fbpx

Citymagthess.gr

Οι Θεσσαλονικείς: Στέφανος Τσιτσόπουλος

Μοιραστείτε το

Ζείτε τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα – είστε, θα λέγαμε, ένας «Θεσσαλονικιός τής Διασποράς»… Επισκεπτόμενος πλέον τη Θεσσαλονίκη κατά καιρούς (σε μια τέτοια επίσκεψη σας βρίσκουμε αυτές τις ημέρες), θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς βρίσκετε την πόλη: ίδια με αυτήν που αφήσατε ή αλλαγμένη – και, αν ναι, προς ποια κατεύθυνση;

Δεν μου πάει η γκρίνια, αλλά θα το πω: μακράν προς το χειρότερο. Αν εξαιρέσω τον τουρισμό και την εστίαση που, όπως διαπίστωσα, δουλεύουν «τούρμπο», όλη η άλλη πόλη, κέντρο και συνοικίες, τελούν παραδομένες σε μποτιλιάρισμα, κακοτεχνίες, σκουπίδια και καλλωπιστικά μερεμέτια που, δυστυχώς, δεν αρκούν για να θεωρηθεί η Θεσσαλονίκη το ίδιο φιλική, παραμυθιάρα και εξωτική για τον ντόπιο, όπως και για τον ξένο περιηγητή.

Μένω στην Άνω Πόλη. Όλον τον Αύγουστο, τα μικρά λεωφορειάκια που εξυπηρετούν την άνοδο και την κάθοδό μας ήταν εκτός κυκλοφορίας, λόγω βλάβης (μα, όλα;..). Στην πλατεία Αριστοτέλους είδα λάιβ τον «γκουρού» τού εξορκισμού, Χάρη Τσακωνίδη, να αποτάσσει σατανάδες και τελώνια, άνετος κι ωραίος, και τις προάλλες (δύο εβδομάδες πριν), που ειδοποίησα τη δημοτική υπηρεσία αποκομιδής μεγάλων αντικειμένων να περάσει από την πλατεία Βασίλη Τσιτσάνη, για να μαζέψει κάποια ογκώδη, μου είπαν πως θα περάσουν, αλλά στο πολύ λάου-λάου, επειδή, δυστυχώς, τα οχήματα δεν φτάνουν για άμεση αποκομιδή. Ακόμη τα περιμένω. Τι να το κάνω που οι σεφ στο «Χαρούπι», το «Τριζόνι», τη «Μασσαλία» και το «Όλυμπος Νάουσα» δίνουν τα ρέστα τους στην κουζίνα; Ή που συγκινούμαι με τη διαπίστωση πως στα μπαρ «Θερμαϊκός» και «Residents» ο χρόνος πέρασε και δεν τα ακούμπησε· οι καλύτερες μουσικές, τα καλύτερα παιδιά. Δεν μου φτάνει. Το βράδυ τής Παρασκευής πριν από το πρώτο ΣΚ της Έκθεσης, βολτάροντας στην παραλία, η θάλασσα ξέβρασε αφόρητη βρόμα και δυσωδία. Και ένα απόγευμα που ανέβηκα στον ανακαινισμένο Κεδρηνό Λόφο, αγναντεύοντας τον κόλπο πανοραμικά, μελαγχόλησα με τη θέα και το μπετόν, που περισσότερο την κάνουν να μοιάζει με τη Λωρίδα τής Γάζας παρά με τη Βαρκελώνη ή το Βερολίνο, όπως βαυκαλίζονται κάποιοι.

