Ο Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ), σε συνεργασία με τη Διεθνή Ένωση για την Προστασία τής Φύσης (IUCN), προχωράει στον εμπλουτισμό τού Κόκκινου Καταλόγου για τη χώρα μας, ο οποίος αποτελεί συνέχεια του Κόκκινου Βιβλίου των απειλούμενων ειδών που είχε δημοσιευτεί το 2009.
Πιο συγκεκριμένα, ερευνητές τής Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας και της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας θα εκπαιδευτούν από τα μέλη τής IUCN, λαμβάνοντας και την απαραίτητη τεχνική υποστήριξη, ως προς τη μεθοδολογία αξιολόγησης των ειδών –βάσει των απαιτούμενων προδιαγραφών– και ως προς την εφαρμογή των κριτηρίων. Απώτερος σκοπός, η σύνταξη του Κόκκινου Καταλόγου στα διεθνή πρότυπα της IUCN μέχρι τα τέλη τού 2023, ο οποίος θα συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη διαχείριση της εγχώριας χλωρίδας και πανίδας.
Σήμερα, το βασικότερο πρόβλημα εντοπίζεται στους υγροτόπους, οι οποίοι φιλοξενούν πλούσια βιοποικιλότητα. Οι συγκεκριμένοι χώροι αντιμετωπίστηκαν τον προηγούμενο αιώνα ως πρόβλημα, καθώς για τους μη γνώστες οι βούρκοι, τα μικρά τέλματα και οι εκβολές των ποταμών θεωρούνταν, κατεξοχήν, εστίες μόλυνσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη δεκαετία τού 1920 μέχρι το 1992 είχε καταστραφεί το 60% της έκτασης των υγροτόπων τής Ελλάδας, χωρίς να μπορούν να υπολογιστούν οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα. Γενικότερα, η χώρα μας έχει πολύ πλούσια χλωρίδα και πανίδα, καθώς στα οικοσυστήματά της εντοπίζονται σπάνια είδη φυτών και ζώων. Παρότι κατέχει μόλις το 6% της μεσογειακής περιοχής, διαθέτει περισσότερα από 7.000 είδη και υποείδη φυτών, αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί περίπου στο 26% των φυτών τής μεσογειακής χλωρίδας.
Οι κυριότεροι παράγοντες που απειλούν τη βιοποικιλότητα με συρρίκνωση είναι η υπερεκμετάλλευση της φύσης (όπως, για παράδειγμα, η εξάντληση των ιχθυοαποθεμάτων λόγω υπεραλίευσης), η καταστροφή των δασών και των παράκτιων περιοχών (κυρίως μέσω των αλλαγών χρήσεων γης), η εισβολή ξενικών ειδών που διαταράσσουν την ισορροπία τού οικοσυστήματος, η συστηματική ρύπανση και η κλιματική αλλαγή.