«Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ, ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ ΚΕΝΤΡΟ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΕΙΧΕ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΡΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΙΧΕ 55 ΣΥΝΑΓΩΓΕΣ. ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΘΑ ΣΗΜΑΙΝΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΝΑ ΕΙΧΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ 55 ΚΤΙΡΙΑ ΣΥΝΑΓΩΓΩΝ – ΚΙ ΑΣ ΜΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΑΝ; ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ, ΟΠΟΥ Η ΕΒΡΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ, Ο ΔΗΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΞΑΝΑΧΤΙΖΕΙ ΤΙΣ ΣΥΝΑΓΩΓΕΣ, ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΠΕΙΔΗ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΩΝ ΑΠ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ».
Έχουμε μια νέα κυβέρνηση, έναν νέο δήμαρχο και έναν περιφερειάρχη με αναβαπτισμένη εντολή. Αν ζητούσαν τη συμβουλή σας για το τι θα έπρεπε να κάνει η Θεσσαλονίκη, ώστε να τα πάει καλύτερα, τι θα τους λέγατε;
Αυτό που θα μπορούσε να γίνει σε τοπικό επίπεδο, άμεσα και ρεαλιστικά, είναι να κινηθούμε στον δρόμο που έγκαιρα αντιλήφθηκε και χάραξε ο απελθών δήμαρχος: πάνω στον τουρισμό, αλλά σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Η Θεσσαλονίκη διαθέτει βυζαντινά μνημεία, τα οποία ουδέποτε καταβλήθηκε σοβαρή προσπάθεια να αξιοποιηθούν τουριστικά, παρότι βασική ταυτότητα της πόλης είναι η βυζαντινή –σε συνδυασμό με την αθωνική παράδοση και το Άγιον Όρος, το οποίο αποτελεί πνευματική και γεωγραφική συνέχεια της Θεσσαλονίκης– και παρά το γεγονός ότι διαθέτουμε εξαιρετικούς βυζαντινολόγους.
Δεύτερο σκέλος τού ίδιου δίπτυχου είναι η μουσουλμανική παρουσία στη Θεσσαλονίκη, η οποία επί 5 αιώνες ήταν πάρα πολύ πλούσια. Η παράδοση αυτή έχει καταγραφεί ελάχιστα. Σκεφτείτε ότι δεν υπάρχει τομέας Μουσουλμανικών Σπουδών, εκτός από κάτι αναιμικό που πέρασε με χίλιες δύο αντιδράσεις στη Θεολογική Σχολή – αλλά δεν είναι αυτό που εννοώ… Δεν υπάρχει, ας πούμε, μια έδρα που να είναι προσανατολισμένη στη νεότερη ιστορία τής Θεσσαλονίκης –και στη μουσουλμανική–, κάτι που συνδέεται με την αδυναμία τουριστικής αξιοποίησης. Υπάρχουν τουλάχιστον 20 ιεροί μουσουλμανικοί τόποι στη Θεσσαλονίκη που, αν προβάλλονταν σωστά, θα προσέλκυαν έναν πολύ μεγάλο αριθμό τουριστών από μουσουλμανικές χώρες.
Πιστεύετε ότι η κατάσταση που περιγράφετε έχει να κάνει με αδυναμία σύλληψης του σχεδίου, ώστε αυτό να εκτελεστεί; Ή μήπως η χρησιμότητα της συγκεκριμένης επιλογής γίνεται αντιληπτή, αλλά, για άλλους λόγους, δεν προωθείται;
Δεν νομίζω ότι έχει γίνει αντιληπτή η σημασία μιας τέτοιας επιλογής. Πρώτα απ’ όλα, οι άνθρωποι που ασχολούνται με τον τουρισμό στη Θεσσαλονίκη συνήθως δεν έχουν ιστορικές γνώσεις. Και συνήθως, ως καλοί Έλληνες, δεν συνεργάζονται με εκείνους που γνωρίζουν – και δεν εννοώ τον ομιλούντα, στη Θεσσαλονίκη έχουμε εξαιρετικούς τουρκολόγους, όπως επίσης και βυζαντινολόγους. Αν οι άνθρωποι που αποφασίζουν για τον τουρισμό τούς είχαν συμβουλευτεί, πιστεύω ότι θα άλλαζε πλήρως η οπτική τους.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την εβραϊκή παρουσία, η οποία ήταν ακόμη πιο έντονη, ακόμη πιο πλούσια. Και εδώ ισχύει το ίδιο: αυτοί που αποφασίζουν για τον τουρισμό έχουν αντιληφθεί μεν τη σημασία της, αλλά δεν κάνουν τον κόπο να αποταθούν σ’ εκείνους που μπορούν να τους συμβουλεύσουν επαγγελματικά, ώστε να αξιοποιήσουμε την εβραϊκή παράδοση της Θεσσαλονίκης, η οποία είναι πλουσιότατη.
Στο κομμάτι αυτό, βέβαια, η ίδρυση του Μουσείου Ολοκαυτώματος θα μπορούσε, λογικά, να προσελκύσει ακόμη περισσότερους επισκέπτες…
Και μόνο το γεγονός ότι μιλάμε για την ίδρυση ενός μελλοντικού μουσείου, ενώ σήμερα λειτουργεί ήδη ένα μουσείο με δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες –και με τον αριθμό τους να βαίνει αυξανόμενος– δείχνει ότι δεν ξέρουμε τι ακριβώς διαθέτει η Θεσσαλονίκη. Υπάρχει ήδη ένα μουσείο που έχει να επιδείξει μουσειακό πλούτο, που ανέπτυξε ψηφιακές εφαρμογές, οι οποίες αναπαριστούν τη Θεσσαλονίκη των τελευταίων αιώνων, κι εμείς μιλάμε για το μουσείο που θα γίνει στο μέλλον.
Πώς εκμεταλλευόμαστε τη Θεσσαλονίκη σήμερα, αύριο, χθες; Αν αύριο αντιληφθούμε ότι η μουσουλμανική παρουσία μπορεί να φέρει τουρίστες, θα κάνουμε ένα Μουσουλμανικό Μουσείο, που θα πάρει άλλα 20 χρόνια για να γίνει; Και μετά θα κάνουμε και κάτι ακόμη, ενδεχομένως για να καλύψουμε το ότι υπήρχε και χριστιανική κοινότητα στη Θεσσαλονίκη – η οποία πράγματι υπήρχε, ήταν πλούσια, είχε μια βλαχική παράδοση πάρα πολύ έντονη και θα μπορούσε να αποτελεί πόλο έλξης χριστιανών βλαχικής καταγωγής από ολόκληρο τον κόσμο; Υπάρχουν μνημεία αυτής της κοινότητας, όπως η στοά τού Αγίου Μηνά, η οποία καταρρέει.
Άρα, το ζήτημα δεν είναι αν έχουμε δυνατότητες. Το ζήτημα είναι πώς αποφασίζουμε.
Αν σας ζητούσα να μου αναφέρετε μία πολύ μεγάλη ευκαιρία στη διαχρονία τής πόλης, η οποία πήγε χαμένη, θα μπορούσατε να ξεχωρίσετε μία στιγμή που να περιγράφει μια τέτοια κατάσταση;
Βεβαίως. Η χαμένη ευκαιρία τής Θεσσαλονίκης ήταν αυτό που έγινε μετά τη μεγάλη πυρκαγιά τού 1917.
Το μέρος τής Αθήνας που προσελκύει καθημερινά αναρίθμητους τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο είναι η Πλάκα. Τι είναι η Πλάκα; Είναι η παλιά πόλη τής Αθήνας. Αν λοιπόν το 1917, αντί να μην επιτρέψουμε την ανοικοδόμηση της παλιάς πόλης, φροντίζαμε να χτιστεί μια νέα πόλη ανατολικά τής παλιάς, σήμερα θα είχαμε μιαν εξαιρετική Θεσσαλονίκη με μεγάλους δρόμους και πλατείες (διότι θα είχε χτιστεί σε κενό χώρο) και θα είχαμε και την παλιά πόλη, η οποία θα μπορούσε να προσελκύσει επισκέπτες πραγματικά από ολόκληρο τον κόσμο – διότι όλες αυτές οι παραδόσεις που λέμε, οι εβραϊκές, οι μουσουλμανικές, οι χριστιανικές, θα ήταν ζωντανές και παρούσες. Όπως ακριβώς στην παλιά Αθήνα, όπου οι δρόμοι έχουν το ίδιο όνομα εδώ και 200 χρόνια, το ίδιο θα συνέβαινε και στη Θεσσαλονίκη. Εδώ κάναμε το αντίθετο: χαλάσαμε την παλιά πόλη, φτιάξαμε μια δήθεν ευρωπαϊκή πόλη στη θέση τής παλιάς και, όσο γινόταν αυτό, χτίστηκαν δεκαπλάσια ακίνητα γύρω από την πυρποληθείσα πόλη, με δρόμους που βλέπουμε σήμερα, όπως οι οδοί Βελισσαρίου και Ρονστάν, που είναι ο ένας πιο στενός από τον άλλο.
Αυτή ήταν, κατά τη γνώμη μου, η χαμένη πολεοδομική, αλλά και οικονομική ευκαιρία τής Θεσσαλονίκης – διότι το γεγονός ότι δεν επετράπη να χτιστεί αμέσως η Θεσσαλονίκη στέρησε τους κατοίκους τής πόλης από τη γεωπρόσοδο επί 7 χρόνια, κάτι που τους κατέστρεψε και οικονομικά.
Είναι ρηξικέλευθο αυτό που λέτε, υπό την έννοια ότι αρκετοί θεωρούν την πυρκαγιά τού 1917 τη χρυσή αφορμή για τη Θεσσαλονίκη, ώστε να αλλάξει και να εξευρωπαϊστεί…
Εγώ απαντώ σ’ αυτό με το εξής επιχείρημα: φανταστείτε στη θέση τής Πλάκας ένα Παγκράτι. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε 1-2 εκατομμύρια τουρίστες λιγότερους στην Αθήνα κάθε χρόνο. Υπάρχουν περιοχές τής πρωτεύουσας, όπως ο Νέος Κόσμος, που ήταν μια τυπική μικροαστική περιοχή, όπου σήμερα τα ενοίκια και οι αξίες γης έχουν τριπλασιαστεί, διότι οι τουρίστες φροντίζουν να βρουν εκεί διαμονή, για να μπορούν να συχνάζουν στην Πλάκα.
Η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε, όπως και η Αθήνα, να έχει ένα παλιό, διατηρητέο κέντρο, το οποίο θα είχε παραδόσεις τριών πολιτισμών που σήμερα δεν υπάρχουν. Η Θεσσαλονίκη είχε 55 συναγωγές. Ξέρετε τι θα σήμαινε για την πόλη να είχαμε σήμερα 55 κτίρια συναγωγών – κι ας μη λειτουργούσαν; Στη Σμύρνη, όπου η εβραϊκή κοινότητα είναι επίσης περιορισμένη, ο δήμος τής πόλης ξαναχτίζει τις συναγωγές, ακριβώς επειδή αποτελούν σημείο προσέλκυσης τουριστών απ’ όλο τον κόσμο – διότι κάποιος παππούς ήταν από τη Σμύρνη, ήταν συνδεδεμένος με την τάδε γειτονιά ή με τη δείνα συναγωγή και οι απόγονοί του πηγαίνουν εκεί, για να δουν τις ρίζες τους. Αυτό χάσαμε στη Θεσσαλονίκη.