fbpx

Citymagthess.gr

Τίνα Μανδηλαρά: Στο τραπέζι με μια bonne vivante

Μοιραστείτε το

 

Πορτρέτο: Σάκης Γιούμπασης.

Είναι πάντοτε χρήσιμο να προσπαθείς να βλέπεις τα πράγματα μέσα από τη ματιά ενός τρίτου – κατά κανόνα, ένας «ξένος» σκέφτεται με κρύο μυαλό όσον αφορά μια κατάσταση που δεν τον εμπλέκει άμεσα, συνεπώς έχει περισσότερες πιθανότητες να βλέπει τα πράγματα πιο καθαρά. Η Τίνα Μανδηλαρά είναι μια ηγερία της ωραίας ζωής και μία από τις γνωστότερες δημοσιογράφους της Αθήνας – κι όμως, δύσκολα θα τη χαρακτήριζες ξένη σε ό,τι αφορά στα της Θεσσαλονίκης: είναι μια πόλη την οποία δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι αγαπά, γι’ αυτό και επιστρέφει με κάθε ευκαιρία.

Περάσαμε 72 ώρες μαζί της στη διάρκεια της τελευταίας της επίσκεψης, με αφορμή το πρόσφατο, 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Βολτάραμε στην πόλη, φάγαμε και ήπιαμε σε παλιά, αλλά και νέα στέκια, συζητήσαμε μεταξύ τυρού και αχλαδίου (ή μεταξύ γκράπας και ψητού κυδωνιού, για να είμαστε ακριβολόγοι…) για τη Θεσσαλονίκη ως γαστρονομικό προϊόν (ή ως κόσμο ολόκληρο, όπως αντιτείνει η Τίνα). Και μέσα από αυτήν την κουβέντα επιβεβαιώσαμε για ακόμη μία φορά ότι η ματιά του «ξένου», του οutsider, σε βοηθάει να ορίσεις πολύ πιο σωστά τις ακριβείς διαστάσεις (και αξίες) των πραγμάτων.

Υπάρχει συχνά η αίσθηση μιας στερεοτυπικής εικόνας για τη Θεσσαλονίκη μεταξύ των επισκεπτών της – κυρίως των Ελλήνων. Μιας πόλης όπου οι απολαύσεις του ουρανίσκου κυριαρχούν σε τέτοιον βαθμό, που σχεδόν επισκιάζουν οτιδήποτε άλλο. Με τη ματιά ενός ανθρώπου του κόσμου, που ζει, ταξιδεύει και απολαμβάνει τις όμορφες πλευρές της ζωής, ποια είναι στη δική σας αντίληψη η «συνταγή» της Θεσσαλονίκης; Ποιο συστατικό κυριαρχεί;

Δεν ξέρω αν μπορώ να μιλήσω για ένα συστατικό… Μπορώ να μιλήσω σίγουρα για γευστική συνεύρεση πολλών πραγμάτων. Επειδή ποτέ μία πόλη δεν είναι μόνο τα μαγαζιά, οι γεύσεις ή η «συνταγή» της.

Είναι αυτό το μαγικό μπόλιασμα που δημιουργεί εικόνες που αποτυπώνονται στη μνήμη σου πολύ πιο έντονα από τους γευστικούς συνειρμούς του Προυστ: η ιδεατή εικόνα που έχω από τη Θεσσαλονίκη θα έχει σίγουρα τα χρώματα από το ωραίο ηλιοβασίλεμα που θα απολαύσω τρώγοντας φρέσκα θαλασσινά σε ένα ταβερνάκι στην Περαία, την αψάδα από τα ωραία παστά που θα απολαύσω μαζί με ιστορίες από τους παλιούς της ποιητές και τους δοξασμένους λαϊκούς βάρδους σε μια ξεχασμένη στοά μαζί με τον φίλο μου, Θωμά Κοροβίνη – και τη μυρωδιά του καφέ με κάρδαμο στον «Μοντιλιάνι», στο Καπάνι. Επίσης, σίγουρα θα έχει την ένταση από το μπούκοβο που συνοδεύει τα υπέροχα σουτζουκάκια της «Διαγωνίου», τα οποία μου σερβίρουν τα πάντοτε αγέρωχα γκαρσόνια με τα λευκά πουκάμισα και τις μαύρες ποδιές (τι καλύτερο έχουν, δηλαδή, τα μπιστρό στο Παρίσι;), αλλά και την υπέροχη γλύκα από τη μπουγάτσα του Φιλίππου, που σε πηγαίνει πίσω στο Βυζάντιο, και από το σαλέπι που αγοράζω πάντοτε με το που φτάνω στη Θεσσαλονίκη (πάντοτε στην πλατεία Αριστοτέλους, με τον Βαρδάρη να μου χτυπάει το πρόσωπο και να μου θυμίζει ότι είμαι στο κέντρο της Ελλάδας που αγαπώ).

Ακόμη, θα αποπνέει τη φαντασία που έχουν τα εμπνευσμένα από την απλότητα του Αγίου Όρους πιάτα του Λουκάκη, τη ντανταϊστική αυθορμησία που έχουν καφενεία όπως του «Μήτσου» στο Καπάνι και τη φρεσκάδα που έχει ένα τραγανό κουλούρι το πρωί με τον καφέ. Με άλλα λόγια, όλα αυτά που αποπνέουν τα αγαπημένα μου μέρη στην πόλη, τα οποία φέρνω στη μνήμη μου κάθε φορά που θέλω να θυμάμαι ότι η Ελλάδα έχει ταυτότητα, αυθεντικότητα, κοσμοπολιτισμό και ομορφιά – αυτά που μου έμαθε και μου μαθαίνει μόνον αυτή η πόλη.

Η κουζίνα της Θεσσαλονίκης αποτελεί ένα περίεργο «μείγμα» με επιρροές μικρασιάτικες, οθωμανικές, σεφαραδίτικες, βαλκανικές – κάθε φυλή που πέρασε από αυτό το μέρος του κόσμου δείχνει σαν να άφησε πίσω της το δικό της γαστρονομικό αποτύπωμα, το οποίο έχει ριζώσει τόσο, που μοιάζει πλέον σαν να αποτελούσε ανέκαθεν σύμφυτο στοιχείο της πόλης. Υπάρχει κάποια κουζίνα, κάποια μαγειρική σχολή ή παράδοση που να είναι στη δική σας αντίληψη περισσότερο ταυτισμένη με τη Θεσσαλονίκη;

Νομίζω ότι η ερώτηση τα περιλαμβάνει όλα: δεν ξέρω πουθενά αλλού να συναντήθηκαν τόσες κουζίνες και τόσοι πολιτισμοί – από τη μακρινή Αρμενία και τα ιωνικά παράλια της Τουρκίας μέχρι τα πιο απομακρυσμένα χωριά της Μακεδονίας και των Βαλκανίων και από τους σεφαραδίτες Εβραίους μέχρι τους Τούρκους και τους Έλληνες, οι οποίοι συναντήθηκαν και διαμόρφωσαν την κοσμοπολίτικη κουλτούρα αυτής της πόλης. Πραγματικά, δεν υπήρξε κανένα σημείο αυτής της δημιουργικής συνεύρεσης που να μην αποτυπώθηκε στη μοναδική της κουζίνα, που μπορούμε, κάπως καταχρηστικά, να αποκαλούμε σήμερα «Μικρασιάτικη».

Ενδεχομένως να είναι η μόνη κουζίνα με τέτοιο γευστικό ενδιαφέρον εκτός από την κουζίνα της Κρήτης (ζητώ συγγνώμη από τους υπόλοιπους Έλληνες, αλλά οι Θεσσαλονικείς είναι κατεξοχήν ευζωιστές και καλοφαγάδες). Εν προκειμένω, δεν θεωρώ τυχαίο ότι οι γεύσεις συνοδεύονται από βαθύ σεβασμό για την τελετουργία του τραπεζιού, που πάντοτε βρισκόταν στο κέντρο της μικρασιατικής κουλτούρας, καθώς είναι σαφές ότι, εκτός από τα τραπέζια στα σπίτια, η έξοδος για φαγητό δεν υπάρχει ως επιβεβλημένη συνήθεια σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας τόσο όσο στη Θεσσαλονίκη.

«∆ΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΥΘΕΝΑ ΑΛΛΟΥ ΝΑ ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΑΝ ΤΟΣΕΣ ΚΟΥΖΙΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΣΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ – ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΜΕΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΩΝΙΚΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΠΙΟ ΑΠΟΜΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΕΦΑΡΑΔΙΤΕΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΑΝ ΤΗΝ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ».

Αν οι Σεφαραδίτες και οι Μικρασιάτες έφεραν, λοιπόν, τη μελιτζάνα και τις ωραίες πίτες, οι Πόντιοι τα τουρσιά και οι Αρμένιοι τα ταχίνια, τα λουκάνικα και τον παστουρμά, οι Θεσσαλονικείς κατάφεραν να μπολιάσουν με τον δικό τους τρόπο όλα αυτά τα υλικά σε μια σύγχρονη κουζίνα, που είναι ακόμη δεσπόζουσα (γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνω πώς οι διάφοροι επίσημοι οδηγοί γαστρονομίας της πόλης γράφουν κάτι ανήκουστα για μπέργκερς και σεβίτσε!). Αλλά η απόδειξη ότι η Θεσσαλονίκη ξέρει να φάει δεν είναι μόνο τα εστιατόρια και τα διάφορα στέκια: είναι τα απίστευτα παντοπωλεία και τα ντελικατέσεν που θα βρεις διάσπαρτα σε κάθε γωνιά της πόλης – εκτός, φυσικά, από την ξεχωριστή κεντρική αγορά της. Πάντοτε χαίρομαι που η θέα μου, όταν γράφω στο καφέ, στο λόμπι του ξενοδοχείου «City», είναι ένα ωραίο ντελικατέσεν, με τα κρεμασμένα αλλαντικά σε κοινή θέα. Άλλωστε, ποια ωραιότερη θέα –μετά τη θάλασσα– στη Θεσσαλονίκη από το φαγητό;

Στον Μποντλέρ αποδίδεται η φράση «Τι σημασία έχει η αιώνια καταδίκη για κάποιον που έχει βρει μέσα σε μία μοναδική στιγμή το άπειρο της ηδονής;». Αν είχατε μόλις 24 ώρες στη Θεσσαλονίκη, τι θα περιλάμβανε οπωσδήποτε το πρόγραμμά σας; Ποιες διαδρομές, ποια στέκια, ποιες γεύσεις και μυρωδιές, ποιες εμπειρίες που θα θέλατε να προλάβετε να βιώσετε μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα;

Πω, πω… Πόσο δύσκολη ερώτηση, με δεδομένο ότι φροντίζω κάθε φορά να αλλάζω διαδρομές – ακριβώς για να ανακαλύπτω άλλες γωνιές της πόλης.

Θα μιλήσω ωστόσο για τις κεντρικές μου διαδρομές, που μοιάζουν πάντοτε με τελετουργικά: η κλασική, καθιερωμένη μου βόλτα είναι σίγουρα στην παραλία, μέχρι τις «Ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου, για να χαρώ αυτό το μοναδικό «βυζαντινό φως» για το οποίο μιλούσε ο Πεντζίκης και που επανέφερε με έναν τρόπο δοξαστικό ο Σκαμπαρδώνης (δεν ξέρω αν μπορώ να δω την πόλη με αθώο βλέμμα μετά τον Σκαμπαρδώνη και τον Ιωάννου), αφού προηγουμένως θα έχω περάσει για ένα σάντουιτς (έτσι, δεν το λέτε εσείς;) στο χέρι από το «22». Επιστρέφοντας, θα ανηφορίσω μέχρι την αγαπημένη μου Ροτόντα, διατρέχοντας όλη την ιστορία και τον χαρακτήρα της πόλης μέσα από μία διαδρομή –από το αρχαιοελληνικό, βυζαντινό παρελθόν μέχρι τη σύγχρονη όψη της–, καθώς μου αρέσει ο θόρυβος της Εγνατίας, όπου βλέπεις καθημερινό κόσμο και μαγαζιά χρόνων, περνώντας, βεβαίως, από την Καμάρα, με τον φοιτητόκοσμο και τη νεολαία. Πάντοτε ανακαλύπτω εξαιρετικά εστιατόρια κοντά στη Ροτόντα – εκτός από τη θεσπέσια «Rosticceria», όπου έχω φάει την πιο συγκλονιστική aglio e olio της ζωής μου, πρόσφατα έφαγα πάρα πολύ ωραία στη «Ντάνγκαρα».

Μου αρέσει πάντοτε να κάθομαι σε μέρη που συνδιαλέγονται με την πραγματική όψη της πόλης, τα εργαστήρια, τα βουλκανιζατέρ, τα λατρεμένα μου βιβλιοπωλεία, όπως το «Σαιξπηρικόν», αυτά που σου θυμίζουν ότι οι πόλεις δεν είναι για τους τουρίστες, αλλά για τους ανθρώπους τους.

Λατρεύω ωστόσο και το κλασικό αστικό τρίγωνο: την διαχρονική αξία της «Διαγωνίου», τον πρώτο καφέ, όταν δεν έχει ακόμη κόσμο, στο «Ολύμπιον», το απογευματινό κέικ στο κλασικό μου στέκι, το «Piece of Cake», το βραδινό ποτό στο «Au Trottoir» στην Ικτίνου και, φυσικά, μία μπίρα στον «Θερμαϊκό», για να χαρώ πρώτο τραπέζι πίστα τη θάλασσα και να νιώσω ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο.

Το Καπάνι είναι ένα λατρεμένο μου μέρος, όχι μόνο για το «Καφενείο του Μήτσου», αλλά και για την αυθεντική ταυτότητα της αγοράς, την οποία έχει διατηρήσει αυτούσια στο πέρας των χρόνων – δεν ξέρω πουθενά αλλού να μυρίζει ταυτόχρονα μπαχάρι, λεμόνι, φρέσκο ψάρι και μυρωδιά από φρεσκοαλεσμένο καφέ. Αγαπώ, επίσης, τις στοές της Θεσσαλονίκης και τα μεζεδοπωλεία, που είναι τα καλύτερα στην Ελλάδα. Όσο για τα αγαπημένα μου εστιατόρια, όπου ξέρω ότι θα φάω πάντοτε καλά, είναι το «Τριζόνι» και η «Ηλιόπετρα». Εννοείται ότι θα περάσω από το «Χαρούπι» (μου αρέσει πολύ που είναι στην πιο ωραία γωνιά της πόλης, στο άνοιγμα που κάνει με το λιμάνι), ενώ έχω φάει ωραία στο «Λούπινο» και στα «Δέκα Τραπέζια». Στη «Μούργα» εννοείται ότι πήγαινα για χρόνια, όπως και στο «Μαιτρ και Μαργαρίτα» – και τα δύο αποτελούν σημεία αναφοράς.

Ας μην αρχίσουμε, επίσης, να μιλάμε για τα θεσπέσια γλυκά και τα τρίγωνα, τα οποία πάντοτε παίρνουμε στο χέρι μαζί με τους «βάρβαρους» φίλους μου από τον «Ελενίδη» – και τα οποία έχουμε φάει προτού προλάβουμε να βγούμε από το μαγαζί…

«Η ΕΛΛΑΔΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕΙ ‘ΠΡΟΪΟΝ’, ΠΡΕΠΕΙ ΠΡΩΤΑ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΕΙ ΜΕ ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ. ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΡΙΜΑ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ, ΝΑ ΠΡΟΩΘΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΗ ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΟΝΟΝ ΩΣ ‘WEEKEND GETAWAY’. ΤΗ ΜΕΙΩΝΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ».

Τελικά, τι είναι η γαστρονομία; Πολιτιστικό προϊόν ή εργαλείο καθημερινής ευζωίας; Αν ισχύει το πρώτο, πόσο την εκμεταλλευόμαστε εντός  και εκτός συνόρων – όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη, αλλά σε κάθε γωνιά της χώρας μας; Κι αν ισχύει το δεύτερο, πόσο τιμάμε (ή αδικούμε) αυτό το πολύτιμο εργαλείο με τον τρόπο που αναπτύσσεται η εστίαση στην Ελλάδα σήμερα;

Να μιλήσω ειλικρινά: ποτέ δεν μου άρεσαν οι λέξεις «προϊόν» ή «εργαλείο», ακόμη κι αν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς αν θέλουμε να μιλήσουμε για επικοινωνία ή προώθηση. Θα προτιμούσα την άκρως ελληνική λέξη «κόσμος», που περιλαμβάνει μία ολόκληρη φιλοσοφία και στάση ζωής την οποία πρέπει να υιοθετήσουμε, αν θέλουμε να καταλάβουμε ότι μια πόλη είναι τα πάντα: κυρίως οι άνθρωποι, οι υπηρεσίες, ο τρόπος που κινούνται και συμπεριφέρονται οι κάτοικοι, η στάση ζωής.

Διαβάζω συνέχεια για αριθμούς, για το «ελληνικό προϊόν», για τρόπους προώθησης της Ελλάδας, για το άκρως φορεμένο τελευταία «experience», που το ακούς σε όλα τα φόρα για τον τουρισμό… Δεν καταλαβαίνουμε ωστόσο ότι ο συνδυασμός της επιτυχίας είναι η «αυθεντικότητα» και ο «επαγγελματισμός» – κάτι δύσκολο να εξηγηθεί και ακόμη πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Εύχομαι τα υπουργεία, τα οποία πρέπει επιτέλους να συνεργαστούν σοβαρά στον τουρισμό (γιατί, δηλαδή, να μη συνεργάζονται τα υπουργεία Πολιτισμού, Τουρισμού και Ανάπτυξης, όπως στο εξωτερικό; Γιατί να μην έχουν μια σοβαρή πολιτική;), να καταλάβουν ότι η Ελλάδα, για να καταλήξει να αποτελέσει «προϊόν», πρέπει πρώτα να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα. Είναι πραγματικά κρίμα, για παράδειγμα, να προωθούν τη Θεσσαλονίκη, που είναι η μόνη κοσμοπολίτικη και ανεπτυγμένη πόλη στην Ελλάδα, μόνον ως «weekend getaway». Τη μειώνει πραγματικά.

Αλλά αυτές είναι ατέρμονες συζητήσεις, που, δυστυχώς, αφορούν τους επαγγελματίες, αλλά όχι τους ιθύνοντες. Και είναι κρίμα.

Η ερώτηση ίσως ακουστεί κλισέ, θα ήθελα όμως να ακούσω την απάντησή σας: αν η Θεσσαλονίκη ήταν ένα φαγητό, ένα γλυκό και ένα ποτό, ποια θα ήταν αυτά;

Δεν είναι ποτέ κλισέ οι ερωτήσεις που έχουν να κάνουν με εικόνες, παρότι ποτέ δεν εξαντλούνται σε μία μόνον απάντηση.

Σίγουρα η Θεσσαλονίκη θα ήταν μπουγάτσα, αλλά εκείνη με το τραγανό, εκλεπτυσμένο φύλλο, που έρχεται σε αντίθεση με το πλούσιο, γλυκό περιεχόμενο και με την κανέλα και την άχνη που επιστεγάζουν και συμπληρώνουν αυτήν τη γευστική πανδαισία (η οποία μπορεί να έχει στοιχεία υπερβολής, αλλά ξέρει να αποθεώνει όλες τις εντάσεις της γεύσης και της ζωής).

Θα ήταν, επίσης, ένα αφράτο σουτζούκι, με όλη τη μαγεία εκείνης της μυρωδιάς από κύμινο και κανέλα να ενσωματώνει μνήμες από καλοστρωμένα τραπέζια με ωραία τραπεζομάντιλα και αμέτρητες ιστορίες που έφεραν οι πρόσφυγες στην πόλη.

Αν ήταν ποτό, θα ήταν λικέρ τριαντάφυλλο, αυτό που φτιάχνουν, όπως λένε, οι Μικρασιάτισσες, οι νεράιδες, και φυλάσσεται σε πολύτιμα μπουκάλια, ακριβώς όπως τα ατελείωτα μυστικά της πόλης, τα οποία κάποια στιγμή θα μάθω στη ζωή μου.

Είναι άλλωστε και αυτό ένα στοίχημα που με κάνει να επιστρέφω συνέχεια στην πόλη που αγαπώ…


Μοιραστείτε το

Κύλιση στην κορυφή

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να διαβάσετε την Πολιτική απορρήτου.

Ρυθμίσεις Cookies

Παρακάτω μπορείτε να επιλέξετε ποια cookies θα επιτρέψετε σε αυτή την ιστοσελίδα. Πατήστε στην αποθήκευση ρυθμίσεων για να εφαρμόσετε την επιλογή σας.

ΛειτουργικάΗ ιστοσελίδα για να δουλέψει χρησιμοποιεί κάποια απαραίτητα λειτουργικά cookies.

ΣτατιστικάΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για στατιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να βελτιώσουμε το περιεχόμενο που σας προσφέρουμε.

Κοινωνικά ΔίκτυαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies από τα κοινωνικά δίκτυα, ώστε να μπορούμε να σας δείξουμε περιεχόμενο από πλατφόρμες όπως το YouTube και το FaceBook. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΔιαφημίσειςΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για διαφημιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να σας προσφέρουμε περιεχόμενο που σας ενδιαφέρει. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΆλλαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί και ορισμένα cookies από υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες