Φωτογραφίες: Σάκης Γιούμπασης.
«Πάμε τσάρκα πέρα στο Καραμπουρνάκι/ να τα πιούμε μια βραδιά στο Καλαμάκι/ κι από ‘κει στο Μπεχτσινάρι, σε φίνο ακρογιάλι/ να σου παίξω φίνο μπαγλαμά» τραγουδούσε ο Βασίλης Τσιτσάνης. «Μπεχτσινάρ» ή «Μπες τσινάρ» («Πέντε πλατάνια» στα Τουρκικά) ονομαζόταν παλαιότερα η γεμάτη νερά και πλατάνια περιοχή, στην οποία σήμερα απλώνεται το λιμάνι τής Θεσσαλονίκης (περίπου στο ύψος τής τρίτης και τέταρτης προβλήτας τού σημερινού λιμανιού, πολύ κοντά στην Πύλη Αξιού).
Ήταν το 1870, όταν ο Σαμπρί Μεχμέτ πασάς αποφάσισε να αναβαθμίσει τον προϋπάρχοντα κήπο σε δημόσιο πάρκο, ανοιχτό σε όλους τους πολίτες (ασχέτως οικονομικής κατάστασης). Για τον σκοπό αυτό, περιέφραξε τον χώρο, όρισε ελεγχόμενη είσοδο, φύτεψε νέα δέντρα, έφτιαξε παρτέρια, πρασιές και κήπους, ενώ ανήγειρε και ελαφριά κιόσκια σε όλη την έκταση, προσφέροντας ευκαιρίες ανάπαυσης και ξεκούρασης για τους περιπατητές.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1912 ο χώρος ονομάστηκε «Κήπος των Πριγκίπων», προς τιμήν των παιδιών τού Γεωργίου τού Α’. Η ίδρυση του Κήπου των Πριγκίπων και η σύνδεσή του, αργότερα, με το τραμ (εκεί βρισκόταν τερματικός σταθμός) προσέδωσαν στην περιοχή κοσμικό χαρακτήρα, με τη συγκέντρωση πλήθους περιπατητών, καθώς και διαφόρων ορχηστρών που ψυχαγωγούσαν το κοινό. Διέθετε πάρκο με καφενείο, μπιραρία, εστιατόριο, καμπαρέ, θεατρική σκηνή και πίστα πατινάζ. Ήδη από το 1920 το πάρκο αποτελούσε δημοφιλή τόπο αναψυχής για πολλούς Θεσσαλονικείς. Σε αυτό λειτούργησε στρατόπεδο γυμνιστών (από τον γιατρό Ντουάρτε, που εφάρμοζε μια νέα για την εποχή σωματική αγωγή), με πενήντα νέες και νέους Θεσσαλονικείς να αποτελούν τον αρχικό πυρήνα του. Όλα αυτά περίπου ώς και τα πρώτα χρόνια μετά το 1930, όταν στην περιοχή άρχισε η ανάπτυξη βυρσοδεψείων και βιομηχανιών. Η συνακόλουθη επέκταση των εγκαταστάσεων του λιμανιού και η κατασκευή πετρελαιοδεξαμενών έδιωξαν οριστικά τους λουόμενους.
Στην «είσοδο», στο νοητό «σύνορο» αυτής της κάποτε θαυμαστής περιοχής με την υπόλοιπη πόλη, βρισκόταν ένα από τα ομορφότερα σπίτια τής Θεσσαλονίκης: η βίλα Πετρίδη.
Η πορεία στον χρόνο
Πρόκειται για έναν από τους (πολλούς) εκλεκτικιστικούς «θησαυρούς» τής Θεσσαλονίκης – και ένα από τα ελάχιστα δείγματα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής που μπορεί να συναντήσει κάποιος πέραν της πάλαι ποτέ λεωφόρου Εξοχών (της σημερινής Βασιλίσσης Όλγας), σε ένα κτίριο που συνδυάζει πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία από διάφορα στιλ σε ένα ενιαίο, αρμονικό σύνολο.
Η έπαυλη ανεγέρθηκε το 1896, στη συμβολή των σημερινών οδών 26ης Οκτωβρίου, Αναγεννήσεως, Καζαντζάκη και Ταντάλου, απέναντι από τα δικαστήρια της πόλης (εκεί όπου κάποτε άρχιζε η παραθαλάσσια περιοχή τού Κήπου των Πριγκίπων).
Πρώτος ιδιοκτήτης της υπήρξε ένας εύπορος Βούλγαρος, ο οποίος ωστόσο δεν πρόλαβε να την κατοικήσει. Το πρώτο διάστημα το οίκημα χρησιμοποιείται για τη φιλοξενία βούλγαρων αξιωματούχων, με τον ιδιοκτήτη του να το εγκαταλείπει οριστικά το 1912, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και την είσοδο του ελληνικού στρατού. Το 1927 η έπαυλη πωλείται στην οικογένεια Πετρίδη, στην κατοχή τής οποίας παρέμεινε ώς το 1969. Στη συνέχεια στέγασε γραφείο μεταφορών, αποθήκη υλικών τού δήμου Θεσσαλονίκης και ακολούθως αρκετούς αστέγους, οι οποίοι έβρισκαν καταφύγιο στους χώρους της.
Παρότι το κτίριο είχε κριθεί διατηρητέο ήδη από τη δεκαετία τού 1980 και «έργο τέχνης που χρήζει προστασίας» το 1984 (όταν μεταβιβάστηκε στην ιδιοκτησία τού δήμου Θεσσαλονίκης), εγκαταλείφθηκε στην τύχη του επί πολλά χρόνια. Οι βαριές χρήσεις (μεταφορική εταιρεία, αποθήκη υλικών κ.ά.), αλλά και οι ευκαιριακοί ένοικοί του προξένησαν μεγάλες ζημιές στο κτίριο, τόσο στον διάκοσμο όσο και στην ίδια τη στατικότητά του. Το 1997, με την ευκαιρία τής ανάδειξης της Θεσσαλονίκης σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, η βίλα Πετρίδη εντάχθηκε σε πρόγραμμα αποκατάστασης, το οποίο ωστόσο ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Τελικώς, ο δήμος Θεσσαλονίκης παίρνει την απόφαση να γλιτώσει αυτό το αρχιτεκτονικό αριστούργημα από την κατάρρευση (κοντά στην οποία βρέθηκε), ξεκινώντας το 2006 δύσκολες και επίπονες προσπάθειες συντήρησης και εκτεταμένων επεμβάσεων, με στόχο τη διάσωσή του. Η έπαυλη αποδίδεται στο κοινό τής πόλης στην αρχική της μορφή (με αναπλασμένο και τον περιβάλλοντα χώρο της) το 2014.
Η ΕΠΑΥΛΗ ΑΝΕΓΕΡΘΗΚΕ ΤΟ 1896, ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΟΔΩΝ 26ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ, ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ, ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΚΑΙ ΤΑΝΤΑΛΟΥ, ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΑΡΧΙΖΕ Η ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ ΤΩΝ ΠΡΙΓΚΙΠΩΝ). ΠΡΩΤΟΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΞΕ ΕΝΑΣ ΕΥΠΟΡΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΣ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΕ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΕΙ. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΟ ΟΙΚΗΜΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΩΝ, ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΤΟΥ ΝΑ ΤΟ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟ 1912, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ. ΤΟ 1927 Η ΕΠΑΥΛΗ ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΕΤΡΙΔΗ, ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ ΩΣ ΤΟ 1969.
Οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες
Το κτίριο αποτελεί ένα πολύ αξιόλογο δείγμα εκλεκτικιστικού ύφους με επιδράσεις αρτ νουβό (όπως τα καμπύλα στηθαία και τα φυσικά μοτίβα). Αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο, όροφο και τμήμα δεύτερου ορόφου (σοφίτα). Η κύρια όψη του (στην οδό Αναγεννήσεως) είναι συμμετρική και οργανώνεται σε τριμερή διάταξη, με προβολή τού κεντρικού τμήματος. Ανάλογη οργάνωση παρουσιάζει και η νοτιοανατολική όψη.
Οι όψεις τού κτιρίου έχουν πλήθος ανάγλυφων διακοσμήσεων με φυτικά και ανεικονικά μοτίβα και κορνίζες με επιχρίσματα. Στις υπέροχες διακοσμητικές λεπτομέρειες που χαρακτήριζαν το κτίριο στην αρχική του μορφή (και οι οποίες αποκαταστάθηκαν με επιτυχία) ξεχωρίζουν οι μορφές λιονταριών σε διάφορα σημεία τής εξωτερικής διακόσμησης, οι οποίες πιστεύεται ότι συνδέονται με την καταγωγή τού ιδιοκτήτη (το λιοντάρι αποτελεί εθνικό σύμβολο του βουλγαρικού έθνους).
Οι ορατές ξύλινες κατασκευές είναι επιμελημένες και περίτεχνες (απηχώντας ιαπωνικές επιρροές), ενώ μοναδικό στοιχείο αποτελούν οι διαφοροποιήσεις τού ανάγλυφου διακόσμου από το ισόγειο στον όροφο και από όψη σε όψη. Τα παράθυρα φέρουν γραμμικό πλαίσιο με διαφορετικά ανάγλυφα κοσμήματα στην ποδιά και στο πάνω μέρος σε όροφο, ισόγειο, κύρια και πλάγια όψη. Επίσης, υπάρχουν περίτεχνα ζωγραφισμένες μπορντούρες στους τοίχους τού εσωτερικού, με ξυλόγλυπτα φουρούσια, σκαλισμένες ξύλινες πόρτες και περίτεχνα πλακάκια. Την επίστεψη του κτιρίου κοσμούν κορνίζα και συμπαγές στηθαίο με καμπύλα τμήματα, που διακόπτονται από πεσσούς στην προέκταση των παραστάδων. Ειδικά στον εξωτερικό τοίχο τής σοφίτας, στην πλευρά τής κύριας εισόδου, διακρίνεται ανάγλυφη παράσταση (πιθανόν τής Βουλγαρίας), δυστυχώς όμως όχι σε καλή κατάσταση.
Παλαιότερα, η έπαυλη χρησιμοποιούταν ως χώρος πολιτισμού τού δήμου Θεσσαλονίκης (για τη φιλοξενία εκδηλώσεων των «Δημητρίων» και της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης). Αυτό σταμάτησε στην πορεία των χρόνων, καθώς κρίθηκε ότι η βίλα Πετρίδη είναι ακατάλληλη για την οργάνωση εκδηλώσεων που προσελκύουν μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων (για λόγους στατικότητας), ενώ ανέφικτη είναι και η χρήση τού εξωτερικού της χώρου.
Σήμερα, το εμβληματικό κτίριο έχει παραχωρηθεί δωρεάν ώς τα τέλη τού 2027 στο Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας, προκειμένου να αποτελέσει την έδρα του.