Παρότι οι περισσότεροι σας γνωρίζουμε ως προϊστάμενο του τμήματος Μάρκετινγκ και Χορηγιών στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, θα ήθελα να ξεκινήσω τη συζήτησή μας ενδεχομένως λίγο ανορθόδοξα, ζητώντας την άποψή σας βάσει της μεγάλης εμπειρίας και γνώσης σας στο αντικείμενο του μάρκετινγκ. Πόσο ευπώλητο «προϊόν» είναι, εντός και εκτός συνόρων, η Θεσσαλονίκη; Ποια είναι τα δυνατά και ποια τα αδύνατα σημεία της; Υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να κάνει, για να βελτιώσει τις επιδόσεις της;
Παρότι η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη «value-for-money», δεν έχει βρει τη θέση που της αξίζει στο ράφι. Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, σε πολλούς επισκέπτες ήταν μια σήμανση, μια αριστερή στροφή στην έξοδο από το αεροδρόμιο, καθώς πήγαιναν για Χαλκιδική. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην απουσία στρατηγικής και branding, στην πολυδιάσπαση των φορέων που ασχολούνται με αυτά και στην έλλειψη συντονισμού μεταξύ τους. Η ιστορία, η γαστρονομία, η διασκέδαση υπάρχουν, πολλές φορές όμως ασύνδετα μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής πόλης, πολλές φορές μάς κρατάει πίσω.
Βέβαια, το τελευταίο διάστημα έχουν γίνει κινήσεις που θα τη βοηθήσουν να αναδειχθεί, όπως το καινούργιο αεροδρόμιο, η ενδυνάμωση του λιμανιού, η πολυπόθητη ολοκλήρωση του μετρό. Η δυναμική, λοιπόν, που φαινόταν να ενισχύεται πριν από την πανδημία είναι πολύ πιθανό να επανέλθει σύντομα.
Εσάς, ως κάτοικο Θεσσαλονίκης, ποια είναι τα αγαπημένα σας σημεία στην πόλη, αλλά και κάποιες μικρές, αγαπημένες καθημερινές συνήθειες, τις οποίες θα προτείνατε σε έναν επισκέπτη;
Το κέντρο τής πόλης, η περιοχή γύρω από την Ικτίνου, που έχει σημαδέψει τα σχολικά μου χρόνια, έχει πολλά από τα αγαπημένα μου σημεία. Το «Local», το «Ergon», το «Cin Cin», η «Giulietta Spritzeria», ο «Νέος Γαλέριος», το «Urban» είναι μερικές από τις επιλογές που μπορεί να βρει κάποιος στην «καρδιά» τής πόλης.
Για να επιστρέψουμε στο κύριο επαγγελματικό σας αντικείμενο, στο Μέγαρο Μουσικής: πόσο δύσκολο είναι για έναν οργανισμό αυτού του μεγέθους να μπορέσει να ανταποκριθεί στην αποστολή του, στο πλαίσιο των δυσχερών οικονομικών συνθηκών που έχει δημιουργήσει η πανδημία;
Οι συνθήκες πάντοτε απαιτούσαν και θα απαιτούν εγρήγορση. Ειδικά για φορείς σαν το Μέγαρο, που καλείται να εκπληρώσει έναν πολυδιάστατο μουσικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό ρόλο. Ξέρετε, όμως, πολλές φορές δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο! Άρα, οι όποιες δυσκολίες κάνουν τη δουλειά μας ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, αφού κάθε φορά απαιτείται να είμαστε δημιουργικοί και ευρηματικοί.
ΠΑΡΟΤΙ Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΗ «VALUE-FOR-MONEY», ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΒΡΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΠΟΥ ΤΗΣ ΑΞΙΖΕΙ ΣΤΟ ΡΑΦΙ. ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΣΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΣΗΜΑΝΣΗ, ΜΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ, ΚΑΘΩΣ ΠΗΓΑΙΝΑΝ ΓΙΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ. ΑΥΤΟ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΚΑΙ BRANDING, ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΠΟΥ ΑΣΧΟΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ.
Με τις πρωτοβουλίες σας, έχετε δείξει εξαιρετικό έργο ως Μέγαρο ακόμη και στη διάρκεια της διετούς πανδημίας. Ποιο ή ποια πρότζεκτ από αυτά που τρέξατε στη διάρκεια των χρόνων που προηγήθηκαν θεωρείτε σημαντικότερο – ή, αν προτιμάτε, ποιο ήταν αυτό που σας έδωσε τη μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση; Υπάρχει κάποια νέα ιδέα, στην οποία δουλεύετε αυτήν την περίοδο;
Έχουμε πολλές αφορμές να είμαστε περήφανοι στο Μέγαρο. Η MOYSA, η Συμφωνική Ορχήστρα Νέων τού Μεγάρου, είναι σίγουρα μία από αυτές, καθώς από το 2015 έχει δώσει στα μέλη της αξιοζήλευτες εμπειρίες και συνεργασίες υψηλού επιπέδου, ενώ η Ορχήστρα μάς έχει χαρίσει μοναδικές συναυλίες. Θα ξεχωρίσω επίσης, στη μεγάλη λίστα των 22 χρόνων μας, το «Σινεμά με Θέα», το κοινό μας πρότζεκτ με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, το εργαστήριο «Ρυθμός, η κοινή μας γλώσσα», στο οποίο συμμετείχαν άτομα με απώλεια ακοής, τα μεγάλα μιούζικαλ και τις όπερες που παρουσιάσαμε.
Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι, σε προσωπικό επίπεδο, μου δίνει ικανοποίηση και η υποστήριξη που έχουμε από τους χορηγούς μας – και κυρίως η πολύχρονη και πολυεπίπεδη συνεργασία μαζί τους.
Όσο για τα νέα σχέδιά μας, είμαι σίγουρός ότι θα κερδίσουν το κοινό τής πόλης.
Πέραν των καθηκόντων σας στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, είστε αντιπρόεδρος στο διοικητικό συμβούλιο του Thessaloniki Convention Bureau (TCB). Πόσο ελκυστική είναι σήμερα η Θεσσαλονίκη ως συνεδριακός προορισμός; Υπάρχουν πράγματα που μπορούν να γίνουν, ώστε να προσελκύσει μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών αυτής της κατηγορίας;
Η Θεσσαλονίκη είναι όντως μια ελκυστική επιλογή, μια πόλη που συνδυάζει πολλά στοιχεία – μικρή και μεγάλη ταυτόχρονα, οικονομική σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, με πολλές διαδρομές για να περπατήσεις και πολλές προτάσεις. Αυτό είχε αρχίσει να αποτυπώνεται στις σχετικές λίστες πριν από την πανδημία: χαρακτηριστικά, θα αναφέρω ότι για τους συνεδριακούς προορισμούς στη λίστα τού ICCA –διαγράφοντας θεαματική άνοδο– η Θεσσαλονίκη ήταν το 2019 στην 39η θέση των προτιμήσεων στην Ευρώπη και στην 70ή παγκοσμίως.
Χρειάζεται όμως ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια, για να αναδείξει τα πλεονεκτήματά της και να αποκτήσει μόνιμη δυναμική, ώστε να μπορέσει να γίνει, για παράδειγμα, city break destination. Ακόμη καλύτερα, να είναι το επίκεντρο σε μια παλέτα τουριστικών-συνεδριακών επιλογών που, μέσα σε 60 λεπτά οδήγησης, να σε οδηγούν στη Βεργίνα, στην Αμφίπολη ή στη Χαλκιδική.
Η ανάπλαση της ΔΕΘ και τα υπόλοιπα έργα υποδομών θα δώσουν την επιπλέον ώθηση που θα βοηθήσει. Είναι όμως απαραίτητο να συνδυαστεί με τη σωστή στρατηγική, που θα εμπλέκει συντονισμένα όλους τους φορείς.
Βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή μιας νέας χρονιάς. Πώς θα θέλατε να σας βρει και να μας βρει το τέλος τού 2022, προσωπικά, αλλά και συλλογικά;
Με όλα αυτά που μας έλειψαν τα τελευταία χρόνια… Αγκαλιά με τα αγαπημένα μας πρόσωπα!