και για όλα όσα προαναφέρατε, αλλά κυρίως για έναν κρυφό συντηρητισμό. Φαντάζομαι ότι όλοι εμείς που ζούμε και εργαζόμαστε εδώ κάνουμε ό,τι μπορούμε, για να ρίξουμε λίγο φως σ’ αυτά τα σκοτεινά σημεία, αλλά μερικές φορές παλεύουμε με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Όταν ανεβαίνει μια παράσταση και έξω από το θέατρο συγκεντρώνονται πιστοί και ιερείς με εικόνες και σταυρούς χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα για την παράσταση, όταν λογοκρίνονται έργα επειδή δεν αρέσουν σε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, όταν καταστρέφονται αφίσες, επειδή προσβάλλουν μιαν απαρχαιωμένη, πουριτανική αισθητική, τότε, ναι: νιώθεις το σκοτάδι να τυλίγεται αποπνιχτικά.
Παρ’ όλα αυτά, το «Θέατρο του Άλλοτε», αν και σκοτεινό, καταπιάνεται με έργα στα οποία αναζητούμε αποκρυσταλλωμένο το πραγματικό φως. Πιστεύω ακράδαντα πως μόνο σκάβοντας βαθιά μέσα μας βγαίνουμε στο πραγματικό Ιερό Φως.
Κάπου εδώ θέλω να αναφέρω ένα μικρό απόσπασμα από το «Σαχ Ναμέ», το Βιβλίο των βασιλέων τού Φιρντουσί:
– «Φοβάστε το σκοτάδι;».
– «Όχι, μέσα του νιώθω άνετα».
Μιλώντας για φως και σκοτάδι… «Ηθοποιός σημαίνει φως». Αν αυτό ισχύει, τι σημαίνει το να είναι κάποιος σκηνοθέτης;
Νομίζω πως είναι η πηγή. Η πηγή όλων. Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στις δύο ιδιότητές μου, σίγουρα θα διάλεγα αυτήν της σκηνοθέτιδος.
Λατρεύω την υποκριτική, γι’ αυτό και τη διδάσκω: ο ρόλος τής σκηνοθέτιδος όμως μου προσφέρει μιαν αφάνταστη μαγεία στη ζωή μου. Το να δημιουργείς εξαρχής καινούργιους, συγκλονιστικούς κόσμους, παράξενα, σουρεαλιστικά τοπία, το να αναλύεις και να προσφέρεις στους θεατές συναρπαστικούς, πολύπλοκους χαρακτήρες, να δημιουργείς εκείνη την ασύγκριτη αίσθηση των συναισθημάτων –το ρίγος, το ξάφνιασμα, την έκπληξη, την αγωνία και, τελικώς, τη λύτρωση– είναι κάτι ασύγκριτο για εμένα. Απολαμβάνω να αφαιρώ από τον θεατή την ασφαλή θέαση και να τον κάνω κομμάτι τού δράματος, να νιώθει ό,τι νιώθει και ο ήρωας κάθε έργου, να σπαρταρά στον ρεαλισμό τής εικόνας που του προσφέρω. Είναι μοναδικό το συναίσθημα. Μοναδικό και αξεπέραστο.
Ποιο είναι το επόμενο σκηνοθετικό σας στοίχημα; Έχετε απωθημένα που δεν έχετε εκπληρώσει ακόμη;
Έχω άπειρα απωθημένα. Πολλές φορές απογοητεύομαι για τον λιγοστό χρόνο που έχω σ’ αυτήν τη γη και για τα αμέτρητα πράγματα που θα ήθελα να κάνω. Δουλεύω ασταμάτητα, για να μη φύγω με εκείνο το αίσθημα του ανεκπλήρωτου. Ξέρω πως δεν γίνεται, όσο περισσότερα αγαπημένα έργα ανεβάσω, ωστόσο, τόσο πιο ευτυχής θα είμαι.
Το επόμενό μας εγχείρημα δεν είναι ανακοινώσιμο ακόμη, θα κάνει πάντως πρεμιέρα αρχές Ιανουαρίου στο θέατρο «Αυλαία». Συγχρόνως, ετοιμαζόμαστε για το project «ΔΟΞΑ» των εργαστηρίων μου, στο πλαίσιο του οποίου οι «μαθητές» θα υποδυθούν ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο από το παγκόσμιο στερέωμα, σε μια ευφάνταστη παρέλαση προσωπικοτήτων. Η παρουσίαση θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 10 Δεκεμβρίου, στις 21:00 – και φυσικά τα έσοδα, όπως κάθε φορά, θα διατεθούν για να αγοράσουμε όσο περισσότερα περιοδικά δρόμου «Σχεδία» μπορούμε.