Πορτρέτα: Σάκης Γιούμπασης.
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη από το να σας δώσουμε τα συγχαρητήριά μας για τις πρόσφατες διακρίσεις σας στον 22ο Διεθνή Διαγωνισμό Οίνων και Αποσταγμάτων Θεσσαλονίκης. Με τη Μαλαγουζιά «Έναρξις» του Wine Therapy κατακτήσατε το χρυσό μετάλλιο και την ειδική διάκριση της καλύτερης Μαλαγουζιάς τού διαγωνισμού, με την υψηλότερη βαθμολογία. Πώς αισθάνεστε γι’ αυτό;
Αισθάνομαι δικαιωμένος, επειδή, μετά από 35 χρόνια αγώνα και αγάπης για το κρασί, κατάφερα τα κρασιά όχι μόνο τού Wine Therapy (κυρίως η Μαλαγουζιά, αφού τα τελευταία τρία χρόνια έχω πάρει δύο φορές την ειδική διάκριση για την καλύτερη Μαλαγουζιά στον διαγωνισμό τής Θεσσαλονίκης, το 2020 και το 2022), αλλά και εκείνα των οινοποιείων με τα οποία συνεργάζομαι να διακρίνονται με υψηλές βαθμολογίες και χρυσά μετάλλια σε ελληνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς.
Περάσατε, μεταξύ άλλων, από την Ευάγγελος Τσάνταλης, το Κτήμα Μιχαλάκη στην Κρήτη, την Κλαούντια Παπαγιάννη στην Αρναία και το Οινοποιείο Κωνσταντάρα. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε σε προσωπικό επίπεδο με την οινοποίηση;
Η απόφαση πάρθηκε τη στιγμή που είδα ότι σε όλα τα οινοποιεία με τα οποία είχα συνεργαστεί άρχισε να υπάρχει διάδοχη κατάσταση, να μπαίνουν τα παιδιά τους και να μη μπορούν να στηρίξουν έναν οινολόγο ενσωματωμένο στο δυναμικό τής εταιρείας. Έτσι, άρχισα να κάνω συμβουλευτική. Παράλληλα όμως φύτεψα ξανά το αμπέλι τού παππού με Μαλαγουζιά, μια ποικιλία την οποία δούλευα και αγάπησα για αρκετό καιρό, από την εποχή τής Παπαγιάννη, την περίοδο 2006-2007.
Τι σας έκανε να αποφασίσετε τη δημιουργία ενός δικού σας χώρου στη Ραιδεστό;
Όταν ολοκληρώθηκε η συνεργασία μου με την Παπαγιάννη, το 2012-2013 (και παρότι βρισκόμασταν ακριβώς πάνω στην κρίση), ένιωσα πολύ μεγάλη ανάγκη να φτιάξω κάτι δικό μου γύρω από το κρασί. Ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό – όχι ακόμη ένα οινοποιείο, αλλά έναν χώρο που θα απευθύνεται στον κόσμο που δεν του αρέσει απλώς το κρασί, αλλά αναζητά κάτι παραπάνω: να απολαύσει το κρασί που θα δοκιμάσει, να μιλήσει γι’ αυτό και να εξωτερικεύσει όλα τα συναισθήματα που του γεννά αυτή η εμπειρία.
Έτσι γεννήθηκε το Wine Therapy. Ο χώρος δεν είναι εστιατόριο, δεν είναι ταβέρνα, αλλά ούτε και αμιγώς οινοποιείο. Είναι ένας χώρος όπου πρωταγωνιστεί το κρασί. Μια σχέση σε προσωπικό επίπεδο. Γνωρίζω και γίνομαι φίλος με τους ανθρώπους που έρχονται και στη συνέχεια με αυτούς που θα φέρουν εκείνοι, με τη σειρά τους. Θα γνωριστούμε και θα γίνουμε μία παρέα. Είναι σαν να τους φιλοξενώ στο σπίτι μου.
ΕΧΕΙ ΔΟΘΕΙ ΩΘΗΣΗ ΣΤΟ ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΞΕΦΕΥΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΟΥΣ. ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΟΤΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΝ ΝΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΡΑΣΙΑ ΓΙΑ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ ΚΑΙ ΓΙΑ ΑΜΕΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ. ΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ, ΟΜΩΣ, ΣΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΕΧΟΥΝ ΔΩΣΕΙ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΗ ΩΘΗΣΗ ΣΤΟ ΚΡΑΣΙ. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ, ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ, ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ‘Η ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ, ΠΟΥ ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΜΙΚΡΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ, ΠΙΟ ΠΡΟΣΕΓΜΕΝΕΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΑΞΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΣΙ.
