fbpx
ΑρχικήFOODΘέματαΣτην κουζίνα τής κυρα-Βαγγελιώς

Στην κουζίνα τής κυρα-Βαγγελιώς

Αυγουστιάτικη Κυριακή, νωρίς το απόγευμα, ντάλα ο ήλιος, κάνουμε βόλτα στον Όρμο Παναγιάς, σαν ξένοι που ρουφάνε τον ήλιο κάθε στιγμή. Στα πέντε λεπτά χωρίς καπέλο με πιάνει πονοκέφαλος και αναζητώ σκιά και, ει δυνατόν, δροσιά. Έτσι, καθόμαστε στο ευάερο μπαλκόνι τής ψαροταβέρνας Γιαννέλη.

- Advertisment -

Παραγγέλνουμε ουζάκι με βλίτα και φρέσκα καλαμαράκια τηγανητά. Ενθουσιαζόμαστε – απλά, αληθινά και νόστιμα. Παραγγέλνουμε και μύδια σαγανάκι με σάλτσα από φρέσκια ντομάτα, καυτερή «τόσο όσο». Όλα ισορροπημένα και μαγειρεμένα με αγάπη. Ζητάω να μάθω ποιος μαγειρεύει, για να τον συγχαρούμε. Με οδηγούν προς το παραθυράκι τής κουζίνας, όπου φωνάζουν: «Βαγγελιώ!». Και να ‘τη, χαμογελαστή, μια νέα 81 χρόνων, ξαφνιάζεται και χαίρεται με τα καλά μας λόγια και το «ευχαριστώ» για την εμπειρία που μας χάρισε, μαζί με τις βοηθούς της.

Της λέω: «Να, κι εγώ είμαι της δουλειάς, κάνω σοκολάτες στις Βρυξέλλες…». Εκεί πετάγεται με ζωντάνια και μάτια να λάμπουν: «Κι εγώ έζησα στο Βέλγιο, ο άντρας μου ήταν ανθρακωρύχος». Βγαίνει στη σάλα, κρατώντας περήφανη δύο κορνιζωμένες φωτογραφίες, με διάθεση να μας τα πει όλα για τη βελγική εμπειρία της. Μιλάμε στα όρθια και καμαρώνουμε μαζί της τις φωτογραφίες: η μία, από αυτές τις επιζωγραφισμένες έγχρωμες (τύπου «Photoshop του 1960»), με τον άντρα της σε πρώτο πλάνο στο ανθρακωρυχείο και εκείνη σε δεύτερο, ψηλότερα, σαν να τον προστατεύει. Και η άλλη, ασπρόμαυρη, σε φωτογραφείο των Βρυξελλών το 1963, με τα καλά τους: καλοντυμένοι και όμορφοι, το ζευγάρι –ο Γιάννης και η Βαγγελιώ– με τον μικρό τους γιο, τον Τάκη, με κοστουμάκι που του είχε πάρει ο πατέρας του.

Η ώρα είχε περάσει. Αποχαιρετιστήκαμε και αγκαλιαστήκαμε με τα μάτια – προφανώς. Το επόμενο βράδυ είμαστε ξανά εκεί, με παρέα. Είδαμε ξανά την κυρία Βαγγελιώ, που μας γοήτευσε ξανά με την απλότητα και το χαμόγελό της. Στις 23:50, που φεύγαμε είχε τελειώσει από την κουζίνα και πήγαινε να ποτίσει τα τριαντάφυλλά της, στην είσοδο του μαγαζιού.

Ήθελα να μάθω περισσότερα για τη ζωή της στο Βέλγιο. Βλέπετε, οι έλληνες ανθρακωρύχοι, που πήγαν στη χώρα αυτή μετά από διακρατική συμφωνία το 1957, είναι το σημαντικότερο κεφάλαιο στην ιστορία των ομογενών μας σ’ αυτήν τη γωνιά τού κόσμου. Από το 1957, χιλιάδες Έλληνες έφτασαν στο Βέλγιο, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Ήταν το πρώτο μεγάλο κύμα συμπατριωτών μας προς τη συγκεκριμένη χώρα, αυτό που δημιούργησε την ελληνική κοινότητα, καθώς μέχρι τότε οι Έλληνες ήταν λίγοι, κυρίως έμποροι.

The Belgian connection

Η συγκυρία τής συνάντησής μας (μια που ζω στο Βέλγιο) με έσπρωξε να τη ρωτήσω αν θα ήθελε να μου αφιερώσει λίγο χρόνο μέσα στις γεμάτες ημέρες τής τουριστικής περιόδου, για να μου διηγηθεί την ιστορία της εκεί. Και κάπως έτσι, την ημέρα που έφευγα, πήγα στο ραντεβού μας, στις 10:30 το πρωί. Η κυρία Βαγγελιώ είχε ξυπνήσει από τις 07:00, όπως κάθε μέρα (ξυπνάει στις 07:00 και κοιμάται στις 02:00 «με βρεγμένα μαλλιά», όπως μου είπε). Με καλωσόρισε και καθίσαμε να μιλήσουμε, καθώς εκείνη καθάριζε τις πατάτες τής ημέρας.

«Με λένε Ευαγγελία Σπανούδη-Γιαννέλη. Πήγα στο Βέλγιο τα Χριστούγεννα του 1960, για να επισκεφτώ τον αδελφό μου. Μου είχε στείλει γράμμα: ‘Έλα, να σου πάρουμε παλτό και να πάμε βόλτες’. Πήγα με το τρένο, μαζί με άλλες δύο γυναίκες. Θα γυρνούσα στις 25 Μαρτίου. Τελικά, επέστρεψα στην Ελλάδα μετά από επτά χρόνια.

»Ο αδελφός μου δούλευε με τον Γιάννη, τον μετέπειτα άντρα μου, στα ανθρακωρυχεία. Είχαν πάει μαζί, με την πρώτη αποστολή, το 1957. Μια μέρα που ήμουν εκεί ήρθε επίσκεψη με το ποδήλατό του. Ήταν 28 χρόνων, εγώ σχεδόν 20. Μου άρεσε, του άρεσα και αρραβωνιαστήκαμε τον Μάρτιο. Τυχερά πράγματα. Τον Μάιο κάναμε πολιτικό γάμο, για να έχω δικαίωμα διαμονής και ασφάλειας, και τον Ιούλιο κάναμε τον ορθόδοξο.

»Τα πρώτα τρία χρόνια μέναμε σε σπιτάκια τού ανθρακωρυχείου και ο Γιάννης πήγαινε με το ποδήλατο – ήταν κοντά. Πήρε άδεια και ήρθαμε στην Ελλάδα το 1963. Ο πεθερός μου μας έγραψε το οικόπεδο αυτό και αρχίσαμε να χτίζουμε το σπίτι μας. Για να έχουμε λεφτά να το τελειώσουμε, έπρεπε να δουλέψω κι εγώ. Έτσι, μετακομίσαμε στις Βρυξέλλες. Έβαλα τον Τάκη στο σχολείο και έπιασα δουλειά σε δύο αδέλφια Εβραίους, που έφτιαχναν τσάντες, τον Άντολφ και τον Σαρλ. Ήταν καλοί άνθρωποι.

»Ο Γιάννης έφευγε στις 03:30 το πρωί, για να πάει στο ανθρακωρυχείο. Ήταν μακριά. Μέναμε στην οδό Merode, στο κέντρο των Βρυξελλών. Σπίτι – δουλειά – σούπερ μάρκετ… Πήγαινα τον Τάκη στο σχολείο στις 08:00, τον έπαιρνε ο Γιάννης στις 17:00».

Είχατε παρέες;

Ναι, είχε πολλούς Έλληνες. Βγαίναμε – πηγαίναμε και σε ελληνικό κινηματογράφο. Στα «Επίκαιρα» είχαμε δει τον γάμο τού Κωσταντίνου. Στην πολυκατοικία μας είχε δύο Ελληνίδες και στα καφενεία ήταν σαν να είσαι στην Ελλάδα.

Πώς σας φαινόταν η ζωή εκεί;

Ωραία ήταν. Λεφτά είχαμε – εδώ δεν είχε τίποτα. Μαγαζιά, πολυκαταστήματα, απ’ όλα είχε. Και εκείνη η πλατεία των Βρυξελλών… Μαγεία! Μακάρι να έμενα για πάντα. Στην αρχή, βέβαια, ήταν δύσκολα.

Πώς συνεννοούσασταν;

Έμαθα Γαλλικά – τώρα τα ξέχασα, καταλαβαίνω μόνον. Ο άντρας μου έγραφε και μιλούσε Γαλλικά και Ιταλικά. Ο γιος μου το ίδιο.

Τι σας άρεσε περισσότερο εκεί;

Το Βατερλό, η Αμβέρσα… Μας έδιναν 30 εισιτήρια τρένου δωρεάν από τη δουλειά τού Γιάννη για μέσα στο Βέλγιο και τα πρώτα χρόνια επισκεπτόμασταν διάφορες πόλεις. Βατερλό, Γάνδη, Αμβέρσα, Οστάνδη… Το Βατερλό μού άρεσε, με το λιοντάρι – πόσο πολλές σκάλες είχε για να ανέβεις… Είχαμε πάρει και κιάλια και βλέπαμε μακριά, σε όλο το πεδίο τής μάχης. Και η Αμβέρσα, με τον ζωολογικό της κήπο – βλέπαμε τα ζώα, μου άρεσε. Η Οστάνδη, ε, θάλασσα είχε… Δεν ήταν κάτι διαφορετικό.

Το 1967 γυρίσατε στην Ελλάδα μόνιμα. Το θέλατε;

Θα έμενα, αλλά ο άντρας μου είχε ένα ατύχημα στη δουλειά, πήγε και στο νοσοκομείο. Ένας δίπλα του σκοτώθηκε. Δεν ήθελε να δουλέψει άλλο εκεί. Είχαμε χτίσει και το σπίτι. Γυρίσαμε.

Ήταν πολύ δύσκολη η δουλειά στα ανθρακωρυχεία. Τόσα μέτρα κάτω από τη γη… Μια φορά, της Αγίας Βαρβάρας, πήγαμε και τους είδαμε όταν βγαίνανε από κάτω. Ήταν μαύροι! Δεν τους γνώριζες. Ο άντρας μου είχε μαύρες γραμμές, σαν τατουάζ, στα χέρια του. Έμπαινε το κάρβουνο στις σχισμές τού δέρματος και δεν έβγαινε, όσο κι αν πλενόσουν. Τα δύο μου αδέλφια, που ήταν εκεί, έφυγαν νέοι από τη ζωή, με αναπνευστικά προβλήματα.

Γυρίσατε το 1967 εδώ, στον Όρμο Παναγιάς. Και;

Ξεκινήσαμε το μαγαζί. Τα πρώτα χρόνια δεν είχαμε ούτε ρεύμα ούτε αυτοκίνητο. Εμείς μέναμε εδώ και τον γιο μας τον είχε η μάνα μου στον Άγιο Νικόλαο, για να πάει σχολείο. Αργότερα αγοράσαμε ένα οικόπεδο, χτίσαμε σπίτι εκεί και μετακομίσαμε. Στο μαγαζί αρχικά μαγειρεύαμε για τους ψαράδες – σούπες, τηγάνισμα τα ψάρια… Έρχονταν οι ανεμότρατες. Αργότερα μαγείρευα τα πάντα – τον χειμώνα ψάρια, καλαμάρια και κρεατικά και το καλοκαίρι και μαγειρευτά, γεμιστά, μουσακά. Είχα δύο πελάτισσες, που μου έδιναν οδηγίες πώς να τα μαγειρεύω.

«Σας αρέσει η κουζίνα;» τη ρώτησα, ενθυμούμενη πόσο νόστιμα ήταν όσα είχαμε φάει. «Μια δουλειά, όσο δουλεύεις, σ’ αρέσει. Μαθαίνεις τα πάντα και θέλεις να είναι καλά».

Και τον χειμώνα, κυρία Βαγγελιώ; Πώς περνάτε τον χρόνο σας;

Πάω στο σπίτι μου, στον Άγιο Νικόλαο, επειδή τώρα μένω εδώ, σ’ αυτό το δωμάτιο. Το πρωί με τις δουλειές τού σπιτιού, να κάνω φαγητό… Μετά, πλέκω. Κάνω πολλά εργόχειρα.

Με βελονάκι;

Ναι, μ’ αρέσει πολύ, με χαλαρώνει.

Οι κυρίες που τη βοηθάνε (και που άκουγαν), η Βάσω και η Στέλλα, συμπληρώνουν: «Και γλυκά τού κουταλιού κάνει. Κυδώνι και πορτοκάλι στο χωριό και σταφύλι εδώ. Για το μαγαζί. Το σερβίρουμε με το γιαούρτι». Όση ώρα μιλούσαμε, η κυρία Βαγγελιώ καθάριζε πατάτες με ένα peeler που είχε φέρει από το Βέλγιο το 1967.

Ποιο είναι το πιάτο για το οποίο είστε πιο περήφανη εδώ, στο μαγαζί;

Τα κεφτεδάκια μου! Έρχονται από μακριά, για να φάνε τα κεφτεδάκια τής Βαγγελιώς (σ.σ.: οφείλω να πω ότι όντως είναι πολύ νόστιμα και αφράτα και ότι ορθώς διάφοροι φίλοι μάς είχαν συμβουλέψει να τα δοκιμάσουμε).

Ανάμεσα σε σακούλες με καθαρισμένα βλίτα, πατάτες και καλαμάρια στο νερό για καθάρισμα, την ευχαρίστησα και της υποσχέθηκα ότι τον χειμώνα θα την παίρνω τηλέφωνο στο χωριό, να μιλάμε. Ενώ αποχαιρετιόμασταν, μου είπε: «Πουθενά δεν ήθελα να πάω, αλλά στο Βέλγιο ήταν το μεράκι μου. Όσο ζούσε ο άντρας μου, με τις δουλειές, δεν προλαβαίναμε». Της ευχήθηκα να το κάνει το ταξίδι κι εγώ θα την περιμένω, να την κεράσω απ’ όσα φτιάχνω εγώ, με τα χέρια μου. Με τίμησε δίνοντάς μου τη συνταγή τού άσπρου σιμιγδαλένιου χαλβά της με το ινδοκάρυδο, που τόσο μου άρεσε και που ήδη τον έφτιαξα, τώρα, που γύρισα πίσω. «Χαλβάς άσπρος τής Βαγγελιώς».

Μάθημα ζωής (και θετικής αντιμετώπισής της) η Βαγγελιώ. Την ευχαριστώ!

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να διαβάσετε την Πολιτική απορρήτου.

Ρυθμίσεις Cookies

Παρακάτω μπορείτε να επιλέξετε ποια cookies θα επιτρέψετε σε αυτή την ιστοσελίδα. Πατήστε στην αποθήκευση ρυθμίσεων για να εφαρμόσετε την επιλογή σας.

ΛειτουργικάΗ ιστοσελίδα για να δουλέψει χρησιμοποιεί κάποια απαραίτητα λειτουργικά cookies.

ΣτατιστικάΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για στατιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να βελτιώσουμε το περιεχόμενο που σας προσφέρουμε.

Κοινωνικά ΔίκτυαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies από τα κοινωνικά δίκτυα, ώστε να μπορούμε να σας δείξουμε περιεχόμενο από πλατφόρμες όπως το YouTube και το FaceBook. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΔιαφημίσειςΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για διαφημιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να σας προσφέρουμε περιεχόμενο που σας ενδιαφέρει. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΆλλαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί και ορισμένα cookies από υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες