Αναζητώντας έναν ορισμό τής αστικής μνήμης, η πρόκληση είναι να εφαρμοστεί η έννοια του χρόνου στο χωρικό πλαίσιο. Η ιδέα τής αλλαγής –ιδίως αν γίνεται μέσω της ανθρώπινης παρέμβασης– δεν είναι πάντοτε εύκολο να εντοπιστεί στο πεδίο τής ατομικής αντίληψης, δίνοντας στη σύγχρονη ματιά μας μιαν αίσθηση χαμένης ταυτότητας. Ωστόσο, το φυσικό ένστικτο της προσαρμογής φέρνει το μυαλό μας στη χρήση ενός αρκετά πρακτικού αναλυτικού εργαλείου, που βασίζεται σε μια διαδικασία αποδόμησης και αναδόμησης: πρόκειται, ουσιαστικά, για μια σύνθεση φιλτραρισμένη από την εμπειρία, την ιστορική γνώση και την προσωπική παρατήρηση. Με αυτόν τον τρόπο, οι δημόσιες αρχιτεκτονικές και τα αρχαιολογικά ερείπια γίνονται ένα ανοιχτό σχήμα για διαδραστικές συζητήσεις, που βασίζονται στην ενεργητική προθυμία να κοιτάξουμε πέρα από τα καθαρά τούβλα, σε μια συνεχή εφαρμογή τής διαμόρφωσης νέων και εμπλουτισμένων προοπτικών. Κατά κάποιον τρόπο, ακόμη και η ίδια η έννοια της ομορφιάς χάνει το νόημά της σε σύγκριση με τη βαθιά σημασία τής ίδιας αυτής της πρακτικής.
Ακολουθώντας τα έργα τού Eadweard Muybridge και του David Hockney, αυτήν τη φορά το επίκεντρο μετατοπίζεται στη διαδραστική πτυχή τής δημιουργικής έρευνας: ο παρατηρητής καλείται να παίξει με όλα τα κομμάτια και να συγχωνεύσει τις δικές του, ξεχωριστές απόψεις, για να κατανοήσει πλήρως πώς η δυναμική ενός γενεσιουργού συστήματος μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη και εξέλιξη της υποκειμενικής συνείδησης.