Τι θα βρει ο επισκέπτης;
Υπάρχουν οι αμπελώνες, ένα κτίριο όπου βρίσκεται ο χώρος τής οινοποίησης και της παλαίωσης και άλλος ένας χώρος, ο οποίος τυπικά είναι μια κάβα – εγώ τον αποκαλώ «κελάρι κρασιού», επειδή δεν φιλοξενεί άλλα ποτά. Φυσικά, υπάρχει και ο οινοχώρος, στον οποίον ο επισκέπτης μπορεί να καθίσει και να δοκιμάσει τα κρασιά. Θα βρει κρασιά μικρής παραγωγής – δικής μου παραγωγής, αλλά και κρασιά άλλων μικρών παραγωγών, φίλων και γνωστών, «επώνυμων» ή μη. Μπορείς να τα βρεις και σε κάποια κάβα, εδώ όμως θα βρεις ουσιαστικά ετικέτες ή χρονιές ή σοδειές που άρεσαν προσωπικά σ’ εμένα και επέλεξα να τις βάλω στον χώρο.
Οινοποιητικά, τι άλλο κάνετε αυτό το διάστημα;
Ένα δεύτερο αντικείμενο με το οποίο ασχολούμαι, εμπλουτίζοντας τη γκάμα των κρασιών μου, είναι ένας αμπελώνας στην Πορταριά Χαλκιδικής. Ανήκει στην Ψυχιατρική Κλινική τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για έναν αμπελώνα έκτασης 24 στρεμμάτων, τα σταφύλια τού οποίου εκμεταλλεύομαι μαζί με την Konstantara Wines, που επίσης βρίσκεται στην Πορταριά Χαλκιδικής και είναι το βασικό οινοποιείο στο οποίο κάνω τις οινοποιήσεις μου. Έτσι, εκτός από τη Μαλαγουζιά, που είναι η βασική ποικιλία τού δικού μου αμπελώνα, δημιουργώ και άλλες ετικέτες και άλλους κωδικούς.
Ένα τρίτο κομμάτι αφορά στην ενασχόλησή μου με το Ξινόμαυρο, τη σπουδαιότερη ερυθρή ποικιλία τής Βόρειας Ελλάδας και της Δυτικής Μακεδονίας ειδικότερα, η οποία μου άρεσε και μου αρέσει. Αφήστε που έχω και συναισθηματικούς δεσμούς με την ποικιλία… Όταν ήμουν στον Τσάνταλη, η μέλλουσα γυναίκα μου ήταν βιολόγος στον Μπουτάρη, στη Στενήμαχο Νάουσας. Ανέβαινα στη Νάουσα για το διεπαγγελματικό σωματείο και έτσι γνωριστήκαμε. Χωρίς, λοιπόν, να καλλιεργώ Ξινόμαυρο, αγοράζοντας έτοιμο κρασί από φίλους οινοποιούς από τις τέσσερις ΠΟΠ περιοχές τού Ξινόμαυρου (Αμύνταιο, Γουμένισσα, Νάουσα και Ραψάνη), το οποίο στη συνέχεια παλαιώνω σε δικά μου, γαλλικά βαρέλια, δημιουργώ ένα μπλεντ από μία ποικιλία, αλλά από τέσσερις διαφορετικές περιοχές και χρονιές.
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις στην πορεία σας στον χώρο τού κρασιού;
Ίσως η σημαντικότερη ήταν το 2015, όταν ξεκίνησα τη συνεργασία μου με ένα οινοποιείο στη Γεωργία, στην περιοχή τού Καχέτι. Πρόκειται για τη βασική περιοχή τής Γεωργίας όπου «γεννιούνται» κρασιά που παράγονται μέσα σε πιθάρια, τα οποία οι ντόπιοι αποκαλούν «κουέβρι». Είναι η παραδοσιακή μέθοδός τους. Ήταν ένα καινούργιο οινοποιείο, το οποίο στήσαμε μαζί από την αρχή, με καινούργιες δεξαμενές και ευρωπαϊκή τεχνολογία, πάντοτε ωστόσο στηριζόμενοι στη γεωργιανή φιλοσοφία οινοποίησης.
Εξίσου μεγάλη πρόκληση ήταν όταν ανέλαβα το οινοποιείο τής Παπαγιάννη. Ήταν ένα νέο οινοποιείο στην Αρναία Χαλκιδικής. Το 2006-2007, ερχόμενος από την Κρήτη και τον Μιχαλάκη, το στήσαμε από την αρχή. Παρά τις αρχικές δυσκολίες, ήταν μια επιτυχημένη συνεργασία, αφού τα κρασιά έτυχαν μεγάλων διακρίσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Πρόκληση είναι επίσης και η τελευταία μου, χρονικά, συνεργασία με τη Μονή Χιλανδαρίου, το σερβικό μοναστήρι στο Άγιον Όρος. Ήταν μια κατάσταση κάπως εκτός των προδιαγραφών λειτουργίας ενός κλασικού οινοποιείου, αφού ουσιαστικά λειτουργεί με τους ανθρώπους τού μοναστηριού, δηλαδή με μοναχούς, αλλά και με εθελοντές εργάτες που, αφού κάνουν τις εργασίες των αμπελιών (ας πούμε, το μάζεμα των σταφυλιών), έχουν και τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Και επειδή είναι και παλαιοημερολογίτες (υπάρχει, δηλαδή, μια διαφορά δεκατριών ημερών από το δικό μας ημερολόγιο), επιβάλλεται καλύτερος συντονισμός, ειδικά σε περιόδους όπως αυτές των εορτών. Τώρα ξεκινάμε τη δεύτερη χρονιά συνεργασίας.
Ζούμε σε μια χώρα που απολαμβάνει το κρασί εδώ και χιλιάδες χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, θα λέγατε ότι ο Έλληνας ξέρει από κρασί;
Αν συγκρίνουμε τον μέσο Γεωργιανό με τον μέσο Έλληνα, θα σας έλεγα ότι οι Γεωργιανοί έχουν μεγαλύτερη κουλτούρα στο κρασί. Πάντως, τα τελευταία χρόνια η νέα γενιά αρχίζει να το μαθαίνει και να το εκτιμά. Ξεφύγαμε πλέον από τα σκληρά αλκοολούχα ποτά, όπως το ουίσκι, και καταναλώνουμε κρασί. Έχω την αίσθηση ότι επί πάρα πολλά χρόνια το κρασί στην Ελλάδα θεωρούταν ένα ελιτίστικο προϊόν. Αυτό οφειλόταν βέβαια και στο γεγονός ότι η τιμή τού κρασιού σε ένα εστιατόριο ήταν 3-4 φορές πάνω – ήταν οικονομικό το ζήτημα. Δεν άνοιγες εύκολα ένα μπουκάλι κρασί. Προτιμούσες να πάρεις μια μπίρα ή, το πολύ, μια ρετσίνα κακής ποιότητας ή κρασί χύμα, πάλι κακής ποιότητας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές να αποφεύγουν το κρασί.
Τα τελευταία 20-30 χρόνια όμως έχει αλλάξει η κατάσταση, πρωτίστως με τη συμβολή των οινοποιών, αφού πλέον υπάρχουν στην αγορά πολύ καλά κρασιά, με καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής.
Πώς βλέπετε τις προσπάθειες των νέων παραγωγών;
Πιστεύω ότι υπάρχει μέλλον. Έχει δοθεί ώθηση στο κρασί και ξεφεύγουμε από τους μεγάλους παραγωγούς, οι οποίοι κάνουν τον κύκλο τους. Εννοείται ότι οι μεγάλες εταιρείες θα πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν, παράγοντας κρασιά για σούπερ μάρκετ και για άμεση κατανάλωση. Οι μικροί παραγωγοί, όμως, σε κάποιες περιοχές έχουν δώσει πολύ μεγάλη ώθηση στο κρασί. Παραδείγματα είναι αυτοί της Νάουσας, της Δράμας, της Κρήτης ή της Σαντορίνης, που μπήκαν στο παιχνίδι με μικρές παραγωγές, πιο προσεγμένες, αλλά και διαφορετικές οινοποιήσεις, δίνοντας αξία στο κρασί.
Μπαίνουμε στον πιο ζεστό μήνα τού καλοκαιριού. Ποιες είναι οι προτάσεις σας για τις ημέρες των διακοπών;
Όλο τον χρόνο, αλλά κατεξοχήν τους καλοκαιρινούς μήνες στο ελληνικό τραπέζι θα βρούμε λαχανικά, ψάρια και γενικώς ελαφριά κουζίνα. Συνεπώς, τα κρασιά που μπορούν να συνοδεύσουν αυτά τα πιάτα είναι τα λευκά. Όχι, φυσικά, ότι δεν υπάρχουν κόκκινα ή ότι δεν μπορεί να πιει κάποιος κόκκινο με τα προαναφερθέντα φαγητά, αν του αρέσει… Υπάρχουν κόκκινα κρασιά που δημιουργούνται για να καταναλώνονται ευχάριστα το καλοκαίρι, σε θερμοκρασίες χαμηλότερες απ’ ό,τι τον χειμώνα.
Σε κάθε περίπτωση, τα λευκά κρασιά (τα τελευταία 10-20 χρόνια, τα ελληνικά λευκά κρασιά και οι ελληνικές ποικιλίες, όπως η Μαλαγουζιά, το Ασύρτικο ή ένας συνδυασμός ελληνικών και ξένων – ιδίως Ασύρτικο με Sauvignon blanc) ικανοποιούν ακόμη και τον πιο απαιτητικό καταναλωτή. Ή και το Bιδιανό, που τελευταία είναι της μόδας. Αναφέρομαι σε φρέσκα, αλλά και σε παλαιωμένα, δηλαδή περασμένα από βαρέλι. Θα κάνουν τα τραπέζια των διακοπών μας πραγματικά απολαυστικά.