Θεσσαλονίκη Vs Αθήνα: ποια στοιχεία σάς ενοχλούν στη μία και ποια στην άλλη πόλη; Κι αν με κάποιον θαυματουργικό τρόπο μπορούσε η μία πόλη να «δανειστεί» κάποια καλά χαρακτηριστικά τής άλλης, ποια πιστεύετε ότι θα έπρεπε να είναι αυτά στη μία και στην άλλη περίπτωση;

Για να εξηγούμαστε και για να μην παρεξηγούμαστε: αν εξαιρέσεις την Αθήνα-εργασιακό κόμβο, που προσφέρει περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες, μη φαντάζεσαι πως η εκεί καθημερινότητα είναι καλύτερη ή πιο ανθρώπινη. Απλά υπερτερεί σε πράσινο (δεν έχουμε Πεδίο Άρεως ούτε Εθνικό Κήπο), μουσεία, συναυλίες (ντροπή και όνειδος για τη Θεσσαλονίκη που κανένας διοργανωτής δεν ανέβασε κι εδώ την αποχαιρετιστήρια τουρνέ των Belle and Sebastian) και, φυσικά, πιο εύκολα προσβάσιμες θάλασσες: στη Γλυφάδα και στη Βάρκιζα (μισή ώρα από το σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη) κολυμπάμε από τον Απρίλιο σε μπλε σημαίες.

Αλλά γιατί να μπει η Θεσσαλονίκη στο τριπάκι τής ανταλλαγής με την Αθήνα; Ό,τι θέλει από την πόλη μας, το παίρνει άνετα η Αθήνα. Αναγκαστικά, αν κάνεις θέατρο, μουσική, σινεμά και λοιπές καλές τέχνες, θα μετοικήσεις εκεί όπου είναι η αγορά. Προτείνω να κοιτάξουμε τη Βαρκελώνη και το Μιλάνο, το Μάντσεστερ και την Αμβέρσα. Η Θεσσαλονίκη πρέπει να πάψει να αλληθωρίζει προς τον αττικό νότο (δεν είναι παράδεισος, επαναλαμβάνω), αλλά να φτιάξει ένα πλάνο πιο ευρωπαϊκό και κοσμοπολίτικο, όπως τα κατάφεραν οι παραπάνω πόλεις.

Δημοσιογράφος, περιοδικατζής, ραδιοφωνικός παραγωγός, αλλά και συγγραφέας – πριν από περίπου έναν χρόνο κυκλοφόρησε το νέο σας λογοτεχνικό πόνημα με τίτλο «Τα Χλωμά Σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη», από τις Εκδόσεις Οξύ. Ποια ιδιότητα θεωρείτε ότι σας εκφράζει καλύτερα;

Πάντοτε προτιμούσα, όταν με ρωτούσαν (καλή ώρα!), την ιδιότητα του storyteller. Στα περιοδικά ενίσχυα τις ιστορίες μου με εικόνες και στο ραδιόφωνο τις έντυνα με μουσικές. Στη λογοτεχνία, τόσο στα «Χλωμά Σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη» όσο και στο πρώτο μου μυθιστόρημα («Ροκ Σταρ», Εκδόσεις Μεταίχμιο), βρήκα ένα πεδίο πιο ανοιχτό από τις συμβάσεις ή τις σκληρές νόρμες που επιτάσσει και επιβάλλει, πλέον, η νέα μιντιακή αφήγηση. Τα ραδιόφωνα παίζουν πλέιλιστ (νοσταλγώ τον 88μισό και τον Republic, όταν τον διεύθυνα) και τα περιοδικά μάς αποχαιρέτησαν (παρεμπιπτόντως, είστε το πιο καλαίσθητο φρι πρες τής πόλης). Η λογοτεχνία και τα εικαστικά μού παρέχουν, προς το παρόν, μια μεγαλύτερη ελευθερία ως το storytelling μου, που πάντοτε ήταν αδέσποτο, άναρχο και sui generis.

Μιλώντας για τις πολλές ιδιότητές σας, είστε ο επιμελητής τής έκθεσης «Love me tender», που φιλοξενείται ώς τις 30 Σεπτεμβρίου στη γκαλερί τής Λόλας Νικολάου, στη Θεσσαλονίκη. Μια έκθεση που, όπως γράφετε κι εσείς στον κατάλογό της, αφορά στην ορατότητα, τον σεβασμό, την αγάπη και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού χωρίς χλεύη ή εξαναγκασμό τής επιθυμίας. Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια η Θεσσαλονίκη έχει κάνει βήματα προς μια πιο ανοιχτή κοινωνία – μόλις τον περασμένο Ιούνιο η πόλη φιλοξένησε το 10ο Pride της. Αρκούν αυτές οι κινήσεις για να αλλάξει η νοοτροπία μας; Πόσο πιο ανοιχτή πόλη θεωρείτε ότι είναι πλέον η Θεσσαλονίκη;

Το θέμα δεν είναι πόσο ανοιχτή είναι η κοινωνία τής Θεσσαλονίκης ή της Αθήνας ή της άλλης πατρίδας μου, της Ξάνθης, αλλά πόσο το κράτος-θεσμοί διασφαλίζουν με νόμους και πράξεις το δικαίωμα όλων των ανθρώπων στην ερωτική επιθυμία, τον αυτοπροσδιορισμό και τα ίσα δικαιώματα. Τα Pride είναι και γιορτή, αλλά και μια συνεχής υπενθύμιση-σάλπισμα-κάλεσμα και περισσότερη πίεση, ώστε κάποτε να τελειώσουν όλα αυτά και να ξεκινήσει η πραγματική γιορτή τής αγάπης.

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΠΕΙ Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΟ ΤΡΙΠΑΚΙ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ; Ο,ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΑΣ, ΤΟ ΠΑΙΡΝΕΙ ΑΝΕΤΑ Η ΑΘΗΝΑ. ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ, ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ ΘΕΑΤΡΟ, ΜΟΥΣΙΚΗ, ΣΙΝΕΜΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΘΑ ΜΕΤΟΙΚΗΣΕΙΣ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΟΡΑ. ΠΡΟΤΕΙΝΩ ΝΑ ΚΟΙΤΑΞΟΥΜΕ ΤΗ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΛΑΝΟ, ΤΟ ΜΑΝΤΣΕΣΤΕΡ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΒΕΡΣΑ.

Ποια κομμάτια περιλαμβάνει το soundtrack της Θεσσαλονίκης; Τι είναι, τελικά, η πόλη; Ποπ, ροκ, σόουλ, ρέγκε, φανκ, τζαζ, μπλουζ, παραδοσιακά ή κάτι άλλο;

Κάποτε, ναι, όλα τα παραπάνω που λες, με Τρύπες, Σπαθιά, Nasa Funk και Βόρεια Αστέρια. Σήμερα, δυστυχώς, ο μόνος ήχος που ακούω είναι φτηνά λαϊκά, χαζοπόπ και ακατάληπτα τραπ. Ο μόνος που δικαιούται να περηφανεύεται πως ο ήχος του μιλά για τη Θεσσαλονίκη τού τώρα είναι ο Λεξ. Ο τελευταίος του δίσκος, Μετρό, είναι μούρλια. «Δεν παίζουμε ζάρια, μονάχα αμάξια και σπίτια στο ΚΙΝΟ, εδώ δεν είναι Μπρούκλιν, δεν είναι Σικάγο, δεν είναι Λονδίνο. Σαλούγκα! Ανησυχεί μη λιώσουν οι πάγοι και πνιγούμε απ’ τα κύματα, της λέω ‘ξέχνα τα αυτά, εδώ είναι Βαλκάνια, έχουμε άλλα προβλήματα’. Έι, έι, επώνυμα ρούχα να νιώθουμε ωραίοι, ξέρω τι φταίει που ανησυχώ μη γεράσουμε νέοι[…]. Η πόλη είναι υγρή, γλιστράνε ταράτσες κι οι φωταγωγοί της, αν τα πάμε καλά καμαρώνει για μας σαν να είμαστε οι γιοι της».

Αν σας ζητούσα να προτείνετε σε κάποιον που δεν έχει βρεθεί ποτέ στη Θεσσαλονίκη τα καλύτερα σημεία στην πόλη, αυτά που δεν πρέπει να φύγει χωρίς προηγουμένως να τα έχει επισκεφτεί ή να τα έχει δοκιμάσει, ποια θα ήταν αυτά; Ποια είναι η αγαπημένη Θεσσαλονίκη τού Στέφανου Τσιτσόπουλου;

Τα βιβλία τού Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, του Γιώργου Ιωάννου και του μέγιστου Γιώργου Σκαμπαρδώνη: εδώ μέσα παρελαύνει η αληθινή πόλη και όχι αυτή των πυροτεχνημάτων κάθε εποχής, που παραμυθιάζουν με τα χρώματα και την πρόσκαιρη λάμψη τους, αλλά σβήνουν γρήγορα κι ύστερα πάλι σκοτάδι, υγρασία και μοναξιές. Τα ποιήματα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου και της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, η συλλογή τής Ρωσικής Πρωτοπορίας στο μουσείο τής Σταυρούπολης, ο «Μύλος» τού Νίκου Στεφανίδη, τότε που η νέα Θεσσαλονίκη βρήκε καταφύγιο και μεγαλούργησε. Εδώ κι αν δεν έπρεπε να γίνονται walking tours και υπενθυμίσεις για το τι κατάφερε να κάνει κάποτε αυτή η πόλη!

Το γαλακτοπωλείο «Δορκάδα» στην Κασσάνδρου, η κουζίνα τής «Μασσαλίας» τού Νίκου Καρδαρά και του Γιάννη Παντζίκη, η θέα από τα Κάστρα (ακόμη να βρω τι εφύλαγε τελικά ο Χαμαιδράκοντας), το σνακ μπαρ «Εξπρές» στην Τούμπα και το εστιατόριο «Διάβαση» στη Παύλου Μελά, γιατί ο γύρος και τα σουτζουκάκια στην Αθήνα καλά μεν, αλλά τούτους δεν τους πιάνει. Τα μπισκότα με βούτυρο και κακάο της «Sugarela», το μπουγατσάν τού «Estrella» και η αλμυρή τού «Χατζή», όλα τα τραγούδια τού Νάστα και των Xaxakes και το χιούμορ μετά μουσικής τού Διογένη Δασκάλου και των Monie & Monie Conniente, όταν παίζουν στα πέριξ. Τα κοκτέιλ, η κουζίνα και οι μουσικάρες που άκουγα όλο το καλοκαίρι στo «Casablanca Social Club» τής Όλγας και η νέα Αγορά Μοδιάνο, όπως λάμπει τη νύχτα και χαρίζει στη νύχτα τής Βασιλέως Ηρακλείου αίγλη παρισινού δρόμου.


Μοιραστείτε το

Κύλιση στην κορυφή

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να διαβάσετε την Πολιτική απορρήτου.

Ρυθμίσεις Cookies

Παρακάτω μπορείτε να επιλέξετε ποια cookies θα επιτρέψετε σε αυτή την ιστοσελίδα. Πατήστε στην αποθήκευση ρυθμίσεων για να εφαρμόσετε την επιλογή σας.

ΛειτουργικάΗ ιστοσελίδα για να δουλέψει χρησιμοποιεί κάποια απαραίτητα λειτουργικά cookies.

ΣτατιστικάΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για στατιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να βελτιώσουμε το περιεχόμενο που σας προσφέρουμε.

Κοινωνικά ΔίκτυαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies από τα κοινωνικά δίκτυα, ώστε να μπορούμε να σας δείξουμε περιεχόμενο από πλατφόρμες όπως το YouTube και το FaceBook. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΔιαφημίσειςΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για διαφημιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να σας προσφέρουμε περιεχόμενο που σας ενδιαφέρει. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΆλλαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί και ορισμένα cookies από υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες