Editorial
Γράφει ο Άγγελος Ν. Βάσσος
angelos@citymagthess.gr
ΕΙΝΑΙ Η ΕΣΤΙΑΣΗ. ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΤΟΛΜΗΡΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ΤΗΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ –ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΑ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ ΩΣ ΜΙΚΡΑ FOOD CORNERS ΚΑΙ ΑΠΟ «ΨΑΓΜΕΝΑ» ΚΑΦΕ ΩΣ ΜΕΖΕΔΟΠΩΛΕΙΑ, CONVENIENCE STORES, NEW AGE ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΑ (ΠΟΥ ΠΟΥΛΑΝΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΤΟΙΜΗ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ), ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΑ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΑ, ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΚΑΦΕ ΚΑΙ ΜΠΑΡ– ΕΧΟΥΝ ΓΕΜΙΣΕΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΕ ΜΙΚΡΑ, ΑΛΛΑ ΛΑΜΠΕΡΑ «ΚΕΡΙΑ», ΠΟΥ ΦΩΤΙΖΟΥΝ ΕΝΑ ΚΑΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟ «ΔΩΜΑΤΙΟ». ΕΧΟΥΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΨΕΛΕΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΧΑΡΑΣ, ΙΚΑΝΕΣ ΝΑ ΣΠΑΣΟΥΝ ΤΗ ΜΙΖΕΡΙΑ, ΤΗΝ ΕΣΩΣΤΡΕΦΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΚΟΜΟΙΡΙΑ ΜΙΑΣ ΔΥΣΤΟΠΙΑΣ ΠΟΥ ΟΛΟ ΤΗ ΔΙΩΧΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΑΙ ΟΛΟ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ.
Τη Δευτέρα και την Τρίτη τού Πάσχα είχα τη χαρά να υποδεχτώ στη Θεσσαλονίκη φίλους από το Μεσολόγγι και την Αθήνα. Περπατήσαμε αρκετά (βοήθησε και ο καιρός, καθώς, παρά τις αντίθετες προγνώσεις, ο ήλιος μάς έκανε τελικά τη χάρη), βολτάραμε αρκετά, γελάσαμε πολύ, φάγαμε πολλά και διαφορετικά πράγματα – προσπάθησα να τους δώσω μία, κατά τα γούστα μου, χαρακτηριστική «γεύση» τής περίφημης θεσσαλονικιώτικης και βορειοελλαδικής γαστρονομίας (και μάλλον τα κατάφερα, κρίνοντας από το ότι αναχώρησαν ενθουσιασμένοι). Ήταν ένα υπέροχο, σε ό,τι με αφορά προσωπικά, διήμερο. Είχα ωστόσο μια εμπειρία το τελευταίο βράδυ πριν από την αναχώρησή τους, που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας, επειδή πιστεύω ότι αφορά ένα ευρύτερο κοινό.
Βράδυ Τρίτης τού Πάσχα, κατά τις 22:30, έχουμε μόλις ολοκληρώσει ένα υπέροχο δείπνο στην περιοχή τής Ροτόντας και κατηφορίζουμε τη Γούναρη προς την Τσιμισκή και προς τη θάλασσα. Ο καιρός είναι γλυκός. Αρώματα γιασεμιού πλημμυρίζουν τις μύτες μας ήδη από τον περίβολο της Ροτόντας και, στη συνέχεια, περνώντας από τα παρτέρια τής πλατείας Ναυαρίνου. Κόσμος πολύς κυκλοφορεί – πολύς νέος κόσμος, αρκετοί μεγαλύτερης ηλικίας, όπως επίσης και πολλοί, πάρα πολλοί τουρίστες. Φωνές χαρούμενες, γέλια και ο ήχος μιας πόλης που ζει και απολαμβάνει την καθημερινότητά της συνθέτουν το αστικό soundtrack. Ομορφιά και χαρά παντού. Και τότε, περπατώντας με τα αυτιά και τα μάτια μου να γεμίζουν ευτυχία, ήταν που συνειδητοποίησα ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος όλων αυτών των παράλληλων, αλληλοεπικαλυπτόμενων εμπειριών.
Είναι η εστίαση. Είναι οι τολμηροί επιχειρηματίες της, οι οποίοι –δημιουργώντας από μεγάλα εστιατόρια ώς μικρά food corners και από «ψαγμένα» καφέ ώς μεζεδοπωλεία, convenience stores, new age κρεοπωλεία (που πουλάνε την πρώτη ύλη τους και έτοιμη προς κατανάλωση), δημιουργικά ζαχαροπλαστεία, ατμοσφαιρικά καφέ και μπαρ– έχουν γεμίσει την πόλη με μικρά, αλλά λαμπερά «κεριά», που φωτίζουν ένα κατά τα άλλα σκοτεινό «δωμάτιο». Έχουν δημιουργήσει μικρές κυψέλες ουσιαστικής χαράς, ικανές να σπάσουν τη μιζέρια, την εσωστρέφεια και την κακομοιριά μιας δυστοπίας που όλο τη διώχνουμε από την πόρτα και όλο επιμένει να επιστρέφει από το παράθυρο.
Μόνον ευγνωμοσύνη νιώθω ότι οφείλουμε σε όλους όσοι έχουν μετατρέψει –με τη μικρή ή τη μεγαλύτερη συμβολή τους– τη Θεσσαλονίκη σε παράδεισο των ανά την Ελλάδα (και όχι μόνο) foodies. Και όχι απλώς επειδή γεμίζουν το τραπέζι μας με λιχουδιές ή επειδή συμβάλλουν στο άνοιγμα θέσεων εργασίας στη Θεσσαλονίκη. Κυρίως τους ευγνωμονούμε επειδή καταφέρνουν να κρατήσουν ζωντανή την ψυχή τής πόλης.
(Κι αν κάποια στιγμή οι εντεταλμένοι υπερκείμενοι φορείς –δήμος, περιφέρεια ή υπουργεία, ανάλογα με το θέμα– αποφάσιζαν να κάνουν διαχρονικά καλύτερα τη δουλειά τους, θα ζούσαμε σε έναν πραγματικό αστικό παράδεισο…).